Τις εθνικές γιορτές τις τιμούμε έχοντας διαβάσει τα γεγονότα που σχετίζονται με αυτές. Υπάρχουν, όμως, και άνθρωποι που υπήρξαν όχι απλώς αυτόπτες μάρτυρες, αλλά και συμπρωταγωνιστές της Ιστορίας. Όταν ήταν παιδιά, υπήρχε μόνο μία εθνική επέτειος, αυτή της 25ης Μαρτίου. Οι σελίδες της άλλης γράφονταν τότε…
Προνομιακός συνομιλητής
Ο κ. Απόστολος Πανάγος είναι ένας σεβάσμιος άνθρωπος, πάντα πρόθυμος να καταθέσει τις μνήμες του σχετικά με τη δύσκολη ζωή «τα παλιά τα χρόνια». Γέννημα-θρέμμα Ηπειρώτης. Γεννήθηκε το 1930 σε συνοικισμό της Άνω Καλεντίνης Άρτας (έδρα του Δήμου Γεωργίου Καραϊσκάκη), όπου και ζει μέχρι σήμερα. Ακμαιότατος, με αξιοθαύμαστη πνευματική διαύγεια, μονίμως πρόσχαρος… Πραγματικά προνομιακός συνομιλητής!
Στις αμέτρητες ώρες συζητήσεων μαζί του, είχα ξεχωρίσει παλαιότερα μια βιοϊστορία που σχετιζόταν με τους Ιταλούς αιχμαλώτους οι οποίοι έμειναν στην Ελλάδα μετά τη διάλυση της συμμαχίας των Ιταλών από τους Γερμανούς.
Η αφήγηση, φυσικά, ξεκινάει από την ώρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος το 1940…
Απ’ το χωράφι… στο πολεμικό μέτωπο!
«Τότε π’ γίν’κε ο πόλεμος, βάρεσαν οι καμπάνες τ’ν ίδια μέρα! Τι γένεται; Επιστράτευση! Απαράταγε ο καθενένας τ’ δ’λειά του στο χωράφι, άφ’νε το εργαλείο του, για να πάει στον πόλεμο! Απ’ το χωράφι στο μέτωπο!
Τι θα να ’καναν… Αδέρφια, δυο, τρία… Άμα ήταν τέσσερα αδέρφια, άφ’ναν τον έναν. Ή άμα ένας πατέρας είχε τέσσερα παιδιά, δεν τον έπαιρναν στον πόλεμο. Έπρεπε να ’ναι θ’κά του τα παιδιά. Ήταν ένας που ’χε τρία παιδιά και μία παραπαίδα (κορίτσι από πρώτο γάμο της συζύγου του). Αυτός πήγε στον πόλεμο κανονικά (μόνο με τα τρία είχε βιολογική συγγένεια).
Τότε ήταν νομοταγής ο κόσμος. Έγραφαν απάνω στα βιβλιάρια π’ τ’ς έδωναν στ’ς άντρες όταν απολυόνταν απ’ το στρατό. Θ’μάμαι το βιβλιάριο τ’ πατέρα μ’ έγραφε άρθρα τ’ νόμου απ’ το στρατοδικείο: “Λιποταξία εν καιρώ πολέμου… Θάνατος”! Τ’ς λιποτάκτες τ’ς τ’φέκαγαν (εκτελούσαν διά τυφεκισμού)!
Και πώς γένονταν αυτήνη η δ’λειά; Έβγαζαν ένα απόσπασμα από στρατιώτες. Είχαν όλοι τ’φέκια, αλλά σφαίρες αληθινές είχε ένας. Τ’φέκαγαν όλοι μαζί, με το παράγγελμα! Ποιος είχε τ’ σφαίρα δεν ήξερε. Αυτό θα να ’βγαινε άμα τ’φέκαγαν και σκότωναν το λιποτάχτη. Άμα δε σκοτώνονταν ο άνθρωπος (λιποτάχτης), θα προδίνονταν αυτός που ’χε τ’ σφαίρα και δεν πάτ’σε τ’ σκαντάλη!
Ο πατέρας μ’ δεν πολέμ’σε το ’40, δεν τον έπιανε (ενν. δεν συμπεριλαμβανόταν η ηλικία του στις κλάσεις προς επιστράτευση), ήταν 50 χρονών. Μέχρι το ’17 μ’ φαίνεται ότι πήραν στον πόλεμο. Εμένα ήταν κληρωτός το ’12 (δηλ. τότε ήταν σε ηλικία στράτευσης, 22 ετών). Αλλά πολέμ’σε στο Γρίμποβο, στα Γιάννενα, στο Σαραντάπορο, μέχρι στ’ Θεσσαλονίκη. Μέχρι και στον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο πολέμ’σε (ενν. β΄ βαλκανικό πόλεμο, 1913).
Συνθηκολόγησαν οι Βούλγαροι, γιατί σκιάχ’καν (σκιάχτηκαν: φοβήθηκαν). Θυμάμαι πο’ ’λεγε ο πατέρας μ’, θα πιάνονταν (συλλαμβάνονταν) όλοι οι Βούλγαροι, γιατί τ’ς ήταν κατακαμπής (στη μέση του κάμπου), δεν υπήρχε οχυρό, τίποτα».
Η κατάρρευση του κράτους
Στην αρχή, παρά το σοκ, σύμφωνα με τον συνομιλητή μου, τα πάντα φαίνονταν να λειτουργούν κανονικά – τουλάχιστον στα μάτια ενός παιδιού:
«Απ’ τ’ς 28 Οκτωμβρίου του ’40 μέχρι τον Απρίλη του ’41 π’ μπήκαν οι Γερμανοί, το κράτος δούλευε κανονικά. Θ’μάμαι ο παπάς έκανε παρακλήσεις στ’ν Παναγία για να σταματήσει ο πόλεμος. “Υγράν διοδεύσας ωσεί ξηράν και την αιγυπτίαν μοχθηρίαν διαφυγών…”.
Τότε το ’41 γίν’κε η κατάρρευση. Έκλεισαν όλα! Τότε κατάλαβαμαν πόλεμο! Και τότε έσφιξε (εντάθηκε) κι η πείνα! Όλες οι πόρτες κλειστές. Ειδικά στ’ς πόλεις πέθαιναν απ’ τ’ν πείνα. Τ’ς μάζωναν με το κάρο τ’ς πεθαμέν’ς. Ή δε μαρτύραγαν άμα πέθαινε κάνας. Για να παίρουν παραπάνω φαΐ με το δελτίο.
Πείνα; Ποιος δεν πείνασε; Αλλά τουλάχιστον δεν πέθανε κάνας απ’ τ’ν πείνα εδώ. Ε, κάτι θα ηύρισκε στον τόπο, στο χωριό. Στ’ς πόλεις τι θα να ‘βρισκε…».
Το… άτυχο ψωμί!
Επώδυνη η ερώτηση για τα υποκατάστατα τροφίμων στην περίοδο της Κατοχής…
«Αχ, τι να θυμ’θώ… Τότε πείναγαμαν όλοι, μ’κροί και μεγάλοι. Χορτάτος δεν ήταν κανένας. Δε μας έφτανε το φαΐ, γιατί είχε και πολλά στόματα το κάθε σπίτι. Υπήρχαν και σπίτια που ’χαν δέκα ψυχές (ενν. ανθρώπους).
Εκείνο π’ δε μπόρ’γα να φάω ήταν το ψωμί με ρεβιθάλευρο. Το ψωμί αυτό ήταν… άτυχο, άνοστο, χειρότερο κι απ’ το λούπινο.
Έφαγαμαν και γκορτσοψώμι. Πώς γένονταν αυτό; Μάζωναμαν τα γκόρτσα (άγρια αχλάδια, μικρά σε μέγεθος), τα ’κοβαμαν τόσαγια (τόσο δα) μ’κρά με το σ’γιά (σουγιά), τα ήλιαζαμαν και τα πάαιναμαν στο νερόμυλο να τ’ αλέσει. Γένονταν αλεύρι κι έφκιαναν ψωμί οι γ’ναίκες. Ε, κουτσοτρώ’ονταν αυτό το ψωμί, γλυκούφερνε, γιατί είναι γλυκά τα γκόρτσα.
Τα λούπινα ήταν πικρά. Όσο να τα ξεπίκριζες, έμνησκε (έμενε) η πικράδα. Μετά βασάνου αν το ’τρωγες το ψωμί από λούπινα. Άμα το ’γλεπες, φαίνονταν σα ροκίσιο (καλαμποκίσιο), αλλά άμα το ’τρωγες ήταν πικρό. Έ, άμα το ’κανες κουρκούτη με γάλα, ημέρευε λίγο (μετριαζόταν η πικρή γεύση), αφού ήταν το γάλα γλυκό.
Αλλά μας βόηθ’σαν πολύ και τα λάχανα (άγρια χόρτα). Είχε λάχανα ο τόπος. Τα ’τρωγαμαν και βρασμένα, έφκιαναμαν και πίτες, λαχανόπ’τες (χορτόπιτες), και πλαστό (είδος πίτας, αντί για φύλλα έχει πάνω και κάτω είδος κόρας με αλεύρι καλαμποκίσιο και γάλα). Αλλά δεν είχαμαν καλαμποκίσιο αλεύρι, έβαναμαν αλεύρι από λούπινο. Ε, τρώονταν ο πλαστός…».
Τι έτρωγαν τα παιδιά
Ο χρονομάρτυρας θυμάται και τι άλλο έτρωγαν τα παιδιά εκείνη τη σκληρή εποχή:
«Έκαναμαν και τ’ άλλο εμείς τα λιανοπαίδια για να στομώσουμε τ’ν πείνα. Πάαιναμαν στο λόγκο και μάζωναμαν κούμαρα γινωμένα.
Τα μάζωναμαν και τά ’βαναμαν σ’ έναν τάλαρο (ξύλινο τυροβάρελο) ή σ’ ένα καδί (ξύλινο δοχείο για κοπάνισμα γάλακτος, ώστε να παραχθεί βούτυρο) κι έβραζαν αυτά (υφίσταντο ζύμωση). Έφκιαναν οι γονέοι μας τ’ ρακή. Είναι ωραίο πιοτό. Και τότε με τον πόλεμο τ’ ρακή τ’ν έφκιαναν κρυφά απ’ το κράτος! Άμα σε καταλάβαιναν, σε τύλιγαν σε μια κόλλα χαρτί (σου έκαναν μήνυση) και πάαινες στο δικαστήργιο! Και σ’ γύρναγαν (αναποδογύριζαν) και τα καζάνια (ενν. χάλκινοι άμβυκες απόσταξης). Όπως γένεται σήμερα με το τσίπ’ρο (ενν. χωρίς άδεια).
Άναφταμαν φωτιά κι έβαναμαν μία πλάκα ποταμίσια απάνω, να μη σπάει απ’ τη φωτιά (δηλ. να είναι πυρίμαχη). Έβαναμαν ψ’λά εκεί (στην πυρακτωμένη πλάκα) ένα πλόχερο (μισή χούφτα) κούμαρα κι αυτά σε λίγο γένονταν αλοιφή, σα μαρμελάδα! Κι αυτό τό ’τρωγαμαν κι ήταν καλό! Σάματι ήταν για χόρταση αυτό; Φαΐ; Έτσι, για να ξεγελάμε τ’ν πείνα.
Έτρωγαμαν και κουκουμέλες (άγρια μανιτάρια). Ήξεραμαν ποια να μάσουμε, να μην είναι ζουρλοκοκουμέλες (παραισθησιογόνα ή δηλητηριώδη). Τ’ς έψεναμαν στ’ θράκα με λίγο αλάτι τ’ς κουκουμέλες, έτσι για να λες ότι κάτι τρως.
Και καβούρια πολλά έπιαναμαν στα ρέματα και τά ’ψεναμαν. Και τώρα π’ το λέμε, δε ματάειδα καβούρια σ’ ένα ρέμα που ’ναι εδώια παρακατούλια απ’ το σπίτι μ’.
Το καλοκαίρι κυνήγαγαμαν τα φρούτα; κορόμ’λα, κεράσια, σύκα, ό,τι ηύρισκαμαν μπροστά μας».
Τα ξυλοπόδαρα
Ο κύριος Απόστολος θυμάται ότι, για να μην περπατάνε ξυπόλητα τα παιδιά, είχαν βρει μια λύση:
«Θ’μάμαι τότε το ’40 περπάταγαμαν με τα… ξυλοπόδαρα!
Έλα να ιδείς πώς είναι… Είναι ίσιο ξύλο και στον πάτο (ενν. στο κάτω μέρος) έχει ένα σκαλάκι, μία ντ’χαλούλα (ενν. διχάλα, σημείο του ξύλου όπου μπορούσε να πατήσει κάποιος, να στηρίξει το πόδι του) απ’ το ίδιο το ξύλο. Και μ’ αυτά τα ξυλοπόδαρα περπάταγαμαν, γιατί δεν είχαμαν παπούτσια. Τα κράταγαμαν όπως τ’ν πατερίτσα, με το χέρι, ένα από ’δώ κι ένα από ’κεί. Δεν ήταν ψ’λά αυτά τα ξυλοπόδαρα, κάτω ίσια ίσια π’ δεν πάταγες στο χώμα (η απόσταση από το έδαφος ήταν ελάχιστη).
Είχαμαν τα ξυλοπόδαρα για να μη μας μπαίνουν οι κολλητσίδες στα ποδάρια, όταν περπάταγαμαν στα χωράφια. Είναι κι αγκάθια πολλά στα χωράφια, ξέρ’ς…
Αυτά τα ξυλοπόδαρα τά ’φκιαναμαν μαναχά μας εμείς τα παιδιά. Έπρεπε να βρούμε καλό ξύλο, βασταερό (ανθεκτικό), ό,τι ξύλο: πλατάνι, φιλίκι, κουμαριά…
Το πελέκαγαμαν, τό ’κοβαμαν τα ρόζια (τους ρόζους) στ’ς ντ’χάλες (διακλαδώσεις μικρών κλωναριών)… κι έτοιμα τα ξυλοπόδαρα!
Αυτά τα ξυλοπόδαρα ήταν για τα παιδιά, τα κούτσικα, δεν ήταν για τ’ς γερόντους. Δε μπόρ’γαν να περπατήσουν μ’ αυτά. Με τα ξυλοπόδαρα δε μπορείς να σταθείς ορθός, όχι. Άμα ανεβείς, πρέπει να πάρ’ς δρόμο (δηλ. να προχωρήσεις).
Εμείς τα παιδιά είχαμαν στα χέρια μας τα ξυλοπόδαρα. Άμα ήταν ο τόπος καθαρός (ενν. έδαφος χωρίς αγκάθια), περπάταγαμε έτσι, ξυπόλητοι. Κι άμα ζύγωναμαν (πλησιάζαμε) καμιά λάκα μ’ αγκάθια ή κολλητσίδες… τακ! Ανέβαιναμαν στα ξυλοπόδαρα και πέραγαμαν πέρα, έβγαιναμαν στ’ν άκρη».
Διαφορά μεταξύ Ιταλών και Γερμανών
Ζητώ από τον συνομιλητή μου να μου πει τη γνώμη του για τους κατακτητές, όπως αυτός τούς θυμόταν:
«Οι Ιταλοί ήταν πιο πράοι. Τώρα λόγω τ’ς φυλής τ’ς ήταν; Λόγω τ’ς θρησκευτικότητας; Είχαν κάπως ανθρωπιά. Οι Ιταλοί ήταν όπως οι Έλληνες. Διχτατορία είχαν! Τ’ς έβαλε ο Μουσολίνι στον πόλεμο, αφού ήταν σύμμαχοι με τ’ς Γερμανούς. Σαν και (μήπως) τον ρώτ’σε το λαό ο Μουσολίνι;
Γερμανό δεν είειδα σιμά (από κοντά). Οι Γερμανοί ήταν πιο βάρβαροι. Αγριανθρώποι! Έκαμαν πολλά εγκλήματα! Δεν έχουν μολοημό αυτά πο’ ’καναν! Δεν τα ’χει κάνει ποτέ κράτος σε κράτος αυτά πο’ ’καναν οι Γερμανοί στ’ν Ελλάδα. Κι αλλού τα ίδια έκαναν.
Είχαν τα αντίποινα! Παράδειγμα, χάλαγαν οι αντάρτες μία κολόνα απ’ το τηλέφωνο κι αυτοίνοι σκότωναν δέκα ανθρώπους για μία κολόνα!
Κάθε χινόπωρο οι Γερμανοί έκαναν περιοδείες. Κάποτε είχαν κάνει καρτέρι (ενν. ενέδρα) στο Μαραθόρεμα, εδώια παραπάνω προς το Διχομοίρι. Οι αντάρτες σκότωσαν τρεις Γερμανούς κι έπιασαν κι έναν αιχμάλωτο Γερμανό κι ήθελαν να τον σκοτώσουν. Και πήδησε (παρενέβη αποφασιστικά) ένας χωριανός από ‘δώ και δεν τ’ς άφ’κε να τον σκοτώσουν.
Τον πήρε, τον πήγε μέχρι το Ζυγό (άλλο χωριό) και το ’δ’ξε (του έδειξε) τ’ν Άρτα. Του ’πε, “εκεί οι θ’κοί σου, εκεί να πας”.
Κι άκου να ιδείς… Αυτός ο χωριανός μας π’ τον γλίτωσε κι εκείνος εκεί ο Γερμανός ματάσμιξαν στ’ Γερμανία! Ο χωριανός μας είχε πάει για δ’λειά σ’ ένα εργοστάσιο (γύρω στο 1970) κι εκεί ήταν αρχιεργάτ’ς, σα διευθυντής, αυτός ο Γερμανός!
Τον γνώρ’σε ο Γερμανός και τον τήραγε (κοιτούσε τον Έλληνα σωτήρα του)! Τον περιεργάζονταν ο Γερμανός, γιατί τον θ’μήθ’κε. Ο Καλενιώτης (κάτοικος Καλεντίνης) τον τήραγε δειλιασμένος. Με φόβο, μην τον σκοτώσει. Κι από ’δώ, από ’κεί, γνωρίστ’καν και πέρασε ζωή χαρισάμενη στ’ Γερμανία! Ανταποδόθ’κε η καλοσύνη που ’χε κάνει.
Όπως σου ’πα, οι Γερμανοί έκαναν μεγάλα αντίποινα! Κόσμο δεν ηύρισκαν στα χωριά, γιατί ήταν φευγάτοι όλοι, τρυπωμένοι μέσα στ’ς ρεματιές! Δεν ζύγωναν κι οι Γερμανοί εκεί, γιατί φ’λάονταν όσο να ’ναι, σκιάζονταν κι αυτοίνοι, ας ήταν οπλισμένοι. Δεν ήξεραν από πού θα τ’ς έρθει. Δεν άφ’καν από καλύβι για καλύβι! Τα ’καψαν, πέταγαν πετρέλαιο και ζούπαγαν (άναβαν) φωτιά.
Σε άλλη περιοδεία στο Τετράκωμο, οι αντάρτες είχαν σκοτώσει άλλους δυο Γερμανούς. Κι οι Γερμανοί πάλι έκαμαν τα ίδια αντίποινα!
Στ’ν Άρτα το έγκλημα το μεγάλο ήταν στο Κομμένο, οι Γερμανοί τ’ Χίτλερ το ’καμαν αυτό το κακό. Οι Ιταλοί δεν είχαν κάνει τίποτε εκεί».
Βιτριολική σάτιρα
Ο αφηγητής εξειδικεύει την άποψή του για τους γείτονές μας:
«Οι Ιταλοί δεν ήταν και πολεμικός λαός, γι’ αυτό τ’ς είχαμαν νικήσει στ’ν Αλβανία. Θ’μάμαι μία φημερίδα τ’ς εποχής π’ τ’ς κορόιδευε τότε π’ οπισθοχωρούσαν, όταν νίκαγαμαν εμείς: “Αλλάζουνε στρατάρχας, αλλάζουν στρατηγούς, αλλάζουνε ναυάρχους, αλλάζουν αρχηγούς. Αλλάζουνε τα πάντα στη δόλια Ιταλία, αλλάζουνε λοχίους, καθώς και επιτελεία”. Κι άλλο ένα: “Βρε Γερμανέ δικτάτορα, πόσο θα πολεμήσεις; Γιατί ο στρατός αγανάκτησε και θα οπισθοχωρήσεις”. Τα θ’μάμαι από εκειόν τον καιρό αυτά, από τότε μπιτ που ’μαν παιδάκι.
Στο Καλπάκι τ’ς καρτέρεσαν οι Έλληνες, ήταν ο Κατσιμήτρος στρατηγός τ’ς 8ης Μεραρχίας. Τ’ς λιάν’σαν τ’ς Ιταλούς στο Καλπάκι. Γιατί αυτοίνοι το ’χαν στα σότα (ήταν βέβαιοι) ότι θα περάσουν, να ’ρθουν στα Γιάννενα. Είπε ο στρατηγός “Ζωντανός εγώ και θα περάσουν αυτοίνοι στα Γιάννενα… ατ’φέκιστοι (δηλ. χωρίς να τους πυροβολήσουμε);”. Γι’ αυτό γίν’κε η μάχη στο Καλπάκι, Ελαία ήταν η παλιά ονομασία. Εκεί γίν’κε η πρώτη μάχη».
Ο ανελέητος χειμώνας
«Το ’40-41 ήταν πολύ βαρύς ο χειμώνας. Πολύ χιόνι και πολύ κρύο! Άφ’σε μας εμάς. Εμείς εδώια, είχαμαν τ’ σειρά μας (ενν. τα στοιχειώδη). Ο στρατός ο ελληνικός υπούφερνε στ’ν Αλβανία. Περισσότεροι τραυματίαι πήγαν απ’ το κρύο και λιγότεροι απ’ τ’ς μάχες. Παγοπληξία! Ξύλωναν (ξύλιαζαν) απ’ το κρύο, δεν όρ’ζαν (ένιωθαν) τα ποδάρια τ’ς απ’ το κρύο! Ήταν μέρες πολλές μες στο χιόνι. Όλο το χειμώνα. Μας τα μολόγαγαν επιζώντες απ’ το μέτωπο.
Αφού πάθαιναν κρυοπαγήματα, τ’ς πάαιναν στα νοσοκομεία και τ’ς ακρωτηρίαζαν! Δεν είχαν γλιτωμό! Δεν ήταν και τα μέσα τότε. Τι νοσοκομεία… Όλα πολέμαγαν (δηλ. όλες οι συνθήκες ήταν εναντίον).
Και γύρναγαν αυτά τα παιδιά σακάτ’δες στα σπίτια τ’ς, μ’σοί ανθρώποι, συνήθως τα ποδάρια τ’ς έκοβαν.
Ήταν ένας απ’ το Βελεντζ’κό, του ’χαν κόψει και τα δυο τα ποδάρια απ’ τα κρυοπαγήματα, έμ’νε κούτσουρο ο άνθρωπος! Αλλά ήταν παντρεμένος προτού τ’ν επιστράτευση, είχε και τρία παιδιά.
Ε, όταν έγινε το κράτος (ενν. μετά την απελευθέρωση), στ’ς αναπήρους τ’ς έβγαλε συντάξεις το κράτος, όσοι έμ’ναν απ’ αυτ’νούς π’ πολέμ’σαν».
Έρμαια της τύχης…
Η έκβαση του πολέμου το 1943 φαινόταν ότι θα είναι ευνοϊκή για τους Έλληνες, γι’ αυτό και τότε οι Γερμανοί προέβησαν στις μεγαλύτερες θηριωδίες. Το κάποτε ενιαίο μέτωπο των Ιταλο-Γερμανών κατακτητών έσπασε…
«Όταν χάλασε η συμμαχία (ενν. Γερμανών και Ιταλών), τότε, το ’43, ο Χίτλερ απαράτ’σε τ’ς Ιταλούς. Κι οι Ιταλοί έμ’ναν στα έρμα (εγκαταλείφθηκαν, έρμαια της τύχης τους)!
Δεν ξέρω τι γένονταν στ’ς πόλεις. Κάνα συσσίτιο θα είχαν, κάπου θα ηύρισκαν να φάν’. Οι Ιταλοί ανέμ’σαν (εξανεμίστηκαν, διασκορπίστηκαν) σ’ ούλα τα χωριά, έμ’ναν δούλοι. Τι θα να ’καναν… Δούλευαν στα χωράφια. Έσκαφταν… Έκαναν παλιουδ’λειές (βαριές εργασίες), εξαρτόταν κι σε τι οικογένεια θα να ’πεφταν… Σάμπως τι είχαμαν κι εμείς να τ’ς δώκουμε; Ε, ό,τι είχαμαν το μοιράζομασταν».
Κατασκευαστής ξυλοπάπουτσων
«Ήταν ένας Ιταλός αιχμάλωτος εδώ στο χωριό, τον θ’μάμαι… Πίτουρο (!) τον έλεγαν… Έτσι τον κράτ’σα (συγκράτησα) εγώ. Πέτρος γράψε εσύ… Φαντάρος ήταν αυτός. Δεν ξέρω αν ήταν έφεδρος ή κληρωτός. Αλλά δε φαίνονταν κι 20 χρονών, φαίνονταν μεγαλύτερος, κανιά εικοσιπενταριά χρονών. Κακοπορεμένος (ταλαιπωρημένος) ήταν, πού να καταλάβ’ς πόσο χρονών ήταν. Αυτός φιλουξενούνταν στα σπίτια μας. Ψωμόζηγε (ψωμοζούσε, εξασφάλιζε στοιχειωδώς τα προς το ζην).
Αυτός ο Πίτουρο τον έβριζε κάθε μέρα το Μουσολίνι π’ τ’ς κατάντ’σε έτσι…
Θα μάθαινα κι ιταλικά απ’ αυτόν… Τα θ’μάμαι μέχρι σήμερα, μο’ ’ρθεται ότι ήταν εχτέ όλα αυτά π’ σ’ λέω. Μαναχά μετράω ιταλικά, έμαθα απ’ αυτόν τον… Πίτουρο: ούνα, ντούι, τρε, κουάτρο, τσίνκουε, τσε, σέτε, ότο, νόβι-ιννιά, ντιέτσε-δέκα! Βέντι το είκοσι… Τράντα το τριάντα… Αλλά λέξεις δεν έμαθα, όχι. Δε μας άφ’νε η φτώχεια, η κακομοιριά, δε σκέπτομασταν, κι απέ (γιατί αλλιώς) θα μάθαιναμαν ιταλικά. Αλλά δε μας έκοβε τότε το κεφάλι (ήμασταν ανώριμοι)…
Αυτός ο Πίτουρο κάθονταν σε μία καλύβα με τζιάκι. Τι τζιάκι… Άναφτε φωτούλα σε μια άκρη… Ήταν λίγο απόμερα το σπίτι. Χαίρονταν ο φουκαράς άμα ήγλεπε κόσμο! Εμάς τα παιδιά π’ μας γνώρ’ζε, πέραγαμαν κάθε μέρα από ‘κεί με τα πρόβατα. Συνοϊόμασταν στα ελληνικά.
Θ’μάμαι, όταν ήταν καλός ο καιρός, δούλευε στα χωράφια, όσο καιρό έκατσε εδώ. Έσκαφτε λόγκο μ’ αριές θηρίες (τεράστια δέντρα), ξάκριαζε, ξελάκκωνε, αυγάταγε το χωράφι (το καθάριζε στην άκρη και το επέκτεινε).
Αυτός ο Πίτουρο, όταν έβρεχε και δε μπόρ’γε να κάμει όξω δ’λειές, κάθονταν μέσα στ’ν καλύβα κι πελέκαγε ξύλα, για να φκιάσει ξυλοπάπ’τσα. Να μην πάει χαμένη η μέρα. Έφκιανε παπούτσια μ’ ένα σκεπάρι. Πέλματα (ξύλινες υποτυπώδεις βάσεις), σα ντακούνια, όχι παπούτσια. Δεν ήταν εργαλεία τότε. Με το σκεπάρι κι το τσεκούρι πολέμαε (αγωνιζόταν) ο άνθρωπος… Δεν είχε ξυλοφάι για να ροκανίζει τα ξύλα (δηλ. ειδικό εργαλείο για να τα λειάνει). Έκοβε πλατάνια με τ’ν τσεκούρα, τα ’κοβε κοντά στα μέτρα τ’ς, τα ’σκ’γι (έσκιγε: έσκιζε), τα πελέκαγε κι τα ’φκιανε. Δεν υπήρχε σανίδι π’θενά τότε. Κι έκανε τα πέλματα. Από πάνω εκείνοι π’ το ’παιρναν (ενν. το ξύλινο πέλμα) έβαναν κάνα σκ’νάκι, κανιά λουρίδα, για να κρατιόται του πέλμα, ό,τι είχε ο καθένας. Και περπάταγε. Άλλος είχε κανιά λωρ’δούλα από ύφασμα, κάνα σκ’νί, ακόμα κι σύρμα, ό,τι να ’ταν. Το ’δενε αποπάνω απ’ το παπούτσι κι περπάταγε μ’ αυτά τα ξύλινα τα παπούτσια. Τι να ’κανε… Αλλά δεν ήταν για δρόμο αυτά τα παπούτσια (ενν. μεγάλη απόσταση). Τα σγαρόνια ήταν για δρόμο… Όσου να τρυπήσουν, περπάτας (περπάταγες).
Αυτός έφκιανε παπούτσια και σε μεγάλους κι σε παιδιά. Δεν έπαιρνε λεφτά. Σαν κι (μήπως) ποιος είχε λεφτά τότε… Αν το ’δωνες τίποτα να φάει… Αυτά τα ’κανε τ’ς μέρες που ’ταν μέσα, πο’ ’βρεχε. Τ’ς άλλες τ’ς μέρες έσκαφτε τα λόγκα, να βγάλουμε (εκερσώσουμε) χωράφι. Κι αυτά τα χωράφια ματάγιναν λόγκα (ξαναέγιναν δάσος), βγαίνουν κλαριά (δέντρα) σήμερα… Και πληρώνουμε και φόρο τώρα!».
Ο ανθυπολοχαγός που έσκαβε
Υπήρχε όμως κι άλλος Ιταλός στην Άνω Καλεντίνη, όπως θυμάται ο πληροφορητής:
«Ένας μπάρμπας μ’ είχε έναν Ιταλό οικότροφο που ’ταν ανθυπολοχαγός στο στρατό του. Μορφωμένος, λεβεντόπαιδο, ήξερε κι ελληνικά… Τον είχε μπιτ σα θ’κό του, γιατί ήταν άκληρος ο μπάρμπας μ’. Αυτός ο Ιταλός αν άπλωνε να σ’ δώκει κάτι, έπρεπε να του πάρ’ς…
Μαριάνη (ενν. Μαριάνο) τον έλεγαμαν εδώ. Γιάννη θα τον έλεγαν. Εμείς τον φώναζαμαν Μαριάνη. Κι αυτόν τον είχε ο μπάρμπας μ’ να σκάφτει στα χωράφια. Έσκαφτε το λόγκο κι αυτός.
Αλλά τον είχε μέσα στο σπίτι, οικείο. Δεν τον ξεχώρ’ζε ούτε σε φαΐ, ούτε σε τίποτα! Κι ήξερε κι καλά ελληνικά ο Μαριάν’ς.
Ξελακώματα, ξακριάσματα, τέτοιες δ’λειές έκαναν οι Ιταλοί αιχμάλωτοι. Δεν πήγαν ποτέ να φ’λάξουν γιδοπρόβατα, να γένουν τζιοπαναραίοι. Δεν τ’ς κατεφρόναγαν (περιφρονούσαν) ποτέ τ’ς Ιταλούς.
Ήταν σιμά το σπίτι τ’ μπάρμπα μ’, πάαινα κάθε μέρα κι τον ήγλεπα και το Μαριάνη».
No lavorare, no mangiare!
Εκείνο που θυμάται πολύ χαρακτηριστικά ο κύριος Απόστολος, παιδί τότε, ήταν η αξιοπρέπεια των Ιταλών αιχμαλώτων:
«Οι Ιταλοί που ’ταν εδώ στ’ν Απάνω Καλεντίνη ήταν καλοσούσουμοι (ευπαρουσίαστοι). Ήσυχοι, καλοί ανθρώποι…
Αυτοίνοι οι Ιταλοί αντάμωναν μεταξύ τ’ς. Αν ήταν 3-4 σ’ ένα μαχαλά (συνοικισμό), θα πάαινε ο ένας στον άλλον. Συναμεταξύ τ’ς μίλαγαν στ’ γλώσσα τ΄ς. Πού να καταλάβ’ς τι λέν’… Αλλά πολλοί ήξεραν κι ελληνικά, συνοϊόνταν (συνεννοούνταν) στα ελληνικά.
Απ’ τ’ς Ιταλούς που ’ταν εδώ στο χωριό μας δεν ακούσ’κε κανένας να κλέψει, να κάνει κανιά ατιμία… Ήταν φιλότιμοι. Είχαν φιλότιμο! Άμα άπλωναν να σ’ δώκουν κάτι, κανιά χαψούλα (μπουκίτσα) ψωμάκι, έπρεπε να το πάρ’ς. Του ’χε σε κακό αυτός π’ σ’ το ’δωνε άμα δεν το ’παιρνες. Αυτοίνοι δε μαέρευαν, ό,τι τ’ς έδωναν οι γειτόνοι. Κανιά μέρα μπορεί να τ’ς περίσσευε λίγο φαΐ, κι αυτοίνοι οι Ιταλοί το ’δωναν.
Άμα έβρεχε, έκλειγε (έκλεινε) ο καιρός και δε δούλευαν, στενοχωρεύονταν, δεν ήθελαν να φάν’, ήταν περήφανοι, δεν ήθελαν να το τρών’ χαράμι το ψωμί! “No lavorare, no mangiare” (δεν δουλεύουμε, δεν τρώμε) έλεγαν! Ε, κοντά κακότρωγαν (δηλ. αργότερα έτρωγαν “με βαριά καρδιά”). Είχαν αίσθημα, έπρεπε να δ’λέψουν για να φάν’. Δεν ήταν τεμπέληδες, να κάθονται μαναχά στ’ ατζιάκι και να π’ρώνονται (ζεσταίνονται).
Δεν έκατσαν πολύ καιρό, δεν έφτασε (συμπληρώθηκε) χρόνος που ’ταν οι Ιταλοί στο χωριό μας. Κοντά κάποιος τ’ς έμασε (συγκέντρωσε) και τ’ς γύρ’σε πίσω στ’ν πατρίδα τ’ς. Τώρα πόσοι γύρ’σαν στα σπίτια τ’ς δεν έμαθαμαν. Κι πού να μάθ’ς τότε…».
Η ισότητα της εξαθλίωσης
«Ρούχα θ’κά τ’ς δεν είχαν οι Ιταλοί. Πού θα τα ’βρισκαν… Ποιος είχε τότε ρούχα… Ε, άμα είχε κάνας διπλά ρούχα, έδωνε και στ’ς Ιταλούς, ό,τι να ‘ταν. Δε φόραγαν στρατιωτικά ρούχα. Πάν’ τα ρούχα τ’ς τα στρατιωτικά, έλιωσαν.
Ακόμα κι οι Έλληνες πάαιναν με το κοντοκάπι στ’ν εκκλησιά. Μέχρι κι ο παπάς ο ίδιος είχε κάπα! Άμα είχε, τ’ φόραε και πάαινε στ’ν εκκλησιά. Έκανε και κρύο ψόφο, δεν είχαν θέρμανση.
Ακούς εκεί, ρούχα τότε… Άμα είχα τότε τα ρούχα πο’ ’χω σήμερα… έντυνα 20 Ιταλούς! Τόσα π’κάμ’σα πο’ ’χω… Ίσια να χαλάσουν στο γιακά, ας είναι τ’ άλλο κατακαίνουργιο, το πετάς!».
Το ψόφιο μουλάρι
Μια ανάμνηση που αφορά ακραίο διατροφικό καταναγκασμό για τη συνέχεια:
«Τι άλλο θ’μάμαι… Ήταν κι άλλοι 3-4 Ιταλοί στο Τυμπά (συνοικισμός), βρέθ’καν τυχόν (τυχαία) στο χωριό μας, κι αντάμωναν. Δεν κάθονταν όλοι στο ίδιο το σπίτι. Αλλά αφού ήταν απ’ τ’ν ίδια φυλή (ενν. εθνότητα), έσμιγαν για να πουν τα θ’κά τ’ς. Το ίδιο θα να ’καμαν κι εμείς αν ήμασταν ξένοι κάπου. Ε, έτσι κι αυτοίνοι κάποτε αντάμωσαν κι ηύραν ένα μ’λάρι ψόφιο. Έκοψαν ένα κομμάτι, του πέρασαν σ’ ένα ξύλο σα σούφλα, ένας μπροστά, ένας πίσω, για να το κ’βαλήσουν. Κι του ’φεραν σ’ ένα σπίτι, σε μια θειάκω μ’ κι χάλεψαν (ζήτησαν) ένα καζάνι για να το βράσουν.
Άμα άκ’σε η θειάκω μ’ αυτό του πράμα, πιάσ’τηκε να παλαβώσει (παραλίγο να τρελαθεί). Κόντεψε να τ’ς μάσει με τα λιθάρια (να τους διώξει με πέτρες). Ξάμωσε (κινήθηκε απειλητικά) να τ’ς βαρέσει. Κι αυτοίνοι οι έρμοι πήγαν στο ποτάμι, στ’ν άκρη, να ψήσουν το κριάσι. Άναψαν φωτιά, το ’ψησαν αυτό το κριάσι, αλλά δε μπόρεσαν να το φάν’. Το πέταξαν οι φουκαράδες! Αυτά π’ σ’ λέω τά ειδα με τα μάτια μ’, ήμαν εκεί μπροστά! Ήταν κι άλλα 3-4 παιδιά απ’ τ’ γειτονιά, που’χαμαν πάει εκεί. Εμείς πήγαμαν εκεί να ιδούμε τ’ς Ιταλούς, γιατί ήμασταν και περίεργοι, ήθελαμαν να τ’ς ιδούμε.
Ήμαν παιδί 13 χρουνών, το ’43 μ’ φαίνεται ότι γίν’κε αυτό. Πήγα στου σπίτι τ’ς θειάκω μ’ κι μας τα μολόγαγε. Πήγα κι εγώ στου ποτάμι. Πάν’ τα σκ’λιά κι του πήραν αυτό του κριάσι π’ πέταξαν οι Ιταλοί. Ούτε τα σκ’λιά δε θα το ’φαγαν. Θα ‘ταν π’κρό, φαρμάκι το κριάσι! Ποιος ξέρει πόσες μέρες είχε θράσιο (ψόφιο) το μ’λάρι τότε π’ του ‘βραν (ηύραν: βρήκαν) αυτοίνοι…».
Ο ασθενής αιχμάλωτος
«Από ’δώ, απ’ τ’ν Άνω Καλεντίνη, είχαν πάει χωριανοί μας στον πόλεμο, στ’ν Αλβανία. Δυο σκοτώθ’καν. Κι ήταν και μοναχοπαίδια!
Άκου να δεις, κυρ-Βασίλη… Από μία οικογένεια είχαν πάει τρία αδέρφια κι γύρ’σαν πίσω (ενν. σώοι). Αυτοίνοι που ’ταν από ένας, σκοτώθ’καν!
Ένας δε βρέθ’κε τίποτα απ’ αυτόν! Ντιπ! Ήταν… εξαφανισθέντας! Άφαντος! Ποιος ξέρει πού σκοτώθ’κε… Σε κάνα γκρέμιο… Ή τον πήραν αιχμάλωτο… Τι γίν’κε ποιος ξέρει…
Η γ’ναίκα τ’ σκοτωμένου είχε τρία παιδιά όταν αυτός έφ’γε για τ’ν Αλβανία!
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, αυτήνη η γ’ναίκα πήρε έναν Ιταλό στο σπίτι, που ’χε αρρωστήσει αυτός. Ήταν αιχμάλωτος κι αυτός, έμ’νε στο χωριό μας.
Κι αυτός ο Ιταλός είχε τύχη, γέρεψε κι γύρ’σε στ’ν οικογένειά του. Ήταν εχούμενος. Κι έστελνε γράμματα στ’ γ’ναίκα κι στα πιδιά τ’ς να πάν’ όλοι στ’ν Ιταλία, σ’ αυτόν, για το καλό π’ το ’καμαν!
Αυτήνη η γ’ναίκα με τον Ιταλό έδ’ξε μεγάλη ψ’χή. Κι ας είχε χάσει τον άντρα τ’ς στον πόλεμο με τ’ς Ιταλούς στ’ν Αλβανία. Οι Ιταλοί μπήκαν στ’ν Αλβανία κι εκεί γίν’κε μακελειό.
Τον Ιταλό η χήρα τον ηύρε στο δρόμο εδώ στ’ν Καλεντίνη. Γκιζέραγε μαναχός του (περιφερόταν μόνος). Ποιος ξέρει πού έμνησκε (έμενε)… Πιάσε, γύρευε…
Έκανε ’μετό ο Ιταλός, κάτι νοσημένος θα ήταν. Τον σύμμασε στο σπίτι και τον γιατροπόρεψε. Έκανε ό,τι μπόρ’γε (μπορούσε). Γέρεψε ο Ιταλός. Κι όταν στάλωσε (δυνάμωσε), έκανε δ’λειές. Τον κράτ’σε χρόνο καιρό στο σπίτι. Τον είχε κι ανάγκη όσο να ’ναι. Χήρα γ’ναίκα με τρία παιδιά. Σαν και (μήπως) θα τον πλέρωνε; Πού να βρει λεπτά; Ε, φαγάκι έτρωγε κι αυτός, ό,τι είχε η γ’ναίκα. Άσυλο ήθελαν αυτοίνοι οι Ιταλοί. Κι είχαν και το φόβο. Αντάρτες ήταν ολούθε, ξένη χώρα ήταν. Αλλά δεν τ’ς πείραξε κανένας. Όχι, όχι! Εγώ δεν άκ’σα κανέναν π’ να σκότωσε Ιταλό που ’ταν… προσκυνημένος! Γιατί το κακό ακούονταν. Μπορεί να άργηγε (αργούσε) να μαθευτεί, αλλά μαθαίνονταν. Πώς έμαθαμαν παράδειγμα για το κακό π’ γίν’κε στο Κομμένο. Δεν το ’μαθαμαν τ’ν ίδια μέρα.
Είχε δυο κοπέλες κι ένα παιδί (αγόρι) η χήρα. Το παιδί γίν’κε δραγάτ’ς λόγω τ’ πατέρα του, που ’ταν θύμα πολέμου. Όταν γίν’κε προκήρυξη για αγροφυλάκους, τον πήραν αυτόν γιατί είχε χάσει τον πατέρα του».
**
Ασφαλώς το άρθρο σε καμία περίπτωση δεν έχει σκοπό να… αγιοποιήσει τους Ιταλούς κατακτητές. Είναι απλώς ένα ψήγμα της μικροϊστορίας, μια άγνωστη εν πολλοίς πτυχή του πολέμου. Ο κύριος Απόστολος τονίζει εν κατακλείδι: «Τι έφταιγαν τα παιδιά, οι Ιταλοί… Παιδάκια ήταν αυτά… Κρίμα… Στρατιώτες επιστρατευμένοι… Κι αυτά μανάδες τα ’χαν… Ούτε ο λαός… Τι… Οι οικογένειες θέλουν πόλεμο; Δε φταίν’ τίποτα. Τον πόλεμο τον κάνουν οι τρανοί, αυτοίνοι π’ κυβερνάν’…».
*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, κλασικός φιλόλογος, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Πηγή: maxitisartas.gr