Για το «Ημερολόγιο ενός τρελού» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Πασσά
«Εναν άνθρωπο μωρέ. Να δω και να μιλήσω μ’ έναν άνθρωπο… άντρα ή γυναίκα δεν έχει σημασία. Μ’ έναν άνθρωπο…» Ο Νικολάι Γκόγκολ έγραψε το «Ημερολόγιο ενός τρελού» το 1835. Αφορμή γι’ αυτό το διήγημα στάθηκαν διάφορα ρεπορτάζ της εφημερίδας «Northern Bee». Τα συγκεκριμένα αποσπάσματα ήταν αποτέλεσμα έρευνας σχετικά με αυτοκτονίες που είχαν καταγραφεί σε ψυχιατρικά ιδρύματα τη δεκαετία του ’30. Κοινό χαρακτηριστικό των υποθέσεων ήταν πως οι αυτόχειρες ήταν στην πλειονότητά τους δημόσιοι υπάλληλοι που διαγνώστηκαν με σύνδρομο ψυχωσικής ανωτερότητας. Αν σκεφτεί κανείς πως η σχιζοφρένεια αναγνωρίστηκε ως ψυχική ασθένεια το 1800, το «Ημερολόγιο ενός τρελού» αποτελεί πρωτόλειο υλικό πάνω στη μελέτης της ανθρώπινης ψυχής.
Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τον ήρωα του Γκόγκολ, πρέπει να τον αποσπάσουμε από το ατομικό και να τον τοποθετήσουμε στο συλλογικό. Ο Αξέντι Ιβάνοβιτς Προπίτσιν μας μοιάζει περισσότερο από όσο νομίζουμε. Είναι ένας άνθρωπος που συνθλίβεται μέσα από τους μηχανισμούς της αστικής τάξης, για την οποία πλάσματα όπως ο Αξέντι Ιβάνοβιτς όχι απλώς περισσεύουν αλλά είναι εντελώς αόρατα. Είναι οι κοινωνικές ανισότητες και η αδικία που οδηγούν τον ήρωα στην παραφροσύνη. Μια σταδιακή κατάβαση στην τρέλα μέσα από ματαιώσεις, καταπιεσμένα πάθη κι έναν έρωτα που τον εξωθεί στα άκρα.
Ο Κωνσταντίνος Πασσάς παίρνει στα χέρια του το κείμενο του Γκόγκολ και χωρίς να φοβάται να θέσει το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων προσφέρει ένα πολιτικό κείμενο-διαμάντι. Αφαιρώντας κάθε γραμμάριο αφηγηματικού λίπους και χωρίς φλυαρίες καταγγέλλει μια συνθήκη στην οποία οι αδύναμοι δεν έχουν καμιά ελπίδα. Ο έρωτας είναι απλώς η αφορμή. Η κατάρρευση του ήρωα είναι κατάρρευση μιας ολόκληρης κοινωνίας που έχει παραδοθεί στα τραύματά της.
Το εύρημα του σκηνικού χώρου, πάνω σε μια ιδέα της Σοφίας Καραγιάννη, κουβαλάει όλους τους συμβολισμούς ενός ανθρώπου παγιδευμένου στο ίδιο του το μυαλό, όπου μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές δημιουργεί το προσωπικό του κρησφύγετο. Είναι σαν μια τρύπα στο μυαλό του Αξέντι Ιβάνοβιτς που μας επιτρέπει να μοιραστούμε –έστω για λίγο– την απόγνωσή του.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης έχει τη μοναδική ικανότητα να κάνει δικό του οτιδήποτε με το οποίο καταπιάνεται. Η αμεσότητα και ο τρόπος του να μπαίνει μέσα σε ένα ρόλο τον καθιστούν ερμηνευτικά πολύτιμο. Είναι ο λαϊκός ηθοποιός που καταλύει την απόσταση μεταξύ σκηνής και πλατείας, τοποθετώντας τον θεατή ακριβώς εκεί που πρέπει, στο κέντρο της ιστορίας. Δεν υπερπαίζει ούτε μιμείται τον τρελό. Χωρίς καυχησιολογίες βιώνει στην καθολικότητά του τον ήρωα του Γκόγκολ και τον δικαιώνει παραδίδοντάς τον απελευθερωμένο στο κοινό. Ενα κοινό που καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης γίνεται κοινωνός μιας διαδρομής στην οποία ο κριτικός ρεαλισμός συναντά τον μαρξισμό.