Την παρέμβαση δύο κορυφαίων Αμερικανών γερουσιαστών, του Ρεπουμπλικανού Ρότζερ Γουίκερ και του Δημοκρατικού Τζακ Ριντ, προκάλεσε το σκάνδαλο που έχει ξεσπάσει στον Λευκό Οίκο, μετά την αποκάλυψη ότι ένας δημοσιογράφος προστέθηκε κατά λάθος σε ομαδική συνομιλία κορυφαίων αξιωματούχων για τα αμερικανικά πλήγματα κατά των Χούθι.
Με κοινή επιστολή τους προς τον Γενικό Επιθεωρητή του Πενταγώνου, οι δύο γερουσιαστές ζητούν να διεξαχθεί πλήρης έρευνα για τις συνθήκες υπό τις οποίες διέρρευσαν ευαίσθητες στρατιωτικές πληροφορίες μέσω της εφαρμογής Signal, την ώρα που η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί να υποβαθμίσει το ζήτημα και να μεταφέρει τις ευθύνες στον Τύπο.
Το σκάνδαλο ήρθε στο φως όταν το περιοδικό The Atlantic δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος μιας συνομιλίας στην οποία συμμετείχαν ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντι. Βανς, ανώτατοι αξιωματούχοι των υπηρεσιών πληροφοριών και ηγετικά στελέχη του Πενταγώνου. Ο αρχισυντάκτης του περιοδικού Τζέφρι Γκόλντμπεργκ είχε προστεθεί στην κλειστή συνομιλία από τον ίδιο τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Μάικ Γουόλτς.
Η γκάφα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις όχι μόνο από την αντιπολίτευση αλλά και εντός του Ρεπουμπλικανικού στρατοπέδου. «Οι πληροφορίες που ανταλλάχθηκαν στη συνομιλία μοιάζουν να είναι τέτοιας φύσης που θα έπρεπε να είχαν χαρακτηριστεί άκρως απόρρητες», δήλωσε ο Γουίκερ, ο οποίος προεδρεύει της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας. Ο Τζακ Ριντ, που είναι το κορυφαίο Δημοκρατικό μέλος της Επιτροπής, τόνισε ότι «η χρήση μη ασφαλών εφαρμογών (σσ όπως το Signal) για τέτοιου είδους συζητήσεις γεννά σοβαρά ερωτήματα για την ασφάλεια και την κρίση των αξιωματούχων που εμπλέκονται».
Ο Λευκός Οίκος, αντί να απαντήσει επί της ουσίας, πέρασε στην επίθεση, στοχοποιώντας τον δημοσιογράφο. «Δεν αρνηθήκαμε ποτέ ότι έγινε λάθος», δήλωσε η εκπρόσωπος Τύπου, προσθέτοντας πως ο Μάικ Γουόλτς ανέλαβε δημοσίως την ευθύνη.
Παρά την κατακραυγή, ο Ντόναλντ Τραμπ επέλεξε να καλύψει τον υπουργό του και να χαρακτηρίσει την υπόθεση «κυνήγι μαγισσών». Σε συνομιλία με δημοσιογράφους παραδέχθηκε ότι μια εσωτερική έρευνα του Πενταγώνου «δεν τον ενοχλεί», φρόντισε όμως να επαναφέρει την κουβέντα στην «επιτυχία της αποστολής κατά των Χούθι».
Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και η υπουργός Δικαιοσύνης Παμ Μπόντι, η οποία έσπευσε να υποβαθμίσει το περιστατικό, λέγοντας πως «επρόκειτο για ευαίσθητες, αλλά όχι άκρως απόρρητες πληροφορίες» και απέκλεισε το ενδεχόμενο ποινικής έρευνας. Μάλιστα, έσπευσε να επιβραβεύσει τη στρατιωτική επιχείρηση, χαρακτηρίζοντάς την «μεγάλη επιτυχία», όπως και τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης.
Παρά την επικοινωνιακή αντεπίθεση, το πολιτικό κόστος της υπόθεσης του σκανδάλου με το Signal μπορεί να αποδειχθεί βαρύ, καθώς η εικόνα των ανώτατων στρατιωτικών και πολιτικών στελεχών της διοίκησης να διαρρέουν εμπιστευτικές πληροφορίες σε δημοσιογράφο «κατά λάθος» δύσκολα χωνεύεται – ακόμη και από παραδοσιακούς συμμάχους του Τραμπ στο Κογκρέσο.
Το ερώτημα πλέον είναι αν η εσωτερική έρευνα του Πενταγώνου θα περιοριστεί στην επίρριψη ευθυνών σε έναν και μόνο συνεργάτη ή αν θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για τη συνολική διαχείριση ευαίσθητων πληροφοριών στην κορυφή της κυβέρνησης.