Στοιχείο εκμετάλλευσης και πλουτισμού σε βάρος του κοινωνικού συνόλου η παράκτια ζώνη

Στοιχείο εκμετάλλευσης και πλουτισμού σε βάρος  του κοινωνικού συνόλου η παράκτια ζώνη

«Ο αιγιαλός και η παραλία εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως αντικείμενο σκληρής οικονομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ δημοσίου και επιχειρηματιών, για τους οποίους η παράκτια ζώνη αποτελεί στοιχείο εκμετάλλευσης».

Η Ελλάδα είναι προικισμένη με ένα παράκτιο σύστημα παγκόσμιας φυσικής κληρονομιάς. Διαθέτει εξαιρετικά μεγάλο μήκος ακτογραμμής, περίπου 16.300 χλμ. (όσο περίπου το 1/3 της περιφέρειας του πλανήτη), εκ των οποίων περίπου τα 1.000 χλμ. αποτελούν περιοχές υψηλής ευπάθειας, τόσο στην κλιματική αλλαγή όσο και σε ακραίες κυματικές καταστάσεις και σε άλλους τοπικούς παράγοντες, τεκτονικούς, γεωμορφολογικούς κλπ.

Ο αιγιαλός και η παραλία, ως ιδιαιτέρως ευπαθή οικοσυστήματα και κοινόχρηστα κοινωφελή αγαθά, προστατεύονται από το ίδιο το σύνταγμα τόσο στη θαλάσσια όσο και στη χερσαία ζώνη αυτών και προφανώς αποτελούν αγαθά εκτός οικονομικής συναλλαγής, λόγω του κοινόχρηστου χαρακτήρα της χρήσης τους και του δικαιώματος ελεύθερης πρόσβασης του κοινού σε αυτά.

Η χερσαία ζώνη λιμένος, οι χώροι του αιγιαλού και οι συνεχόμενοι παραλιακοί χώροι αποτελούν κοινόχρηστους χώρους, προοριζόμενοι για έργα και εγκαταστάσεις που εξυπηρετούν την εμπορική, επιβατική, ναυτιλιακή, τουριστική και αλιευτική κίνηση και γενικότερα τις λειτουργικές ανάγκες του λιμένος και, επομένως, η παραχώρηση χώρου εντός της ζώνης αυτής είναι επιτρεπτή μόνο για την εξυπηρέτηση των ανωτέρω αναγκών.[1]

Ωστόσο ο αιγιαλός και η παραλία εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως αντικείμενο σκληρής οικονομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ δημοσίου και επιχειρηματιών, για τους οποίους η παράκτια ζώνη αποτελεί στοιχείο εκμετάλλευσης και πλουτισμού σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Και αυτό γιατί η πολιτική αντιμετώπιση των παράκτιων και θαλάσσιων κοινόχρηστων πόρων της χώρας μας διακρίνεται από αποσπασματική και καθαρά οικονομική σκοπιά, που θεωρεί την παράκτια ζώνη δημόσια κτήματα-φιλέτα διαθέσιμα να παραχωρηθούν άκριτα σε τρίτους. Και, παρά την αύξηση ευαισθητοποίησης εκ μέρους των πολιτών, επιχειρούνται κατά καιρούς νομοθετικές παρεμβάσεις και ρυθμίσεις που διευρύνουν τη δυνατότητα παράνομων παρεμβάσεων με σκοπό την εξασφάλιση του μέγιστου δυνατού οικονομικού ανταλλάγματος από την παραχώρηση της χρήσης τους. Γιατί παρότι η εκμετάλλευση του αιγιαλού και της παραλίας δεν μπορεί σύννομα να ενταχθεί στην οποιαδήποτε εισοδηματική πολιτική, ο εκάστοτε υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών εξακολουθεί να έχει την αρμοδιότητα για τη διαχείρισή τους.

Είναι γεγονός ότι η αξία των οικοσυστημάτων που δημιουργούνται στη συνεύρεση στερεάς και θάλασσας δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί, παρά την αφύπνιση για θέματα προστασίας περιβάλλοντος και αειφόρου ανάπτυξης και τις διεθνείς και εθνικές διατάξεις που προστατεύουν τα εν λόγω οικοσυστήματα.

Όμως οι μακροχρόνιες μεταβολές της στάθμης της θάλασσας και οι παροδικές ακραίες καταστάσεις αγγίζουν πλέον όλο και περισσότερους κλάδους της οικονομίας, μεταξύ των οποίων τον τουρισμό, τις χρήσεις γης και τις μεταφορές, ενώ η συχνή εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων και απρόβλεπτων φυσικών καταστροφών προκαλεί απρόβλεπτες καταστροφές και περιβαλλοντικές ζημιές, το κόστος των οποίων ανέρχεται πλέον σε πολλές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ κατ’ έτος.

Άστοχες, αποσπασματικές και κοντόφθαλμες επιλογές

Και ενώ γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο εφησυχασμού απέναντι στα παραδοσιακά και τα νέα προβλήματα που προκύπτουν από την κλιματική κρίση, συνεχίζουμε τις άστοχες, αποσπασματικές και κοντόφθαλμες αναπτυξιακές επιλογές που υποθηκεύουν την προστασία και τη βιώσιμη διαχείριση της παράκτιας ζώνης.

Για παράδειγμα, η χάραξη της οριογραμμής αιγιαλού – παραλίας, που αποτελεί εξαιρετικά κρίσιμο και επείγον θέμα, για γνωστούς μικροπολιτικούς και πελατειακούς λόγους έχει παραμείνει στα θεσμικά ερμάρια για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, προκαλώντας διαχρονική βλάβη της ισόρροπης ανάπτυξης.

Η παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης αιγιαλού, παραλίας, συνεχόμενου ή παρακείμενου θαλάσσιου χώρου ή του πυθμένα με απόφαση του υπουργού Οικονομικών για την εκτέλεση έργων που εξυπηρετούν εμπορικούς, βιομηχανικούς, συγκοινωνιακούς, λιμενικούς ή άλλου είδους σκοπούς μπορεί να περιλαμβάνει και απλή χρήση αιγιαλού και παραλίας για την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών των έργων αυτών ή για άσκηση δραστηριοτήτων που εξυπηρετούν την αναψυχή του κοινού, όμως θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο οι απολύτως αναγκαίες για τον παραπάνω σκοπό μη μόνιμες και μη σταθερές κατασκευές, οι οποίες μπορούν ευχερώς να αφαιρεθούν. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα πρέπει να τηρείται ο βασικός κανόνας του δημόσιου δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο ρητά αναφέρεται ότι η παραχώρηση είναι νόμιμη μόνον εφόσον, και μετά την παραχώρηση των εν λόγω δικαιωμάτων, εξακολουθεί να εξυπηρετείται ή τουλάχιστον να μην αναιρείται η κατά τον προορισμό του πράγματος κοινή χρήση αυτού σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία.[2]

Όσον αφορά την κατάληψη παράκτιων ζωνών από αυθαίρετα κτίσματα και κατασκευές, είναι προφανές ότι αυτά θα πρέπει να κατεδαφίζονται και να απομακρύνονται υποχρεωτικά με αποκατάσταση της μορφής τους, η οποία έχει αλλοιωθεί με την ανέγερση πάσης φύσεως τεχνικού έργου, κτίσματος ή κατασκευάσματος, ώστε να εξακολουθήσουν να επιτελούν τον κατά τα ανωτέρω προορισμό τους ως κοινόχρηστα πράγματα.

Ειδικότερα, η παραχώρηση τμημάτων αιγιαλού και κοινόχρηστης παραλίας σε πρόσωπα που εκμεταλλεύονται όμορες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, κατασκηνώσεις (κάμπινγκ) και καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος δεν μπορεί να γίνεται εάν και εφόσον δεν τεθούν σαφείς και αναγκαίοι όροι για τη διασφάλιση της ελεύθερης πρόσβασης στην ακτή και της απόλαυσης των πραγμάτων εκ μέρους του κοινού, με τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των προσώπων προς τα οποία κατανέμεται η χρήση. Για εκτέλεση τεχνικών έργων επί του αιγιαλού ή της παραλίας προϋπόθεση είναι να διασφαλίζεται η αποτροπή της διάβρωσης της ακτής από τη θάλασσα, αλλά και των παρακείμενων ακτών, με τη σύνταξη ειδικής ακτομηχανικής μελέτης έπειτα από έγκριση του αρμόδιου υπουργείου.

Η χώρα μας, που σχεδιάζει πολιτικές προσαρμογής στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οφείλει να εκπονήσει και το αναγκαίο ολοκληρωμένο σχέδιο για την ευαίσθητη παράκτια ζώνη έπειτα από καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης και καθορισμό των ζωνών επικινδυνότητας κάθε παράκτιας περιοχής. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ακολουθήσει την πρακτική της οπισθοχώρησης των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και χρήσεων από παράκτιες περιοχές που πλήττονται, της τροποποίησης των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και χρήσεων, της εφαρμογής σκληρών και ήπιων τεχνικών έργων και της θέσπισης μηχανισμού συνεχούς παρακολούθησης ή/και μετεγκατάστασης κτιρίων και εγκαταστάσεων σε ασφαλέστερες και υψηλότερες τοποθεσίες.

Ο ολοκληρωμένος σχεδιασμός των παράκτιων ζωνών διασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση στις παραλίες, αναπτύσσει ζώνες προστασίας μεταξύ αιγιαλού και οικιστικής ζώνης, αποθαρρύνει πλήρως την οικιστική και επιχειρηματική ανάπτυξη σε παράκτιες περιοχές που αντιμετωπίζουν σοβαρούς κινδύνους διάβρωσης (έως και απαγόρευση χρήσεων γης).

Στις τρέχουσες πρακτικές κύριο ρόλο παίζει η συλλογική κινητοποίηση της κοινωνίας, η ισχυρή πολιτική βούληση και η σταδιακή αλλαγή νοοτροπίας και πολιτικών από τους ιθύνοντες προς την κατεύθυνση της αειφορίας σε ευθυγράμμιση με την ολοκληρωμένη διαχείριση της παράκτιας ζώνης του ομώνυμου πρωτοκόλλου ICZM (Integrated Coastal Zone Management) της Σύμβασης της Βαρκελώνης.

[1] βλ. ΣΕ 2913/1968, 1358/2001, 3397/2001, 2500/2009, πρβλ. ΣΕ 2088/2003

2 «Η, επί τη βάσει των κατ’ ιδίαν διατάξεων, παραχώρηση από την οικεία διοικητική αρχή ιδιαιτέρων δικαιοτάτων επί κοινοχρήστων πραγμάτων, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, είναι νόμιμη μόνον εάν και εφόσον, και μετά την παραχώρηση των εν λόγω δικαιωμάτων, εξακολουθεί να εξυπηρετείται ή τουλάχιστον να μην αναιρείται η κατά τον προορισμό του πράγματος κοινή χρήση αυτού. Ο κανόνας αυτός, του κατ’ αρχήν επιτρεπτού της παραχωρήσεως ιδιαιτέρων δικαιωμάτων σε κοινόχρηστα πράγματα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι εξυπηρετείται ή, τουλάχιστον, δεν αναιρείται η κοινή χρήση του πράγματος σύμφωνα με τον προορισμό του, επαναλαμβάνεται, κατά τα προεκτεθέντα, και στο ν. 2971/2001 (βλ. ΣΕ 2685/2010, πρβλ. ΣΕ 894/2008 Ολομ)»

*Η Μαργαρίτα Καραβασίλη είναι Τέως ειδική γραμματέας Επιθεώρησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας ΥΠΕΚΑ,

πρ. Παρατηρητηρίου Πολιτών για την Αειφόρο Ανάπτυξη

Documento Newsletter