Στον πάτο της ΕΕ σε μισθούς και αγοραστική δύναμη – Γιατί το 2024 θα καταλήξουμε να είμαστε η φτωχότερη ευρωπαϊκή χώρα

Εάν κάτι θεωρείται βέβαιο στους κύκλους όσων ασχολούνται με τη Eurostat, είναι το γεγονός ότι στο τέλος του 2024 η Ελλάδα θα είναι η φτωχότερη ευρωπαϊκή χώρα, ξεπερνώντας ακόμη και τη Βουλγαρία που το 2023 κατατάχθηκε τελευταία.

Σύμφωνα με τη στατιστική απεικόνιση της Eurostat, η Ελλάδα την περασμένη χρονιά κατατάχθηκε δεύτερη από το τέλος ανάμεσα στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) σε ό,τι αφορά τον δείκτη του κατά κεφαλήν ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) εκφρασμένου σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Η χώρα μας ανταγωνίζεται τη Βουλγαρία, που από όλες τις χώρες της ΕΕ (μέσος όρος 100) κατείχε την τελευταία θέση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ με 64 μονάδες, καθώς ακολουθεί με 67 μονάδες. H Λετονία, τρίτη από το τέλος, έχει 71 μονάδες. Πρώτη χώρα, με διαφορά, είναι το Λουξεμβούργο με «σκορ» 240 μονάδες και δεύτερη η Ιρλανδία με 212.

Τα αίτια

Πώς είναι δυνατόν να δίδεται αύξηση στον κατώτατο μισθό, κάτι που συμπαρασύρει και τον μέσο μισθό, και από την άλλη η Ελλάδα, αντί να ανεβαίνει στη σχετική κατάταξη της αγοραστικής δύναμης της Eurostat, να κατέρχεται με ορμή; Πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα μετά την τελευταία αύξηση του κατώτατου μισθού τον περασμένο Απρίλιο να βρίσκεται στην 11η θέση στο σύνολο των 26 ευρωπαϊκών χωρών που έχουν κατώτατο μισθό; Η απάντηση είναι απλή. Ονομάζεται φορομπηχτική ανάπτυξη του ΑΕΠ μέσα από την άμεση και έμμεση φορολόγηση (ΦΠΑ και ειδικοί φόροι κατανάλωσης).

Οσον αφορά την έμμεση φορολογία, είναι προφανές. Με δεδομένο ότι ο ΦΠΑ (κυρίαρχος έμμεσος φόρος) προκύπτει ως ποσοστό επί της τιμής ενός προϊόντος, όσο δεν κατευνάζεται ο πληθωρισμός της απληστίας ενώ σε όλα τα επίπεδα της ενδιάμεσης εφοδιαστικής αλυσίδας μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή κυριαρχεί η αισχροκέρδεια τόσο το κράτος θα κερδίζει εις βάρος της κοινωνίας που φτωχοποιείται. Το ίδιο συμβαίνει και με το εισόδημα. Από τη στιγμή που δεν υφίσταται τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας ανάλογη με τις αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, το κράτος θα λαμβάνει περισσότερα χρήματα από τους φορολογούμενους, οι οποίοι καθίστανται έρμαια των πολιτικών Μητσοτάκη που έχει βαλθεί να φτωχοποιήσει τη συντριπτική πλειονότητα (σε ποσοστό άνω του 80%) των ελληνικών νοικοκυριών.

Για να καταλάβουμε τι προσπαθεί να πετύχει ας δούμε τον διακηρυγμένο από τον ίδιο στόχο, στο τέλος του 2027 ο μέσος μεικτός μισθός να είναι 1.500 ευρώ. Αν συμβεί, τότε ο μισθωτός των 1.500 ευρώ θα πληρώνει ετησίως στην εφορία 2.022 ευρώ και στον ΕΦΚΑ 2.912. Με τον μέσο μεικτό μισθό των 1.251 ευρώ του 2023 ο μισθωτός θα πληρώσει στην εφορία 1.302 ευρώ και στον ΕΦΚΑ 2.429. Συνεπώς προκύπτει ότι η φορολόγησή του θα αυξηθεί κατά 55,29% και οι εισφορές στον ΕΦΚΑ κατά 19,88%.

Ο κατώτατος μισθός ανά χώρα στην Ευρώπη

Εθνικό κατώτατο μισθό έχουν 22 από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ. Η Δανία, η Ιταλία, η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία δεν έχουν. Αναφορικά με τις δέκα υποψήφιες και δυνάμει υποψήφιες προς ένταξη χώρες, οι οκτώ έχουν εθνικό κατώτατο μισθό. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κοσσυφοπέδιο δεν έχουν.

Τι έκρυψε

Αυτός είναι και ο λόγος που ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην τελευταία συζήτηση για την ακρίβεια στη Βουλή, στις 24 Μαΐου, ανέφερε ότι η μόνη ριζική και μόνιμη απάντηση στις ανατιμήσεις είναι οι μόνιμες αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα για τη στήριξη των πιο ευάλωτων. Αυτό που έκρυψε ήταν η αύξηση της φορολόγησης. Αλλωστε αυτό συμπέρανε και στην τελευταία έκθεσή του ο ΟΟΣΑ, που κατέληξε σε μείωση του πραγματικού μισθού για το 2023 στην Ελλάδα κατά 0,7% σε σχέση με το 2022, αφού ναι μεν αυξήθηκε ο μέσος μεικτός μισθός κατά 6,2%, αλλά με την αφαίρεση του πληθωρισμού 4,3% η αύξηση μειώνεται στο 1,8% και με την επιβάρυνση της φορολογίας κατά 2,5% προκύπτει η μείωση της τάξης του 0,7%. Σε αυτήν όμως τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος θα πρέπει να προστεθεί η μείωση του πραγματικού μισθού του 2022 σε σχέση με το 2021, που κατά τον ΟΟΣΑ μετρήθηκε στο 7,4%.

Κάπως έτσι μαζί με το κόστος ζωής που έχει φέρει την κρίση στα ελληνικά νοικοκυριά προκύπτει ότι η Ελλάδα θα φτωχοποιείται διαρκώς και την επόμενη χρονιά θα έχουμε επισήμως τη στάμπα της φτωχότερης ευρωπαϊκής χώρας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης ενώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πανηγυρίζει για την ανάπτυξη του ΑΕΠ.

Πώς γίνεται η σύγκριση

Η μονάδα αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) είναι μια κατασκευή της Eurostat που βασίζεται στις διαφορές του επιπέδου τιμών μεταξύ των χωρών της Ευρώπης και λαμβάνει υπόψη τόσο τους μισθούς όσο και το κόστος ζωής. Σύμφωνα με τον ορισμό της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας, μία ΜΑΔ μπορεί θεωρητικά να αγοράσει την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα. Ετσι κρίνεται η σύγκριση των οικονομικών δεικτών ανάμεσα στις χώρες. Υπό αυτά τα στατιστικά δεδομένα η ΜΑΔ εξαλείφει τις διαφορές στα επίπεδα των τιμών μεταξύ των χωρών, αφού εκφράζει τον ίδιο όγκο αγαθών και υπηρεσιών σε όλες τις χώρες. Συνεπώς είναι ο ασφαλέστερος στατιστικός δείκτης για να συγκρίνει το βιοτικό επίπεδο των ευρωπαϊκών χωρών, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές στις αμοιβές και τις διαφορές στο κόστος ζωής των νοικοκυριών.

Δείτε επίσης: Χαμηλοί μισθοί και υψηλή ανεργία: Ο Γεωργιάδης βλέπει το «οξύμωρο», όχι τη δική του ευθύνη

Ο ΟΟΣΑ γκρεμίζει το αφήγημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη – Μείωση 7,4% του πραγματικού μισθού το 2022Ο ΟΟΣΑ γκρεμίζει το αφήγημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη – Μείωση 7,4% του πραγματικού μισθού το 2022

ΣΕΒ: Μνημονιακά κόλπα για κέρδη Ευρώπης και μισθούς Βουλγαρίας

 

Ετικέτες