Τις προτεραιότητες της επόμενης κυβέρνησης στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής επισημαίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας, σε άρθρο γνώμης, το οποίο δημοσιεύεται στην «Καθημερινή της Κυριακής».
Ο διοικητής της ΤτΕ κάνει λόγο για σημαντική πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, η οποία αντανακλάται στις χαμηλές αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας εστιάζει στα χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα.
Παραδείγματα τέτοιων εγγενών αδυναμιών αποτελούν, όπως αναφέρει, οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης, οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του εθνικού κτηματολογίου, η υστέρηση σε ορισμένες βασικές υποδομές, η μικρή συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας, σε συνδυασμό με τη δυσμενή εξέλιξη του δημογραφικού, η ανεπαρκής καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ελλείψεις στο λεγόμενο «τρίγωνο της γνώσης» (παιδεία–έρευνα‒καινοτομία), οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών, και οι στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας.
Υψηλό έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών
Ειδική αναφορά κάνει και στο πολύ υψηλό έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. «Ένα έλλειμμα άνω του 4% έρχεται σε σύγκρουση με τον έλεγχο των μακροοικονομικών ανισορροπιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως, όμως, υποδηλώνει ότι η εθνική δαπάνη είναι σημαντικά και διαχρονικά μεγαλύτερη από την εγχώρια παραγωγή ή, ταυτόσημα, ότι οι επενδύσεις ιδιωτικού και δημόσιου τομέα είναι σημαντικά υψηλότερες από τις αντίστοιχες αποταμιεύσεις».
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο κ. Στουρνάρας σπεύδει να προσδώσει ιδιαίτερη σημασία στα παρακάτω:
Πρώτον, στις μεταρρυθμίσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως, οι οποίες ενισχύουν τον ρυθμό αύξησης του δυνητικού εγχώριου προϊόντος, αυξάνοντας έτσι τη δυνατότητα της οικονομίας για μεγαλύτερες δαπάνες (είτε επενδυτικές είτε καταναλωτικές), χωρίς επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου.
Δεύτερον, στην κατά το δυνατόν αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων του δημόσιου τομέα, με δημιουργία ειδικού αποθεματικού, όχι δηλαδή με διανομή στην τρέχουσα χρήση, έκτακτων δημοσίων εσόδων. Το πρόσφατο παράδειγμα της Ιρλανδίας, η οποία δημιούργησε από τα έκτακτα φορολογικά έσοδα, που προήλθαν από τον αυξημένο πληθωρισμό, ένα Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο για τη στήριξη της πράσινης μετάβασης και του ασφαλιστικού συστήματος, είναι παράδειγμα προς μίμηση.
Τρίτον, στις προσπάθειες ακόμη μεγαλύτερης αύξησης των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και υποκατάστασης των εισαγωγών και της προώθησης της εξοικονόμησης ενέργειας και της πράσινης μετάβασης, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα.
Τέταρτον, στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων (που δεν δημιουργούν εξωτερικές δανειακές υποχρεώσεις είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα) και ειδικότερα των παραγωγικών άμεσων ξένων επενδύσεων (greenfield investments), σε συνδυασμό με την βέλτιστη αξιοποίηση – και συνεπώς τη μέγιστη δυνατή εισροή – των πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, επισημαίνει ο κ. Στουρνάρας, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας θα ήταν η απώλεια της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, που τόσο δύσκολα έχει ανακτηθεί, η παραβίαση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί και η επιστροφή σε πρακτικές του παρελθόντος. «Απαιτείται υπευθυνότητα και δέσμευση των υπευθύνων χάραξης της οικονομικής πολιτικής, ώστε να διαφυλαχθούν οι θυσίες της προηγούμενης δεκαετίας και να συνεχιστεί η πρόοδος που έχει επιτευχθεί».
Ως εκ τούτου, ως πρωταρχικό καθήκον της επόμενης κυβέρνησης θα πρέπει να τεθεί, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα:
α) το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσει τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, θα αυξήσει την ολική παραγωγικότητα της οικονομίας, θα διευρύνει τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, περιορίζοντας με αυτόν τον τρόπο και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, και
β) η επιστροφή σε πρωτογενή, διαρθρωτικά, δηλαδή κυκλικά διορθωμένα, δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ, ώστε φέτος να ανακτηθεί, να διατηρηθεί, και μεσοπροθέσμως να υπερακοντιστεί, η επενδυτική βαθμίδα. Αυτό θα έχει ευνοϊκές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας, και θα ωφελήσει όλους τους πολίτες.