Στο απυρόβλητο η εισαγγελέας «μηχανή παρακολούθησης»

Στο απυρόβλητο η εισαγγελέας «μηχανή παρακολούθησης»

Να προσκομίσει στη Βουλή τα κριτήρια με τα οποία υπέγραφε τη συντριπτική πλειονότητα των αιτημάτων της ΕΥΠ

Οχι μόνο «νομιμοποίησε» τις «παρακρατικές» παρακολουθήσεις ενός πολιτικού αρχηγού και ενός δημοσιογράφου, αλλά επέτρεψε τη μετατροπή της ΕΥΠ, επί των ημερών του Κυριάκου Μητσοτάκη, σε «μηχανή παρακολουθήσεων», όπως προκύπτει με βάση τα επίσημα στοιχεία της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) για τις χιλιάδες «νόμιμες επισυνδέσεις».

Ο λόγος για την εισαγγελέα εφετών Βασιλική Βλάχου, η οποία, αν και αποσπάστηκε στην ΕΥΠ προκειμένου να ελέγχει (υποτίθεται) τη νομιμότητα των ενεργειών της υπηρεσίας, ουσιαστικά «νομιμοποίησε» παρακρατικές μεθόδους που αναδεικνύουν ένα «ανασφαλές» κράτος δικαίου, τραυματίζοντας την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας. Από τη δημοσιογραφική έρευνα του Documento και τα μέχρι στιγμής στοιχεία της σκοτεινής αυτής υπόθεσης προκύπτουν αμείλικτα ερωτήματα στα οποία η εισαγγελέας Βλάχου θα πρέπει να κληθεί να δώσει απαντήσεις ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής αλλά και της Δικαιοσύνης.

Σημείο-κλειδί είναι να διαβιβαστούν στη Βουλή οι αιτήσεις και τα πληροφοριακά δελτία της ΕΥΠ για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών Νίκου Ανδρουλάκη – Θανάση Κουκάκη, όπως και οι διατάξεις της εισαγγελέα που άναψαν το πράσινο φως για την υλοποίηση των παρακρατικών σχεδίων, οι οποίες θα πρέπει να περιέχουν τον σκοπό για τον οποίο ενέκρινε την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για έναν πολιτικό αρχηγό κι ένα δημοσιογράφο. Αυτό άλλωστε ορίζει ρητά η σχετική νομοθεσία, ενώ η εισαγγελέας θα πρέπει επίσης να εξηγήσει ποιοι ήταν οι λόγοι και οι ενδείξεις που την οδήγησαν να εγκρίνει τις συγκεκριμένες παρακολουθήσεις, κι αυτό είναι ανεξάρτητο από το αν γνώριζε ή όχι την ταυτότητα των προσώπων που κρύβονταν πίσω από τα τηλεφωνικά νούμερα.

Η ίδια άλλωστε, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΔΑΕ, είχε απορρίψει το 2021 –με ποια αιτιολογία άραγε;– μόλις το 3% των αιτήσεων άρσης απορρήτου των επικοινωνιών που είχαν υποβληθεί από την ΕΥΠ. Εκτός από αυτά, απαραίτητο είναι να διαβιβαστούν στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής οι χιλιάδες τηλεφωνικοί αριθμοί που αντιστοιχούν σε ονόματα πολιτών που παρακολουθούσε η ΕΥΠ για «εθνικούς λόγους», αλλά και τα πληροφοριακά δελτία στα οποία «εξηγούνται» οι λόγοι των «νόμιμων επισυνδέσεων» και από τα οποία πείστηκε η κ. Βλάχου να εγκρίνει σε χρόνο-ρεκόρ το 97% των αιτημάτων.

Για την εισαγγελέα Βλάχου όμως θα πρέπει να διενεργηθεί έρευνα και για ενδεχόμενες πειθαρχικές αλλά και ποινικές ευθύνες. Ο δημοσιογράφος Θ. Κουκάκης έχει εδώ και δυόμισι μήνες καταθέσει, μέσω του συνηγόρου του Ζαχαρία Κεσσέ, μήνυση κατά παντός υπευθύνου, ενώ στις 16 Αυγούστου σε υπόμνημα που κατέθεσε ενώπιον του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου ζητούσε να διερευνηθεί η ύπαρξη τυχόν ποινικών ευθυνών τόσο της εισαγγελέα Βλάχου όσο και υπαλλήλων της ΕΥΠ.

«Μεγάλος Αδελφός» για την «εθνική ασφάλεια»

Η διαδικασία για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών προβλέπεται αναλυτικά στο άρθρο 5 του ν. 2225/1994 που είχε ψηφιστεί από την τότε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, επί Ανδρέα Παπανδρέου. Στον ίδιο νόμο ορίζονται και οι σχετικές προϋποθέσεις. Σε περίπτωση που η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών αφορά λόγους εθνικής ασφάλειας, όπως επικαλείται η κυβέρνηση Μητσοτάκη για τις παρακολουθήσεις Κουκάκη και Ανδρουλάκη, υποβάλλεται αίτηση προς τον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος, αφού μελετήσει τα στοιχεία, εκδίδει στη συνέχεια διάταξη με την οποία είτε ανάβει το πράσινο φως για τις παρακολουθήσεις είτε τις απορρίπτει.

Κατά τον ισχύοντα νόμο του 1994 η εισαγγελική διάταξη θα πρέπει να περιλαμβάνει απαραιτήτως ορισμένα στοιχεία. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται, «το όργανο που διατάσσει την άρση, τη δημόσια αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητούν την επιβολή της άρσης, το σκοπό της επιβολής της άρσης, τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, την εδαφική έκταση της εφαρμογής και τη χρονική διάρκεια της άρσης, την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης».

Σε περίπτωση που η άρση του απορρήτου αφορά τη διακρίβωση εγκλημάτων, τα στοιχεία που θα πρέπει να περιέχονται στην εισαγγελική διάταξη είναι ακόμη πιο αναλυτικά. Συγκεκριμένα, εκτός από τα παραπάνω θα πρέπει να περιέχονται «το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης», «η διεύθυνση διαμονής τους» και «η αιτιολογία επιβολής της».

Αντιλαμβάνεται κανείς ότι είναι άλλα τα δεδομένα σε ό,τι αφορά τη διαφάνεια των παρακολουθήσεων όταν πρόκειται για παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας και άλλα όταν πρόκειται για τη διακρίβωση εγκληματικών πράξεων. Η διατύπωση του νόμου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από «θολή» έως «αόριστη» στην περίπτωση της εθνικής ασφάλειας, ενώ αφήνει ορθάνοικτο παράθυρο για κατάχρηση ή καταστρατήγηση του θεσμικού πλαισίου.

Οπως έγραψε σε άρθρο της σχολιάζοντας τη νομοθεσία για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών η πρώην αρεοπαγίτης και πρώην υπηρεσιακή πρωθυπουργός Βασιλική Θάνου, «προκύπτει, επομένως, ότι οι εγγυήσεις (νομικές και δικαστικές) για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας είναι εμφανώς πολύ περιορισμένες σε σχέση με εκείνες για την άρση του απορρήτου προς διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι αφήνεται το περιθώριο, για να γίνεται καταστρατήγηση του νόμου από κάποιους, οι οποίοι κάνουν ερμηνεία, κατά τρόπο ευρύ, αυθαίρετο και καταχρηστικό του όρου “δημόσια ασφάλεια”».

Η ανώτατη δικαστικός βάζει στο «κάδρο των ευθυνών» την εισαγγελέα Βλάχου. «Και στη συνέχεια, ενδύοντας τις αυθαίρετες και καταχρηστικές αυτές ενέργειές τους με τον μανδύα της “νομιμοφάνειας”, δηλαδή με την έγκριση από τον Εισαγγελέα της άρσης του απορρήτου, εμφανίζουν ως “νόμιμη” την επιβολή του μέτρου» υπογραμμίζει στο άρθρο της η Βασ. Θάνου.

Στη Βουλή η διάταξη Βλάχου και τα δελτία της ΕΥΠ

Στην προκειμένη περίπτωση εγείρονται σοβαρά ερωτήματα για τον ρόλο της εισαγγελέα Βλάχου σχετικά με τις «νομιμοποιητικές» διατάξεις τις οποίες εξέδωσε. Οι εισαγγελείς αποσπώνται στην ΕΥΠ προκειμένου να ελέγχουν τη νομιμότητα των ενεργειών της υπηρεσίας. Η εν λόγω εισαγγελέας αποτελούσε κυβερνητική επιλογή για τη θέση του εισαγγελέα της ΕΥΠ. Μάλιστα η τοποθέτησή της έγινε με οριακή απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, με την ηγεσία μάλιστα της Δικαιοσύνης, τον τότε πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ιωσήφ Ταλαγανίδη και τον τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλη Πλιώτα, να ψηφίζει αρνητικά στην τοποθέτησή της.

Μετά τον ορυμαγδό των αποκαλύψεων και τον εγχώριο αλλά και διεθνή σάλο που έχει προκληθεί, η κ. Βλάχου θα πρέπει να κληθεί να δώσει εξηγήσεις στην αρμόδια Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Συγκεκριμένα θα πρέπει να εξηγήσει «ποιοι ήταν οι λόγοι και οι σοβαρές ενδείξεις οι οποίες έκρινε ότι συνέτρεχαν για να εκδώσει τη σχετική διάταξή της», όπως έγραψε η Βασ. Θάνου. Η εισαγγελέας άλλωστε δύναται εάν δεν συμφωνεί με τις αιτήσεις της ΕΥΠ για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών να τις απορρίπτει. Για παράδειγμα, το 2021 έγιναν 15.475 άρσεις απορρήτου και απορρίφθηκε το 3% των αιτήσεων.

Στη δε αρμόδια επιτροπή της Βουλής θα πρέπει να διαβιβαστούν οι αιτήσεις της ΕΥΠ με τις οποίες ζητήθηκε η άρση του απορρήτου και τα σχετικά πληροφοριακά δελτία που συνέταξαν οι υπάλληλοι της υπηρεσίας, καθώς και οι διατάξεις της εισαγγελέα. Οι τελευταίες θα πρέπει με βάση τη σχετική νομοθεσία του 1994 να περιέχουν τον σκοπό για τον οποίο ενέκρινε την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για έναν πολιτικό αρχηγό κι ένα δημοσιογράφο. Σύμφωνα με πληροφορίες του Documento, τα πληροφοριακά δελτία και οι εισαγγελικές διατάξεις τηρούνται στο αρχείο της υπηρεσίας για τουλάχιστον δύο χρόνια και απαγορεύεται να καταστραφούν.

Προς το παρόν πάντως η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να καλύψει με νύχια και με δόντια την εισαγγελέα Βλάχου και να στήσει γύρω της ένα τείχος προστασίας. Ερωτηθείς από το Documento την περασμένη Πέμπτη εάν έχει κινηθεί κάποια έρευνα σε βάρος της εισαγγελέα Βλάχου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου «οχυρώθηκε» πίσω από τη «νομιμότητα» των παρακολουθήσεων.

«Πρώτα απ’ όλα η επισύνδεση του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη ήταν νόμιμη κι αυτό δεν αμφισβητείται. Να διερευνήσει κανείς γιατί μια εισαγγελέας πήρε μια νόμιμη απόφαση, δεν βλέπω πώς μπορεί να στηριχθεί ή πού μπορεί να εδράζεται αυτό» ανέφερε ο Γ. Οικονόμου. Η κυβερνητική πλευρά προσανατολίζεται στο να μην κληθεί η εισαγγελέας Βλάχου για εξηγήσεις στη Βουλή, υπό το πρόσχημα της ιδιότητάς της. Το επιχείρημα ωστόσο αυτό δεν μπορεί να σταθεί, δεδομένου ότι στην εξεταστική επιτροπή για τη Novartis κλήθηκαν και κατέθεσαν εν ενεργεία εισαγγελικοί λειτουργοί, όπως ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Αγγελής και η εισαγγελέας εφετών Ελένη Ράικου.

Ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες

Την ίδια ώρα, τη διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών τόσο της εισαγγελέα Βλάχου όσο και υπαλλήλων της ΕΥΠ έχει ζητήσει η πλευρά του δημοσιογράφου Θ. Κουκάκη.

Στο υπόμνημα που υπέβαλε στον Ισ. Ντογιάκο γίνεται λόγος για «γενικευμένη και όχι αποσπασματική καταχρηστική λειτουργία μιας κρίσιμης κρατικής υπηρεσίας, η οποία δεν διστάζει να παρακολουθεί τις επικοινωνίες κρίσιμων πολιτειακών παραγόντων και αθώων πολιτών για ιδιοτελείς σκοπούς και άγνωστες επιδιώξεις, καταφέρνοντας να προσδίδουν νομιμοφάνεια στις παράνομες πράξεις μέσω της συνυπογραφής του αρμόδιου Εισαγγελέα».

«Θα πρέπει να αναζητηθεί άμεσα αν η ΕΥΠ με τη συνδρομή της εποπτεύουσας δικαστικής λειτουργού έχει εξελιχθεί σε μια “μηχανή” παρακολούθησης των επικοινωνιών των πολιτών κατά παράβαση ρητών συνταγματικών διατάξεων για άγνωστους σκοπούς και μέσω της αόριστης επίκλησης λόγων εθνικής ασφάλειας. Θα πρέπει λοιπόν να διερευνηθεί αν υπάρχουν ποινικές ευθύνες πέρα από τους υπηρεσιακούς παράγοντες της ΕΥΠ και από την Εισαγγελική λειτουργό Βασιλική Βλάχου και να διευκρινιστεί αν η αποδεδειγμένη και ομολογημένη αποτυχία ελέγχου των υπό έκδοση διατάξεων οφείλεται σε συντονισμένη παραπληροφόρηση της Εισαγγελέως, σε πλημμελή άσκηση των καθηκόντων της ή σε συνειδητή συμμετοχή σε έκνομες πράξεις» αναφέρεται στο υπόμνημα Κουκάκη.

Στο μεταξύ η εκκωφαντική σιωπή των δικαστικών ενώσεων απέναντι στο σκάνδαλο κάνει όλο και μεγαλύτερο θόρυβο. Τρεις εβδομάδες μετά την αποκάλυψή του οι δικαστικές ενώσεις εξακολουθούν να σιωπούν. Με εξαίρεση τα έξι μέλη της μειοψηφίας της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, που με ανακοίνωσή τους στηλίτευσαν την αφωνίας της ένωσης, ουδείς άλλος έχει πάρει θέση δημοσίως. Παρά τα όσα ντροπιαστικά για τη χώρα μας αλλά και για τον ρόλο μιας εισαγγελέα βλέπουν το φως της δημοσιότητας.

Documento Newsletter