Κλιμακώνεται ο αγώνας των εκπαιδευτικών κατά της αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων, κάτι που θα οδηγούσε σε διαχωρισμό των σχολείων σε «καλά» και «κακά». «Καλούμε όλους τους συναδέλφους σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, μαζί με γονείς και μαθητές, να γεμίσουν τους δρόμους και να συμμετέχουν στις συγκεντρώσεις που θα πραγματοποιηθούν» αναφέρει η ΔΟΕ.
Εικοσιτετράωρη απεργία έχουν κηρύξει για τη Δευτέρα η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ, ενώ στις 11:30 πραγματοποιείται συγκέντρωση και πορεία προς τη Βουλή.
Σε ανακοίνωση της η ΟΛΜΕ αναφέρει οτι η συμμετοχή στην 24ωρη απεργία είναι θέμα τιμής και αξιοπρέπειας για τον κλάδο μας στον αγώνα για την υπεράσπιση της Δημόσιας εκπαίδευσης.
Οπως εξηγεί η Ομοσπονδία στην ανακοίνωση της:
Μία ακόμα κλήτευση επιδόθηκε στο ΔΣ της ΟΛΜΕ στις 7 Οκτωβρίου 2021 από το ΥΠΑΙΘ, το οποίο άσκησε έφεση στην πρωτόδικη απόφαση για την απεργία αποχή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο αποφάσισε ότι η απεργία αποχή της ΟΛΜΕ δεν είναι καταχρηστική και δεν διέταξε την απαγόρευση της συνέχισής της κι έτσι το ΥΠΑΙΘ προσφεύγει ενάντια στην απόφαση αυτή.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι για την έφεση της ΟΛΜΕ, που κατατέθηκε στις 4/10/21, ορίστηκε δικάσιμος στις 25 Ιανουαρίου 2022, ενώ για την έφεση του ΥΠΑΙΘ, που κατατέθηκε στις 7/10/21, ορίστηκε δικάσιμος για τη Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 20 21…!
Επιπλέον, σήμερα, 8/10/21, το ΥΠΑΙΘ έσυρε στα δικαστήρια και την ΑΔΕΔΥ, η οποία είχε προκηρύξει απεργία αποχή, στηρίζοντας τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες.
Για άλλη μία φορά με διαδικασίες fast track που παραβιάζουν τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας η κυβέρνηση προσπαθεί να απαγορεύσει το δικαίωμα στην απεργία.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση συνεχίζει την καταστολή και την ωμή βία ενάντια στους/στις εκπαιδευτικούς που συμμετέχουν στις διαδηλώσεις. Μετά την απρόκλητη επίθεση των ΜΑΤ στο συλλαλητήριο της Παρασκευής 1/10/21, υπήρξε νέα καταστολή με χρήση χημικών και βίας και στο συλλαλητήριο της Τετάρτης 6/10/21.
Είναι προφανές ότι η μαζική συμμετοχή των εκπαιδευτικών στον αγώνα για την υπεράσπιση της δημόσιας παιδείας έχει τρομοκρατήσει κυβέρνηση και ΥΠΑΙΘ, που μέσα στον πανικό τους εκδηλώνουν τα πιο αυταρχικά και αντιδημοκρατικά ένστικτά τους!
Η απάντηση του εκπαιδευτικού κινήματος είναι μία: ανυποχώρητος αγώνας!
Μεταφέρουν τις ευθύνες του κράτους στους εκπαιδευτικούς
Εν τω μεταξύ επιστολή προς τους γονείς των μαθητών/τριών κοινοποίησε η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας, με θέμα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα σχολεία και η εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά και την αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών.
Αναφέρει αναλυτικά:
“Όπως ίσως θα έχετε πληροφορηθεί, η κυβέρνηση το καλοκαίρι ψήφισε έναν νόμο, τον 4823/2021, με τίτλο «Για την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού έργου και τη στήριξη των εκπαιδευτικών». Ο τίτλος παραπέμπει σε στήριξη της πολιτείας των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών και του έργου των εκπαιδευτικών.
Όμως αντί για την αναγκαία ενίσχυση και θωράκιση του δωρεάν δημόσιου σχολείου:
Σχεδόν ένα μήνα μετά το άνοιγμα των σχολείων, υπάρχουν χιλιάδες κενά
εκπαιδευτικών.
Χιλιάδες παιδιά με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες και ανάγκες βρίσκονται αστήριχτα από ειδικό παιδαγωγικό και βοηθητικό προσωπικό, ενισχυτική διδασκαλία, παράλληλη στήριξη και καλείστε πάλι εσείς οι γονείς, αν και όσοι μπορείτε, να βάλετε το χέρι στην τσέπη.
Τα παιδιά μας στοιβάζονται ανά 25 σε κοντέινερς ή σε κτίρια δεκαετιών, έρμαια στη φθορά του χρόνου, αντί για το ρεαλιστικό και παιδαγωγικά αναγκαίο αίτημα για 15 μαθητές/τριες ανά τάξη.
Οι μαθητές μας, σε πολλές περιπτώσεις, αλλάζουν εκπαιδευτικό/-κούς κάθε χρόνο ή πολλές φορές και μέσα στο χρόνο, εξαιτίας της επιλογής όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων να μη διορίζουν όλο το αναγκαίο μόνιμο προσωπικό, που είναι προϋπόθεση για την παιδαγωγική σχέση και συνέχεια.
Οι μαθητές μας απέναντι στη μάχη τους για τη μόρφωση, συναντούν τον «κόφτη» της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής που άφησε εκτός Α.Ε.Ι. 40.000 μαθητές και της Τράπεζας Θεμάτων και μετατρέπονται σε εμπόρευμα για τα ιδιωτικά κολλέγια, που εκδίδουν αμφίβολης ποιότητας πτυχία τα οποία, όμως, η κυβέρνηση της Ν.Δ., αναγνώρισε επαγγελματικά δικαιώματα εξισώνοντάς τα με αυτά των πανεπιστημιακών τίτλων σπουδών.
Μετά από 2 χρόνια τηλεκπαίδευσης, βιώνοντας το πιο παρατεταμένο κλείσιμο σχολείων σε όλη την Ευρώπη, αντί να υπάρξει μείωση της σχολικής ύλης και αναπροσαρμογή των αναλυτικών προγραμμάτων, δεν λαμβάνεται κανένα ουσιαστικό μέτρο από την πλευρά της κυβέρνησης και του Υπουργείου Παιδείας. Δεν μεριμνούν ούτε για την αντιμετώπιση των τεράστιων μορφωτικών κενών και ψυχοκοινωνικών προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί, εξαιτίας της δικής τους διαχείρισης, ούτε για το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων, με προσωπικό καθαριότητας, μείωση μαθητών στις τάξεις,μείωση μαθητών στα σχολικά μέσα μεταφοράς, δωρεάν τεστ με ευθύνη του Ε.Ο.Δ.Υ. για όλους.
Αυτά έπρεπε να είναι στο επίκεντρο της προσοχής όσων έχουν τη θεσμική ευθύνη και μάλιστα όταν από πέρυσι, ως εκπαιδευτική κοινότητα αναδεικνύουμε σχεδόν
καθημερινά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει το δημόσιο σχολείο μέσα στις νέες συνθήκες της πανδημικής κρίσης.
Αντί γι’ αυτά, η πολιτική ηγεσία του Υ.ΠΑΙ.Θ. φέρνει νόμους που δυσχεραίνουν το έργο των εκπαιδευτικών (αύξηση μαθητών στα τμήματα, αυξημένο γραφειοκρατικό περιβάλλον σε βάρος της ποιότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας κ.α.), δημιουργούν συνθήκες εντατικοποίησης και πίεσης στους μαθητές καθώς και στιγματισμού τους από μικρή ηλικία με την εισαγωγή των εξετάσεων εθνικού επιπέδου, στην ΣΤ΄ Δημοτικού και στην Γ΄ Γυμνασίου, χωρίς παιδαγωγικό όφελος αλλά με μαθησιακές συνέπειες στους μαθητές, ιδιαίτερα των μεσαίων και χαμηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων. Αυτό αποδεικνύεται από τη διεθνή εμπειρία στις χώρες στις οποίες εφαρμόζεται εδώ και πολλές δεκαετίες αυτή η ε κπαιδευτική πολιτική, που έχει ως αποτέλεσμα την κατηγοριοποίηση των σχολείων, τον ανταγωνισμό μεταξύ τους και τη διαμόρφωση συνθηκών μεταβίβασης αρμοδιοτήτων εκτός του κεντρικού κράτους που στο βάθος οδηγεί στην απόσυρση του κράτους από την ευθύνη παροχής δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης για όλα τα παιδιά. Στο τέλος θα μας μιλούν πάλι για ατομική ευθύνη και στην εκπαίδευση και ο κάθε γονιός θα καλείται να επιλέγει εάν θα βάλει ακόμα βαθύτερα το χέρι στην τσέπη για τη στοιχειώδη εκπαίδευση των παιδιών του. Η κυβέρνηση εμπεδώνει, λοιπόν, στο σχολείο μέσω νόμων την απόσυρση του κράτους από την υποχρέωση της κρατικής χρηματοδότησης και καλεί τους εκπαιδευτικούς και το σχολείο να αναζητήσουν χορηγούς και χρηματοδότες. Εισάγουν τα εργαστήρια δεξιοτήτων που δεν έχουν καμία σχέση με τις γνώσεις που απελευθερώνουν τον άνθρωπο αλλά εστιάζουν σε θέματα που η πολιτική ηγεσία με τις ιδεολογικές και πολιτικές της επιλογές καθορίζει κάθε φορά.