Από το φθινόπωρο 2020 οι φορείς της αγοράς δημοσίευαν έρευνες που έδειχναν, πως η πανδημία, σε συνδυασμό με τα περιοριστικά μέτρα που τη συνόδευαν, οδηγούσαν τις μικρομεσαίες και μικρές επιχειρήσεις σε δραματική υπερχρέωση που εγκυμονούσε μαζικά λουκέτα.
Τον Σεπτέμβριο 2020, η έρευνα του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ κατέγραψε πως μετά το πρώτο lock down, 1 στις 5 επιχειρήσεις αδυνατούσε να εξυπηρετήσει τραπεζικά δάνεια και χρώσταγε ενοίκια ενώ 1 στις 4 αδυνατούσε να πληρώσει οφειλές προς Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία και προμηθευτές. Μία στις 3 επιχειρήσεις εξέφραζε το φόβο ότι θα βάλει λουκέτο.
Στα τέλη Δεκεμβρίου 2020, η έρευνα του Επαγγελματικού Επιμελητήριου Αθηνών έδειχνε πως το 14% των επιχειρήσεων βρισκόταν σε αδυναμία να εξυπηρετήσει τραπεζικά δάνεια και το 30% αδυνατούσε να εξυπηρετήσει συσσωρευμένες οφειλές την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους προμηθευτές. Εδώ φόβο για λουκέτο εξέφραζε το 23% των επιχειρήσεων, στην εστίαση όμως το ποσοστό αυτό έφτανε το 41.7% και στο λιανεμπόριο το 34%.
Λιανεμπόριο Αθήνας: 7 στους 10 αδυνατούν να πληρώσουν οφειλές
Προς τα τέλη Ιανουαρίου 2021, πάλι, η έρευνα για το λιανεμπόριο της Αθήνας έδειχνε ότι 7 στους 10 μαγαζάτορες αδυνατούσαν να αποπληρώσουν τις συσσωρευμένες δανειακές, ασφαλιστικές και φορολογικές υποχρεώσεις τους, ενώ 1 στους 2 δήλωνε ότι αν γίνει ξανά lock down στο λιανεμπόριο – όπως κι έγινε – και δεν δοθεί «γενναίο» κούρεμα στα χρέη της πανδημίας, θα υποχρεωθεί να βάλει λουκέτο.
Και την περασμένη Παρασκευή 5 Μαρτίου, στο πλαίσιο διαδικτυακής εκδήλωσης της ΕΣΕΕ με τίτλο «Ιδιωτικό Χρέος και Πανδημική Κρίση», ήρθαν στη δημοσιότητα νέα, ακόμη πιο δραματικά στοιχεία σχετικά με την αδυναμία των μικρομεσαίων και μικρών επιχειρήσεων να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, με πηγή την Τράπεζα της Ελλάδας.
ΕΣΕΕ: Τι λένε τα νούμερα της ΤτΕ
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, λοιπόν, παρά τα τραπεζικά μορατόρια που εφαρμόστηκαν κατά το διάστημα Απριλίου- Δεκεμβρίου 2020 δίνοντας μια προσωρινή ανάσα στην αγορά, το ήμισυ των δανεικών υποχρεώσεων των μικρομεσαίων και μικρών επιχειρήσεων δεν εξυπηρετείται.
Συγκεκριμένα, οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις αδυνατούν να εξυπηρετήσουν το 47% των δανείων τους, ή ποσό 13,5 δισ. ευρώ σε σύνολο 28,9 δισ. ευρώ. Ακόμη χειρότερα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις με έως 9 εργαζόμενους, δεν είναι σε θέση να καταβάλλουν κανονικά τις δόσεις για το 55.4% των δανείων τους, δηλαδή για 9.5 δις ευρώ σε σύνολο 17,2 δισ. χορηγήσεων. Εκτός αυτών, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020 αύξηση παρουσίασαν και οι περισσότερες κατηγορίες οφειλών των εμπορικών επιχειρήσεων (προς Δημόσιο ασφαλιστικά ταμεία, προμηθευτές, λογαριασμούς κοινής ωφέλειας) σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Μαζικές πτωχεύσεις και λουκέτα το δεύτερο εξάμηνο του 2021
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Αν λάβουμε υπόψη
Ø ότι τελειώνουν οι Επιστρεπτέες Προκαταβολές (και ότι οι τελευταίες μοιράζουν ψίχουλα),
Ø ότι το πρόγραμμα κρατικής κάλυψης πάγιων δαπανών που θα τις διαδεχτεί δεν αφορά ρευστότητα αλλά κουπόνια για μελλοντικό συμψηφισμό οφειλών προς το Δημόσιο και
Ø ότι τα εγγυοδοτικά προγράμματα του Δημοσίου δεν καλύπτουν επιχειρήσεις με μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς τράπεζες,
όλα αυτά σημαίνουν ότι αν δεν γίνει το γενναίο «κούρεμα» των οφειλών της πανδημίας που ζητάει η αγορά, δεν υπάρχουν άλλα διαθέσιμα εργαλεία, ικανά να αντιστρέψουν το πρόβλημα της υπερχρέωσης των μικρομεσαίων και μικρών επιχειρήσεων, των οποίων τα ήδη μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα γίνουν προσεχώς κατακόκκινα.
Το γεγονός αυτό, όμως, στα πλαίσια του νέου Πτωχευτικού, που περιλαμβάνει μια πρόβλεψη περί «τεκμαρτής στάσης πληρωμών», συνεπάγεται με μαθηματική ακρίβεια πτωχεύσεις και λουκέτα για όλες εκείνες τις μικρομεσαίες, μικρές, και πολύ μικρές επιχειρήσεις (1 στις 5 για τις μεσαίες, 1 στις 3 για τις πολύ μικρές, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΓΣΕΒΕΕ και του ΕΕΑ) που τα μη εξυπηρετούμενα αυτά δάνεια αφορούν: πτωχεύσεις και λουκέτα που θα έρχονται όσο θα αίρονται τα μέτρα προστασίας και πάντως μετά την 1η Ιουνίου 2021, οπότε θα τεθεί σε ισχύ ο νέος πτωχευτικός και τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και θα πολλαπλασιάζονται ως τα τέλη του χρόνου.