Σύμφωνα με μια μελέτη που είχαν δημοσιεύσει τo 2019 (με την ευκαιρία της συμπλήρωσης μιας εικοσαετίας από τη λογιστική εισαγωγή του ευρώ) οι οικονομολόγοι Αλεσάντρο Γκασπαρότι και Ματίας Κούλας, από το ενιαίο νόμισμα ήταν «χαμένες» όλες οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία) που παραδοσιακά είχαν «μαλακά» νομίσματα. Οπως εκτιμούσαν, οι χώρες αυτές θα είχαν πολύ μεγαλύτερη ανάπτυξη και πλούτο την εικοσαετία αν δεν είχαν μπει στο ευρώ. Ως «κερδισμένες» αποτιμούνταν η Γερμανία και η Ολλανδία, που παραδοσιακά είχαν «σκληρά» νομίσματα και με το ευρώ πέτυχαν πολύ υψηλότερη ανάπτυξη και εισοδήματα απ’ ό,τι θα πετύχαιναν χωρίς αυτό. Ως εδώ όλα είναι γνωστά και αναμενόμενα. Το στοιχείο-έκπληξη της μελέτης ήταν η εκτίμηση των συγγραφέων ότι η Ελλάδα, παρά την τραγική της περιπέτεια με το ευρώ (καθώς την εκτίναξη του ΑΕΠ και των εισοδημάτων των πρώτων εννέα χρόνων ακολούθησε η εξίσου απότομη καθίζηση, με τη χρεοκοπία και τα σκληρά προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής των ετών 2010-18), θα ήταν ίσα βάρκα ίσα νερά είτε είχε μπει στο ευρώ είτε όχι. Βεβαίως η εκτίμηση αυτή προέκυπτε με βάση τις ιστορικές τάσεις της ελληνικής οικονομίας, οπότε διατυπωνόταν με επιφύλαξη από τους συγγραφείς.
Αν πάλι ανατρέξουμε στις βάσεις δεδομένων της Eurostat και επιλέξουμε ως δείκτη αντί του ΑΕΠ ή του κατά κεφαλήν ΑΕΠ το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό εισόδημα σε ισοδυναμία αγοραστικής δύναμης, που δίνει καλύτερη εικόνα για συγκρίσεις ανάμεσα στις χώρες καθώς λαμβάνει υπόψη τα επίπεδα τιμών της κάθε χώρας –ως γνωστόν η Ελλάδα είναι πλέον μια χώρα με πολύ χαμηλούς μισθούς και πολύ υψηλές τιμές, στην οποία οι φτωχοί εργαζόμενοι δυσκολεύονται να καλύψουν τις βιοτικές τους ανάγκες–, έχουμε πολύ πιο γκρίζα εικόνα.
62% του μέσου κοινοτικού
Από τον δείκτη φαίνεται πως η Ελλάδα (πίσω από τη στατιστική: ο μισθοσυντήρητος ελλαδικός πληθυσμός, που συμπεριλαμβάνει και τους μόνιμα εγκαταστημένους ξένους) είναι ο μεγάλος χαμένος της εθνικής περιπέτειας με το ευρώ. Ετσι, 20 χρόνια μετά την είσοδο της χώρας στο κοινό νόμισμα και έντεκα χρόνια μετά τη χρεοκοπία έχει κατρακυλήσει στον πάτο όχι μόνο της ευρωζώνης των 19 κρατών-μελών πλέον, αλλά και της EE των 27, με το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό εισόδημα σε όρους ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης το 2020 να φτάνει στο 62% του μέσου κοινοτικού, τοποθετώντας την σε καλύτερη θέση μόνο από τη Βουλγαρία και σε χαμηλότερη θέση από όλες τις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είτε έχουν ευρώ είτε εθνικό νόμισμα. Μάλιστα ήταν στην ίδια προτελευταία θέση όχι μόνο το 2020, λόγω της μεγάλης ύφεσης της πανδημίας, αλλά και το 2019.
Πάνω μόνο από τη Βουλγαρία
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως στην Ελλάδα οι χαμηλοί μισθοί αγοράζουν λιγότερα αγαθά απ’ ό,τι σε άλλες χώρες, ακόμη και με χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ (π.χ. Ρουμανία, Κροατία), γιατί η χώρα έχει υψηλές τιμές. Η χώρα λοιπόν έχει χαμηλούς μισθούς –διότι μειώθηκαν με τα μνημονιακά μέτρα για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και μια κυβέρνηση που ακόμη και τώρα δεν θέλει να ανέβουν οι μισθοί για να μην πληγεί η ανταγωνιστικότητα… και πάμε ξανά σε μνημόνια, κατ’ Αδωνη– αλλά τιμές που ανεβαίνουν. Ανεβαίνουν μάλιστα περισσότερο συγκριτικά με άλλες χώρες με πολύ υψηλότερους μισθούς και δεν γίνεται καμιά απόπειρα τιθάσευσής τους στο όνομα της ελεύθερης αγοράς.
Και αυτό μας πάει στον δραματικό ρόλο των ασύμμετρων αυξήσεων στις τιμές που επιτράπηκαν στην Ελλάδα με την είσοδό της στο ευρώ, τις οποίες καμιά από τις καθεστωτικές πένες, οι οποίες περιγράφουν αυτές τις μέρες το ελληνικό τραύμα του ευρώ με όρους όπως «μίας ανάμεσα στις πολλές χρεοκοπίες του ελληνικού κράτους και ευθυνών του εγχώριου πολιτικού συστήματος», δεν θέλει να θυμάται. Ναι, εκείνες τις μέρες προ εικοσαετίας, όταν ήρθε το ευρώ ως εργαλείο και υπόσχεση σύγκλισης, δηλαδή ανόδου των ελληνικών εισοδημάτων.
Σύγκλιση μόνο στις τιμές
Μόνο που αυτή η σύγκλιση θεωρήθηκε θεμιτό και αποδεκτό να αρχίσει από τις τιμές, με αποτέλεσμα ασύμμετρες αυξήσεις σε όλες τις τιμές της αγοράς – με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα το μπουκαλάκι νερού και το ματσάκι μαϊντανού που πήγαν από τις 50 δραχμές στα 50 λεπτά σε μία μέρα, αλλαγή που αντιπροσώπευε πραγματική αύξηση τιμής πάνω από 300%. Ετσι, μέσα σε δύο χρόνια όλες οι ελληνικές τιμές μετατράπηκαν σε «ευρωπαϊκές», δηλαδή τιμές σαν αυτές που έως τότε μας φαίνονταν απλησίαστες και βλέπαμε μόνο όταν ταξιδεύαμε σε χώρες της δυτικής Ευρώπης με τετραπλάσιους και πενταπλάσιους μισθούς από τους ελληνικούς. Και αυτό είχε γίνει τότε αποδεκτό από την κυβέρνηση Σημίτη με το σκεπτικό ότι η αγορά με τη σοφή αόρατη χείρα της κάποια στιγμή στο μέλλον θα αποκαταστήσει την ισορροπία…
Φυσικά, ακολούθησαν πολλά: το πάρτι των ελληνικών τραπεζών που για να παίρνουν παχυλά μπόνους τα στελέχη τους αύξησαν εκθετικά τον δανεισμό για στεγαστικά δάνεια κατά 350%, για καταναλωτική πίστη κατά 320% και προς τις επιχειρήσεις κατά 110% μέσα στην εξαετία 2002-08, τροφοδοτώντας μια τεράστια «φούσκα» στην αγορά ακινήτων. Η «φούσκα» του ΑΕΠ λόγω αύξησης της κατανάλωσης, ο υπερδανεισμός της κυβέρνησης Καραμανλή που πάντως ακολουθούσε τη «φούσκα» του ΑΕΠ και η αύξηση των μισθών, ιδίως των δημόσιων υπαλλήλων, και των συντάξεων.
Οταν όμως ήρθε η χρεοκοπία και τα μνημόνια οι μισθοί, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα, έπιασαν πρωτοφανή πάτο χωρίς οι τιμές να ακολουθήσουν κι αυτό συνέβη μολονότι υποτίθεται ότι το διάστημα 2013-14 η τρόικα ζητούσε και μέτρα μείωσης των τιμών. Προβλήματα ανταγωνισμού; Προσήλωση στην απεριόριστη ελευθερία της αγοράς να τιμολογεί όπως θέλει; Εκλεκτικές συγγένειες πολιτικών προσώπων με ισχυρούς επιχειρηματίες που δημιουργούν διάθεση για «χατίρια»; Ισως όλα αυτά.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα: με κατώτατο μισθό κάτω από το όριο της φτώχειας να πληρώνουμε το ηλεκτρικό ρεύμα ακριβότερα από τους Γερμανούς που έχουν πενταπλάσιους μισθούς από μας, τα τρόφιμα ακριβότερα από τον μέσο κοινοτικό όρο και τα PCR της Βιοϊατρικής δυόμισι φορές πάνω απ’ ό,τι οι Κύπριοι.