Μια ανάσα από την ολοκλήρωση των ανακρίσεων βρίσκεται δικογραφία που έχει σχηματιστεί σε βάρος προέδρων και μελών των διοικήσεων της ΛΑΡΚΟ από τον Νοέμβριο του 2011 έως και το 2014, οι οποίοι κατηγορούνται για απιστία σε βαθμό κακουργήματος, από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, που φέρεται να έχει ζημιώσει την εταιρεία με τουλάχιστον 41.779.937 ευρώ.
Η κατηγορία έχει απαγγελθεί σε περισσότερα από 15 πρόσωπα και αφορά την επίμονη και διαχρονική άρνηση των διοικούντων την εταιρεία να εφαρμόσουν, «καταχρώμενοι τη διακριτική ευχέρεια που τους παρείχε η διαχειριστική τους εξουσία», τον μνημονιακό νόμο για το ενιαίο μισθολόγιο στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Αρνούνταν, εν ολίγοις, να προχωρήσουν σε περικοπές αποδοχών ιδιαίτερα υψηλών για την εποχή και ειδικά για τα golden boys της ΛΑΡΚΟ, όπως συνέβη σε όλους τους εργαζόμενους στη χώρα. Μάλιστα, ενώ η ποινική δίωξη έχει ασκηθεί από το περασμένο καλοκαίρι και οι κατηγορούμενοι έχουν ήδη απολογηθεί στον ανακριτή διαφθοράς Νικόλαο Τσιρώνη, ο οποίος σε κάποιους έχει επιβάλει και περιοριστικούς όρους, η κατάσταση στην εταιρεία παραμένει ίδια ακόμα και μέχρι σήμερα.
Αν και, όπως τονίζεται στο σχετικό εισαγγελικό πόρισμα: «Ολοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στη νομοθετική διάταξη που έπρεπε να εφαρμοστεί άμεσα», το προσωπικό της ΛΑΡΚΟ δεν υπέστη καμία μείωση, που ήταν απαραίτητη και για την οικονομική βιωσιμότητα της επιχείρησης, «η οποία βρίσκεται σε κατάσταση πτώχευσης». Αντίθετα, η εταιρεία προχώρησε σε πρόσληψη 200 νέων εργαζομένων, «επιβαρύνοντας την περιουσία της, καθώς ήταν και εξακολουθεί να είναι σε αρνητική καθαρή θέση, όσο και του ελληνικού δημοσίου, που ζημιώνεται εμμέσως ως προς την ιδιωτική του περιουσία, ως κάτοχος του 55,19% των μετοχών της».
Σύμφωνα με την τελευταία διοίκηση, που δεν εμπλέκεται ποινικά, οι μόνες –ετεροχρονισμένες– μειώσεις σε μισθούς έπληξαν ορισμένα golden boys οι απολαβές των οποίων ήταν προκλητικά υψηλές και ξεπερνούσαν ακόμη και αποδοχές προέδρων της εταιρείας. Οι διευθύνοντες, επικαλούμενοι γνωματεύσεις συνταγματολόγων, εμμένουν ακόμα και μετά την ποινική εξέλιξη της υπόθεσης στην άποψη ότι οι περικοπές της κρίσης δεν αγγίζουν τη ΛΑΡΚΟ επειδή δεν εντάσσεται στο ενιαίο μισθολόγιο.
Από το πολυσέλιδο όμως πόρισμα της επίκουρης εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος Ελένης Μιχαλοπούλου, η οποία διενήργησε την προκαταρκτική εξέταση, προκύπτει ότι επανειλημμένως είχε τεθεί εγγράφως υπόψη των υπευθύνων η επίσημη άποψη του δημοσίου ότι η ΛΑΡΚΟ υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του σχετικού άρθρου (31 παρ. 1) του νόμου 4024/2011.
Το κατηγορητήριο της εισαγγελέα
Η κατηγορία που είχε παραγγελθεί για τουλάχιστον δύο προέδρους ΔΣ, τους Αναστάσιο Μπαράκο και Κωνσταντίνο Μπόμπη (ο τρίτος εμπλεκόμενος πρόεδρος απεβίωσε), και τα διοικητικά τους συμβούλια αναφέρει: «Από Νοέμβριο του 2011 έως και το 2014, συνεχίζοντας έως και σήμερα, αν και όφειλαν, ως αποκλειστικοί εκ του καταστατικού αρμόδιοι και υποχρεωμένοι εκ του νόμου να προβούν σε περικοπή της μισθοδοσίας εργατικού – υπαλληλικού προσωπικού, δεν εφάρμοσαν το νομικό πλαίσιο, ισχυριζόμενοι ότι η εταιρεία δεν υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 4024/2011 και εξακολούθησαν να εμμένουν σ’ αυτό, ακόμη κι όταν οι απαντήσεις από τον αρμόδιο φορέα (υπουργείο Οικονομικών) επέλυαν το –δήθεν υφιστάμενο– νομικό ζήτημα.
Σκοπός τους ήταν να μην εφαρμοστεί το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο όπως έγινε και με τους υπόλοιπους υπόχρεους φορείς, και γι’ αυτό έθεσαν το ζήτημα σε διαπραγμάτευση με τους εργαζόμενους αναβάλλοντας διαρκώς τη λήψη απόφασης, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει ληφθεί. Η δε επίκληση στην προσφυγή στη Δικαιοσύνη, πέραν των ελαχίστων ημερών που διήρκεσε η προσωρινή διαταγή στα πλαίσια των ασφαλιστικών μέτρων, δεν συνιστά λόγο μη εφαρμογής του νόμου, καθόσον επί της τακτικής αγωγής που ασκήθηκε κατόπιν συναινετικών αναβολών, η υπόθεση ματαιώθηκε, χωρίς ποτέ να εκδοθεί απόφαση και χωρίς ποτέ το ΔΣ να εφαρμόσει το ισχύον δίκαιο».
Οπως τονίζεται:
* «Η βιωσιμότητα της επιχείρησης συναρτάται άμεσα με τη διακινδύνευση της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου, το οποίο από το 2009 κατέχει την πλειοψηφία του μετοχικού της κεφαλαίου. Τα δε έσοδα από την εκμετάλλευση του πακέτου των μετοχών αυτών ή την επωφελή πώλησή του συνιστούν έσοδα του ΤΑΙΠΕΔ, τα οποία διατίθενται στην αποπληρωμή του δημοσίου χρέους».
* «Από επιστολή (6ος/2014) του ΤΑΙΠΕΔ προς τον τότε Υπουργό Οικονομικών προκύπτει ότι η ΛΑΡΚΟ είναι σε κατάσταση οξείας οικονομικής δυσχέρειας, βρίσκεται πρακτικώς σε κατάσταση χρεοκοπίας και αντιμετωπίζει παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών της κατά τρόπο γενικό».
Για το χατίρι των golden boys
Αξιοσημείωτο είναι και το σκεπτικό των ιθυνόντων της ΛΑΡΚΟ, όπως προκύπτει από επιστολή του πρώην προέδρου της Αν. Μπαράκου προς την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών. Μεταξύ άλλων αναφερόταν ότι «οποιαδήποτε μείωση των αποδοχών του προσωπικού, οι οποίες είναι σταθερές από το 2007, δεν πρόκειται να αυξήσει την ήδη υφιστάμενη ανταγωνιστικότητα της εταιρείας αλλά αντίθετα θα την πλήξει καίρια, ιδιαίτερα σε επίπεδο στελεχών, η διαρροή των οποίων προς τις ανταγωνιστικές εταιρείες θεωρείται βέβαιη, με κίνδυνο σταδιακής αποστελέχωσής της».
Η εισαγγελέας αποδομώντας και τον ισχυρισμό ότι «το ΔΣ από κοινού με το ΤΑΙΠΕΔ αναζητούσαν λύση περί της νομικής ασάφειας του νομικού ζητήματος της υπαγωγής ή μη της ΛΑΡΚΟ στις διατάξεις του επίμαχου νόμου» επισημαίνει: «Δεν είναι αληθής. Η πάγια θέση του ΤΑΙΠΕΔ είναι ότι η ΛΑΡΚΟ υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου».
Τονίζεται πάντως ότι η δικογραφία ως προς το σκέλος που αφορά τις αποδοχές του ΔΣ τέθηκε εν μέρει στο αρχείο, καθώς με αποφάσεις των τακτικών γενικών συνελεύσεων αυτές διαμορφώθηκαν σύμφωνα με τα οριζόμενα στον νόμο.