Στην Ελλάδα η οπτικοακουστική βιοµηχανία υπήρξε για πολλά χρόνια ένας κοιµώµενος γίγαντας, αφού µέχρι την ίδρυση του Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ) και τη θεσµοθέτηση των κινήτρων ενίσχυσης της οπτικοακουστικής παραγωγής (cash rebate/tax relief), όλα επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούσε ένα πεδίο εγκλωβισµένο στη λειτουργία µιας κλειστοφοβικής τηλεοπτικής αγοράς, όπου σχεδόν το 85% των εσόδων της διαφηµιστικής αγοράς διοχετευόταν σε τρεις µεγάλους µιντιακούς οµίλους.
Η οπτικοακουστική βιοµηχανία ήταν ουσιαστικά παρατηµένη στην τύχη της. Υπήρχαν προφανώς νησίδες έµπνευσης και αυθεντικού ταλέντου, οι οποίες όµως χάνονταν στον µεγάλο ωκεανό των εισαγόµενων φορµάτ, της τουρκικής σαπουνόπερας και των φτηνών σίριαλ στην Κύπρο ή των ριάλιτι. Η εγχώρια κινηµατογραφική αγορά ήταν µικρή και υποχρηµατοδοτούµενη συγκριτικά µε το σύνολο σχεδόν των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώ η τηλεοπτική αγορά βασιζόταν στον υπέρογκο δανεισµό (ενίοτε µε αέρα) των καναλιών από τις τράπεζες, τις οποίες έσωσε στη συνέχεια ο ελληνικός λαός µε χρήµατα από το υστέρηµά του. Η ανάπτυξη και η δηµιουργία ενός ανταγωνιστικού οικοσυστήµατος οπτικοακουστικής δηµιουργίας δεν αποτέλεσαν µέληµα ούτε προτεραιότητα κανενός από τους εκάστοτε αρµόδιους υπουργούς. Παρότι είναι αλήθεια, διάφορες εξαγγελίες διαδέχονταν τακτικά η µία την άλλη.
Ως αποτέλεσµα, η χώρα που γέννησε το θέατρο, το δράµα και τη µυθοπλασία δεν υπήρχε στον σχεδιασµό των διεθνών παραγωγών και των µεγάλων στούντιο. Κι αυτό σε µια εποχή που η βιοµηχανία των media και ο κόσµος της ψυχαγωγίας άλλαξαν δραµατικά µε το σύγχρονο τηλεοπτικό φαινόµενο των cinematic τηλεοπτικών σειρών (it’s not TV, it’s HBO) και την επέλαση της streaming εµπειρίας από τις πλατφόρµες, αρχικά του Netflix και της Amazon. Οπως χαρακτηριστικά και εύγλωττα αναφέρει σε σχετική µελέτη ο καθηγητής στη Σχολή Κινηµατογραφικών Τεχνών στο Πανεπιστήµιο της Νότιας Καλιφόρνιας, Τζέισον Σκουάιρ: «…την τελευταία δεκαετία έχουν συµβεί πολύ πιο ιστορικές αλλαγές από αυτές που έγιναν συνολικά από την εποχή του βωβού κινηµατογράφου».
Η Ελλάδα όµως προχωρούσε σε άλλη κατεύθυνση. Σε αντίθεση µε τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, δεν είχε ένα µηχανισµό για να προσελκύει επενδύσεις από το εξωτερικό για την παραγωγή και τη συµπαραγωγή κινηµατογραφικών ή τηλεοπτικών παραγωγών. Τα γυρίσµατα ακόµη και έργων µε αρχαιοελληνική θεµατολογία πραγµατοποιούνταν σε άλλες χώρες.
Και αυτό έχει ιδιαίτερη σηµασία, αν αναλογιστούµε ότι η ελληνική µυθολογία αποτελεί το δεύτερο συχνότερο θέµα έµπνευσης στην ιστορία του παγκόσµιου κινηµατογράφου µετά τη Βίβλο. Μέχρι σήµερα περίπου 175 ταινίες και τηλεοπτικές σειρές έχουν εµπνευστεί από αρχαιοελληνικούς ήρωες και µύθους, αν και σχεδόν καµία από αυτές δεν έχει γυριστεί στην Ελλάδα. Και φυσικά δεν υπάρχει µόνο το αρχαιοελληνικό παρελθόν που µπορεί να εµπνεύσει ηθοποιούς, κινηµατογραφιστές και σεναριογράφους.
Το 2015, όταν η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ανέλαβε τα ηνία της χώρας, οι δηµόσιοι πόροι για τη στήριξη οπτικοακουστικών έργων και µυθοπλασίας ήταν της τάξης των 5-7 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για πόρους που προέρχονταν µόνο από την Cosmote, τη Nova, το Ελληνικό Κέντρο Κινηµατογράφου και την ΕΡΤ, η οποία στο µεταξύ είχε κλείσει. Το θεσµοθετηµένο τέλος του 1,5% υπέρ του κινηµατογράφου δεν πληρώθηκε ποτέ από τα υπόλοιπα κανάλια. Με σχεδόν ηρωικές προσπάθειες, όµως, οι δηµιουργοί συνέχιζαν πεισµατικά να παράγουν και να στέλνουν µε επιτυχία τα έργα τους στα διεθνή φεστιβάλ παρά τους ελάχιστους πόρους και τη γραφειοκρατία.
Απούσα η Ελλάδα από τη χρυσή εποχή της TV
Σηµαντικοί θεσµοί, όπως το Ινστιτούτο Οπτικοακουστικών Μέσων (ΙΟΜ) και το Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο (ΕΟΑ), είχαν επίσης την τύχη της ΕΡΤ – έκλεισαν. Και φυσικά τα κανάλια λειτουργούσαν παρανόµως δίχως άδεια, η έννοια της υψηλής ευκρίνειας και η υβριδική τηλεόραση (δες ΕΡΤflix) δεν υπήρχαν, δεν είχε γίνει κατοχύρωση και συντονισµός συχνοτήτων µε τις όµορες χώρες, το τηλεοπτικό σήµα χανόταν σε πολλές περιοχές, οι κινηµατογραφικές αίθουσες έκλειναν, ο κλάδος συνολικά βρισκόταν σε απόλυτο µαρασµό και οι εργαζόµενοι στον χώρο της τηλεόρασης και του κινηµατογράφου σε απόγνωση. Συνολικά ο οπτικοακουστικός τοµέας ήταν παγιδευµένος σε µια σπείρα περιορισµένης ζήτησης, αποεπένδυσης και θεσµο-ρυθµιστικής αδράνειας, µε αποτέλεσµα την απώλεια του 60% της προστιθέµενης αξίας του και του 50% του κύκλου εργασιών του αντίστοιχα κατά την περίοδο 2008-14.
Την ίδια ώρα στο εξωτερικό η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Για παράδειγµα, το 2015 ήταν η χρονιά που ο Τζον Λάντγκραφ (FX Networks) καθιέρωσε τον όρο Peak TV. Πρόκειται για όρο που χρησιµοποιείται από πολλούς ακαδηµαϊκούς αναλυτές, όπως η Αµάντα Λοτζ και ο Μπαράτ Ανάντ, για να περιγράψουν τη λεγόµενη «χρυσή εποχή της τηλεόρασης» και την «οικονοµία της προσοχής», καθώς η ετήσια οπτικοακουστική παραγωγή και η streaming θέαση αυξάνονταν αλµατωδώς ξεπερνώντας τα 40 δισ. δολάρια. Το 2022 για παράδειγµα παράχθηκαν 600 νέες τηλεοπτικές σειρές µόνο στις ΗΠΑ. Το 2015 η οπτικοακουστική βιοµηχανία ήταν ένας από τους περισσότερο αναπτυσσόµενους κλάδους της οικονοµίας παγκοσµίως. Πολλές χώρες είχαν ήδη να προσφέρουν στην κοινότητα των δηµιουργών σηµαντικό πακέτο κίνητρων ώστε να προσελκύσουν περισσότερες παραγωγές στην επικράτειά τους. Μάλιστα ο ανταγωνισµός αυτός εντάθηκε και ανάµεσα σε πόλεις της ίδιας χώρας. Η φράση «There is too much TV» εξέφραζε την αυτοπεποίθηση, τον δυναµισµό αλλά και τον φόβο ότι παράγουµε τόσο ανεξέλεγκτα οπτικοακουστικό περιεχόµενο δίχως αύριο, ώστε σύντοµα θα σκάσει φούσκα, µε πρώτο και καλύτερο το Netflix. Τελικά το Netflix δεν έσκασε, αλλά αντίθετα η streaming θέαση γιγαντώθηκε ακόµη περισσότερο µετά το ξέσπασµα της πανδηµίας.
Πολύ πριν από το 2015 οι γείτονές µας είχαν µπει πολύ δυνατά στο παιχνίδι της προσέλκυσης ξένων κινηµατογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών. Η Τουρκία αποτελούσε τον δεύτερο µεγαλύτερο εξαγωγέα τηλεοπτικού περιεχοµένου µετά τις ΗΠΑ, διαµορφώνοντας ένα σαφώς πιο ελκυστικό brand για τη χώρα, την τουρκική γλώσσα και την οθωµανική κληρονοµιά. Η Κροατία αντίστοιχα βρέθηκε να φιλοξενεί εµβληµατικές παραγωγές, όπως το «Game of thrones», ενισχύοντας αισθητά και για αρκετά χρόνια τα έσοδά της από τον τουρισµό. Η Κροατία επίσης µας πλήγωσε σοβαρά «κλέβοντας» και το σίκουελ του «Mamma mia», το οποίο ακόµη και σήµερα φέρνει τουρίστες στην περιφέρεια της Θεσσαλίας. Αντίστοιχα, λίγο πιο µακριά η Ουγγαρία αποτελούσε πλέον πολύ δηµοφιλή εστία κινηµατογραφικής παραγωγής για το Χόλιγουντ. Τέλος, ολοένα και περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έβλεπαν το δικό τους περιεχόµενο να µπαίνει στους καταλόγους του Netflix και των άλλων µεγάλων ψηφιακών πλατφορµών.
Η Ελλάδα, αντίθετα και παραδόξως, αν και χώρα µε πολλά συγκριτικά πλεονεκτήµατα για λόγους ιστορικούς, κλιµατολογικούς, logistics, τουριστικής υποδοµής και ανθρώπινου δυναµικού, απωθούσε παραγωγές διεθνούς εµβέλειας λόγω έλλειψης κινήτρων, απόλυτης απουσίας θεσµικού πλαισίου και διοικητικής αδράνειας. Ετσι δεν κερδίσαµε τίποτε από την έκρηξη της Peak TV.
Τα πράγµατα όµως άλλαξαν σταδιακά από το 2015 και µετά. Πρώτα από όλα και έπειτα από µεγάλες περιπέτειες και ένα σκληρό αγώνα της κυβέρνησης της Αριστεράς για πρώτη φορά, οι ιδιοκτήτες των καναλιών πλήρωσαν για την κατοχή άδειας εθνικής εµβέλειας. Η τηλεοπτική αγορά άνοιξε, χιλιάδες θέσεις εργασίας διασφαλίστηκαν, τα κανάλια εξέπεµπαν σε υψηλή ευκρίνεια, η ΕΡΤ ήταν και πάλι πλήρως ανοιχτή και κατάφερε πρώτη να µεταδίδει το περιεχόµενό της µε όλες τις µορφές µετάδοσης σήµατος και πλήρως απεξαρτηµένη από την Digea. Από το 2018 τόνιζα ότι η ΕΡΤ διαθέτει την πιο δηµοφιλή video on demand υπηρεσία στη χώρα, καθώς λειτουργούσαν ήδη το ERT Sports και η υβριδική τηλεόραση (το σηµερινό ERTflix). Ταυτόχρονα είχαν προκύψει µια σειρά από σηµαντικές θεσµικές αλλαγές.
Αύξηση επενδύσεων και ρεκόρ
∆υο από αυτές ήταν η θεσµοθέτηση του ΕΚΟΜΕ το 2015 και η µετέπειτα λειτουργία του πρώτου επενδυτικού κινήτρου το 2017, το οποίο αφορούσε την επιστροφή µέρους του κόστους της οπτικοακουστικής παραγωγής (cash rebate). Η Ελλάδα τελικά κατάφερε να καλύψει πολύ γρήγορα το χαµένο έδαφος. Το 2020 και σχεδόν τρία χρόνια µετά την επιτυχή εφαρµογή του µέτρου η χώρα µας ήταν πρώτη στην ΕΕ σε αύξηση επενδύσεων στις τηλεοπτικές και κινηµατογραφικές παραγωγές. Σε επίπεδο εισροής επενδύσεων από το εξωτερικό η Ελλάδα παρουσίασε επίσης αξιοσηµείωτη αύξηση µέχρι το 2020. Αυτό είχε θετική επίδραση στο πεδίο της απασχόλησης στον κλάδο, η οποία έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ το 2021. Η δράση του ΕΚΟΜΕ και τα κίνητρα παραγωγής αύξησαν τον αριθµό των εταιρειών παραγωγής κινηµατογραφικών ταινιών, βίντεο, τηλεοπτικών προγραµµάτων κ.λπ. και την απασχόλησή τους κατά 34% και 16% αντίστοιχα.
Το µέτρο πέτυχε κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί βασίστηκε σε σταθερό νοµοθετικό πλαίσιο και σταθερή χρηµατοδότηση. ∆εύτερον, γιατί αντιµετωπίστηκε µε απόλυτο επαγγελµατισµό από εµάς που το οραµατιστήκαµε και το πιστέψαµε και από τους ανθρώπους του χώρου που µε τον επαγγελµατισµό τους έβγαλαν σε πέρας τις απαιτήσεις κάθε project που πραγµατοποιήθηκε στην ελληνική επικράτεια. Το µέτρο αγκαλιάστηκε από το σύνολο της οπτικοακουστικής και καλλιτεχνικής κοινότητας και δεν ήταν µια top-down προσέγγιση στη διαµόρφωση και εφαρµογή του. Είχαµε καθηµερινή επικοινωνία µε τους ανθρώπους του κλάδου, πραγµατικά ακούσαµε τις αγωνίες των ανθρώπων του χώρου, µάθαµε από αυτούς και κάναµε νοµοθετικές βελτιώσεις µε βάση τη διαδικασία διαβούλευσης. Το εργαλείο του cash rebate είχε προθεσµίες σε όλα τα στάδια διεκπεραίωσης. Ολες οι πληρωµές µέχρι τον Ιούλιο του 2019 έγιναν στην ώρα τους παρά τους αυξηµένους ελέγχους που προέβλεπαν οι νόµοι µας. Αυτό σε συνδυασµό µε τακτικές επισκέψεις και επαφές µε ξένους παραγωγούς και τον επαγγελµατισµό των Ελλήνων δηµιουργών δηµιούργησε ταχύτατα την καλή µας φήµη ως αξιόπιστου και φιλικού προς την κινηµατογράφηση προορισµού εγκατάστασης οπτικοακουστικών επενδύσεων. Οι νόµοι και οι λοιπές διατάξεις για το ΕΚΟΜΕ και τα χρηµατοδοτικά και φορολογικά κίνητρα της οπτικοακουστικής παραγωγής δεν έφεραν απλώς ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας και τουριστικά έσοδα. ∆ηµιούργησαν στην πράξη ένα οικοσύστηµα παραγωγής αξίας που διαχύθηκε στις τοπικές κοινωνίες, ενώ συνέβαλε στη συνεχή εισροή επενδύσεων από το εξωτερικό και την αλλαγή της εικόνας της χώρας, βάζοντας την Ελλάδα στον χάρτη της διεθνούς οπτικοακουστικής βιοµηχανίας.
Το τελευταίο καρφί στο φέρετρο
Σύµφωνα όµως µε τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, από το 2020 µέχρι και το 2022 παρατηρείται µαζική αποεπένδυση της τάξης των 101 εκατ. ευρώ, η οποία ακυρώνει την πρόοδο που επιτεύχθηκε τα πρώτα τρία χρόνια. Τι συνέβη εποµένως µετά το 2020; Γιατί ξαφνικά το µέτρο άρχισε να ατονεί και να χάνει την ανταποδοτική του αξία στην εθνική οικονοµία και απασχόληση, παρά την αλµατώδη του ανάπτυξη ακόµη και εν µέσω πανδηµίας;
Και εδώ έρχονται οι διαδοχικές ρυθµίσεις Πιερρακάκη (4704/2020, 4821/2021 και 4915/2022), οι οποίες καταργούν τις προθεσµίες και την υποχρέωση έκδοσης απόφασης υπουργού, ώστε να παρέχεται µεγαλύτερο αίσθηµα ασφάλειας προς τον επενδυτή αλλά και υψηλότερη αίσθηση ευθύνης του πολιτικού προσωπικού για τον έλεγχο των δικαιολογητικών. Ταυτόχρονα µειώθηκε το ελάχιστο κόστος παραγωγής ανά τηλεοπτικό επεισόδιο, µε αποτέλεσµα να εντάσσονται στο πρόγραµµα κάθε είδους παραγωγές χαµηλής πολιτιστικής στάθµης, ενώ έγινε δεκτή η αποδοχή ξένων τιµολογίων αρχικά έως το 50% του κόστους παραγωγής (µέχρι τότε το µέτρο ίσχυε µόνο για τιµολόγια που εκδίδονται στην Ελλάδα). Το πιο σηµαντικό ίσως σφάλµα στο γαϊτανάκι των λαθών ήταν η µη ορθή και συντεταγµένη στελέχωση του ΕΚΟΜΕ, ώστε να αντιµετωπίζονται στην ώρα τους και µε άρτιο τρόπο οι αιτήσεις υπαγωγής στο καθεστώς αλλά και ο έλεγχος των επενδυτικών σχεδίων, µε αποτέλεσµα να προκύψουν σοβαρότατες καθυστερήσεις στην επιστροφή των ποσών (κάποιοι µιλούν για 200 εκατ.), οι οποίες βεβαίως αποτελούν σοβαρό πλήγµα στην αξιοπιστία του µέτρου και τη φήµη της χώρας.
Ο νέος νόµος που ουσιαστικά καταργεί το ΕΚΟΜΕ, το ΕΚΚ και βάζει στον πάγο το χρηµατοδοτικό εργαλείο του cash rebate για τουλάχιστον πέντε µήνες αποτελεί το τελευταίο καρφί στο φέρετρο µιας εξαιρετικά επιτυχηµένης πολιτικής µε πολλαπλασιαστικά αποτελέσµατα για το µέλλον της χώρας. Εύλογα αναρωτιέται κανείς «γιατί;». Ποιον ωφελεί µια τέτοια πολιτική; Την οπτικοακουστική βιοµηχανία; Οχι. Τους ανθρώπους της; Οχι. Τη φήµη της χώρας; Οχι. Τις άµεσες ξένες επενδύσεις; Οχι. Ποιος τότε από το πολιτικό προσωπικό επωµίστηκε µια τέτοια ευθύνη και για ποιους µικροπολιτικούς ή προσωπικούς λόγους;