Η Διοικητική Ολομέλεια του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου στην οποία παραπέμφθηκε το ζήτημα καλείται να αποφανθεί για τη μη συμμόρφωση της Πολιτείας με δικαστικές αποφάσεις (Μισθοδικείου και Ελεγκτικού Συνεδρίου) που έκριναν αντισυνταγματική την αναδρομική μείωση των μισθών και συντάξεων των δικαστών και εισαγγελέων.
Η υπόθεση οδηγήθηκε στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπό την μορφή προδικαστικού ερωτήματος από την πρόεδρο του Δικαστηρίου, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, αφού προηγήθηκε σχετική απόφαση του Α΄ κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Σχετικά είχε προσφύγει συνταξιούχος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητώντας την ακύρωση πράξης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με την οποία αποφασίστηκε η παρακράτηση σε 6 μηνιαίες δόσεις από τη σύνταξή του, του ποσού των 3.906,42 ευρώ, το οποίο εισέπραξε αχρεωστήτως, ως εκ της αναδρομικής αναπροσαρμογής (μείωσης) της σύνταξής του, κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως 31.12.2012, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του μνημονιακού νόμου 4093/2012.
Το Α΄ κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου έκρινε κατά πλειοψηφία ότι οι διατάξεις των νόμων 4270/2014 και 4307/2014 κατά το σκέλος που αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς, αντίκεινται στις διατάξεις του Συντάγματος οι οποίες «επιτάσσουν την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών και συνακόλουθα των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών, προς την αρχή του κράτους δικαίου και τα άρθρα 20 και 95 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., από τα οποία, σε συνδυασμό με τα άρθρα 26 και 88 του Συντάγματος, συνάγεται η υποχρέωση συμμορφώσεως των οργάνων της Πολιτείας προς τις δικαστικές αποφάσεις».
Κι αυτό, όπως αναφέρεται στην απόφαση του Α’ κλιμακίου του Ε.Σ, ώστε η παρεχόμενη δικαστική προστασία να είναι «αποτελεσματική, προς τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρα 4 και 25 Συντάγματος), καθώς και την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου».