Στο γραφείο του Καρλ Μαρξ

Από τις αναμνήσεις του Πολ Λαφάργκ, γαμπρού του Καρλ Μαρξ, που σχετίζονται με τις μέρες του εγκλεισμού τις οποίες οι περισσότεροι περνάμε διαβάζοντας.

Ηταν (το γραφείο της Maitland Park Road) στον πρώτο όροφο, πληµµυρισµένο στο φως από ένα φαρδύ παράθυρο που κοίταζε στο πάρκο. Απέναντι από το παράθυρο σε κάθε πλευρά του τζακιού οι τοίχοι είχαν ράφια γεµάτα βιβλία, σωρευµένα µέχρι το ταβάνι µε εφηµερίδες και χειρόγραφα. Απέναντι από το τζάκι, στη µια πλευρά του παραθύρου βρίσκονταν δύο τραπέζια µε στοίβες από χαρτιά, βιβλία και εφηµερίδες· στη µέση του δωµατίου […] βρισκόταν ένα µικρό, απλό γραφείο και µια ξύλινη πολυθρόνα· ανάµεσα στην πολυθρόνα και τα ράφια µε τα βιβλία […] υπήρχε ένας δερµάτινος καναπές στον οποίο ο Μαρξ συνήθιζε να ξαπλώνει για ξεκούραση. Πάνω από το τζάκι υπήρχαν και άλλα βιβλία µαζί µε πούρα, σπίρτα, κουτιά µε καπνό, συνδετήρες και φωτογραφίες µε τις κόρες του, τη γυναίκα του, τον Βίλχελµ Βολφ και τον Φρίντριχ Ενγκελς.

∆ιαβάζοντας Αισχύλο και Σαίξπηρ

∆εν επέτρεψε ποτέ σε κανέναν να βάλει τα βιβλία ή τα χαρτιά του σε τάξη – ή καλύτερα σε αταξία. Γιατί η αταξία στην οποία βρίσκονταν ήταν φαινοµενική, καθετί ήταν πραγµατικά στη θέση του και ο Μαρξ έβρισκε πάντοτε αυτό που χρειαζόταν. Ακόµη και κατά τη διάρκεια συζητήσεων συχνά σταµατούσε για να δείξει σ’ ένα βιβλίο µια παράγραφο ή έναν αριθµό που µόλις είχε αναφέρει. Αυτός και το γραφείο του ήταν ένα: τα βιβλία και τα χαρτιά ήταν κάτω από τον έλεγχό του όπως τα µέλη του.

Στην τοποθέτηση των βιβλίων η τυπική συµµετρία ήταν άνευ σηµασίας για τον Μαρξ: τόµοι διαφορετικού µεγέθους και παµφλέτες βρίσκονταν µαζί. Τα τακτοποιούσε όχι σύµφωνα µε το µέγεθός τους αλλά µε βάση το περιεχόµενό τους. Τα βιβλία ήταν εργαλεία για το µυαλό του, όχι αντικείµενα πολυτελείας. «Είναι οι δούλοι µου και πρέπει να µε υπηρετούν όπως επιθυµώ» συνήθιζε να λέει. ∆εν έδινε σηµασία στο µέγεθος ή το δέσιµο, στην ποιότητα του χαρτιού ή στο τύπωµα· τσάκιζε τις σελίδες, κάλυπτε το περιθώριο και υπογράµµιζε ολόκληρες σειρές. Ποτέ δεν έγραψε σε βιβλία, αλλά κάποιες φορές δεν απέφευγε ένα θαυµαστικό ή ένα ερωτηµατικό όταν ο συγγραφέας το πήγαινε πολύ µακριά.

Το σύστηµά του να υπογραµµίζει τον διευκόλυνε να βρίσκει κάθε χωρίο που χρειαζόταν σε κάθε βιβλίο. Είχε τη συνήθεια να περνά στα τετράδια των σηµειώσεών του και να ξαναδιαβάζει τα χωρία που ήταν υπογραµµισµένα στα βιβλία του έπειτα από διαλείµµατα πολλών χρόνων µε σκοπό να τα διατηρήσει στη µνήµη του. Είχε ασυνήθιστα αξιόπιστη µνήµη, την οποία καλλιέργησε από τη νεότητά του µαθαίνοντας απέξω στίχους σε γλώσσες που δεν ήξερε […].

Ηξερε απέξω τον Χάινε και τον Γκαίτε και συχνά τους ανέφερε στις συζητήσεις του· ήταν ακούραστος αναγνώστης ποιητών όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών. Κάθε χρόνο διάβαζε Αισχύλο από το ελληνικό πρωτότυπο – τον θεωρούσε µαζί µε τον Σαίξπηρ τις µεγαλύτερες µεγαλοφυΐες της δραµατουργίας. Ο σεβασµός του για τον Σαίξπηρ δεν γνώριζε όρια: επιδιδόταν σε λεπτοµερή µελέτη των έργων του και γνώριζε ακόµη και τους λιγότερο σηµαντικούς χαρακτήρες του. Ολόκληρη η οικογένειά του είχε πραγµατική λατρεία για τον µεγάλο Αγγλο δραµατουργό· οι τρεις κόρες του ήξεραν πολλά έργα του απέξω. Οταν µετά το 1848 θέλησε να τελειοποιήσει τη γνώση των αγγλικών του, τα οποία ήδη διάβαζε, έψαξε και ταξινόµησε όλες τις χαρακτηριστικές εκφράσεις του Σαίξπηρ. Το ίδιο έκανε και για ένα µέρος του πολεµικού έργου του Ουίλιαµ Κόµπετ, που τον είχε σε µεγάλη εκτίµηση. Ο ∆άντης και ο Ρόµπερτ Μπερνς συγκαταλέγονταν στους αγαπηµένους του ποιητές και άκουγε µε µεγάλη ευχαρίστηση τις κόρες του να απαγγέλλουν ή να τραγουδούν τις σάτιρες ή τις µπαλάντες του Σκωτσέζου ποιητή.

Ενας ακατάβλητος και ακούραστος µελετητής

Ο Μαρξ για να ξεκουραστεί βηµάτιζε µες στο δωµάτιο. Από την πόρτα έως το παράθυρο η πατηµένη διαδροµή θύµιζε µονοπάτι στο λιβάδι. Κάπου κάπου ξάπλωνε στον καναπέ και διάβαζε κανένα µυθιστόρηµα· κάποιες φορές διάβαζε δύο ή και τρία ταυτόχρονα περνώντας από το ένα στο άλλο. Οπως ο ∆αρβίνος, ήταν αχόρταγος αναγνώστης µυθιστορηµάτων, µε προτίµηση σε αυτά του 18ου αιώνα και ειδικά στο «Τοµ Τζόουνς» του Φίλντινγκ. Από τους σύγχρονούς του συγγραφείς έβρισκε περισσότερο ενδιαφέροντες τους Πολ ντε Κοκ, Τσαρλς Λεβέρ, Αλέξανδρο ∆ουµά (πατέρα) και Oυόλτερ Σκοτ, του οποίου το «Old mortality» θεωρούσε αριστούργηµα. Είχε ιδιαίτερη προτίµηση στις ιστορίες περιπέτειας και χιούµορ.

Τοποθετούσε τους Θερβάντες και Μπαλζάκ πάνω απ’ όλους τους µυθιστοριογράφους. Στον «∆ον Κιχώτη» είδε το έπος της θνήσκουσας ιπποσύνης της οποίας οι αρετές θα γίνονταν αντικείµενο κοροϊδίας και χλευασµού στον ανερχόµενο αστικό κόσµο. Θαύµαζε τόσο πολύ τον Μπαλζάκ που σκόπευε να γράψει µια κριτική για το µεγάλο του έργο «Ανθρώπινη κωµωδία» µόλις ολοκλήρωνε την οικονοµική του εργασία. Θεωρούσε τον Μπαλζάκ όχι µόνο ιστορικό της εποχής του αλλά και προφητικό δηµιουργό χαρακτήρων που ήταν ακόµη σε εµβρυακή µορφή στις µέρες του Λουδοβίκου-Φίλιππου και δεν αναπτύχθηκαν ολοκληρωτικά παρά επί Ναπολέοντα Γ΄. Εκτός από ποιητές και µυθιστοριογράφους ο Μαρξ είχε έναν πρωτότυπο τρόπο να χαλαρώνει πνευµατικά: τα µαθηµατικά, στα οποία είχε ιδιαίτερη προτίµηση. Εβρισκε στα ανώτερα µαθηµατικά την πιο λογική και ταυτόχρονα την πιο απλή µορφή της διαλεκτικής κίνησης.

Η βιβλιοθήκη του Μαρξ αριθµούσε πάνω από χίλιους τόµους επιµελώς συγκεντρωµένους στη διάρκεια της ισόβιας µελέτης του, η οποία όµως δεν του αρκούσε. Τη νύχτα κοιµόταν σε προχωρηµένη ώρα και το πρωί ξυπνούσε πάντοτε µεταξύ οκτώ και εννιά, έπινε σκέτο καφέ, ξεφύλλιζε τις εφηµερίδες και πήγαινε στο γραφείο του όπου δούλευε έως τις δύο ή τις τρεις τη νύχτα. ∆εν διέκοπτε παρά µόνο για να γευµατίσει και, όταν το επέτρεπε ο καιρός, για έναν βραδινό περίπατο στο Hampstead Heath. Κάποιες φορές κοιµόταν µια δυο ώρες στον καναπέ του κατά τη διάρκεια της ηµέρας. Οταν ήταν νέος συχνά διάβαζε όλη τη νύχτα…

INF0

Μετάφραση του Παναγιώτη Μανιάτη από το www.marxists.org

Ο Παναγιώτης Μανιάτης είναι συγγραφέας

Ετικέτες