Στο πλευρό των φονιάδων αντρών συνεχίζει να στέκεται μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, όπως φάνηκε και στην τελευταία περίπτωση της 27χρονης Αναστάζια στην Κω
Μια από τις πιο διάσημες γυναικοκτονίες είναι εκείνη της Δυσδαιμόνας από τον σύζυγό της στον «Οθέλλο» του Σαίξπηρ. Ο Οθέλλος δολοφόνησε τη σύζυγό του βασιζόμενος στην υποτιθέμενη σχέση της με τον υπασπιστή του. Συγκεκριμένα, τη στραγγάλισε. Από ζήλια. Η ζήλια και συγκεκριμένα η παθολογική ήταν η δικαιολογία του.
Ο «Οθέλλος» όμως είναι ένα διάσημο θεατρικό έργο του 1604. Σήμερα, 419 χρόνια μετά, πολλά παραμένουν ίδια. Ενα από αυτά είναι η στοχοποίηση του θύματος μέσω της δικαιολόγησης του εγκλήματος.
Οταν τελείται μια γυναικοκτονία, ένα αποτρόπαιο έγκλημα, η αφαίρεση της ζωής εξαιτίας του φύλου, παρατηρείται κάτι εντελώς παράδοξο: η ανάγκη της κοινωνίας να δικαιολογήσει τον δράστη και να ενοχοποιήσει το θύμα.
Παρακολουθώντας τυχαία μια δίκη ενδοοικογενειακής βίας στην Κρήτη φάνηκε ξεκάθαρα η τάση μέρους της ελληνικής κοινωνίας να πιστεύει ότι η γυναίκα εξανάγκασε τον άντρα να τη χτυπήσει/βασανίσει/σκοτώσει με την κακή ή απρεπή συμπεριφορά της ενώ παράλληλα προσπαθεί να βρει μανιωδώς δικαιολογίες για την πράξη του δράστη.
Στο βήμα του μάρτυρα ήταν μια νέα γυναίκα, σχεδόν 30χρονών. Εκλαιγε και περιέγραφε τις στιγμές που είχε υποφέρει στα χέρια τού μέχρι πριν από λίγο καιρό συζύγου της. Απολογείτο που δεν είχε πάρει το παιδί της να φύγει νωρίτερα και εξηγούσε ότι το ποτήρι ξεχείλισε όταν εκείνος πήρε την καραμπίνα, άρχισε να την κυνηγάει και της φώναζε: «Θα σε σκοτώσω, μωρή καριόλα».
«Μα τι του κάνατε;» ήταν η ερώτηση της προέδρου της έδρας. Ηθελε να μάθει τι έκανε μια 30χρονη μητέρα για να εξοργίσει τον παραλίγο δολοφόνο της και να τον «αναγκάσει» να πιάσει το όπλο του.
«Η γυναίκα έχει μόνο υποχρεώσεις»
Διαχρονικά, αν ανατρέξει κάποιος σε έρευνες και βιβλιογραφία που αφορά τα τελευταία 2.000 χρόνια, θα παρατηρήσει πως υπήρχε –και δυστυχώς υπάρχει, προφανώς σε πολύ μειωμένο βαθμό– η τάση οι δολοφονίες γυναικών από τους συντρόφους/συζύγους/πατεράδες/αδερφούς να δικαιολογούνται.
«Αυτό είναι απότοκο μιας εδραιωμένης κοσμοαντίληψης της ελληνικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας διαχρονικά ανδροκρατούμενης ή πατριαρχικής, όπου ο άντρας έχει εξέχουσα θέση. Ο άντρας δικαιούται τα πάντα και η γυναίκα οφείλει και είναι υποχρεωμένη να είναι και ελκυστική και σέξι. Ταυτόχρονα είναι υποχρεωμένη να είναι και σεμνή και να μην προκαλεί. Οπως υποχρεούται και να μαγειρεύει και να ασχολείται με το παιδί και να φέρνει λεφτά στο σπίτι επειδή δουλεύει. Η γυναίκα έχει μόνο υποχρεώσεις, δεν έχει δικαιώματα. Ο άντρας δικαιούται. Εάν σε αυτά που δικαιούται κάνει κάτι προφανώς λάθος που δεν μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει, το λάθος αυτό, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση το έγκλημα, δεν μπορεί παρά να έχει ελαφρυντικά και τα ελαφρυντικά δεν μπορεί παρά να σχετίζονται με το τι ήταν το θύμα. Οπότε το θύμα απαξιώνεται για να κατασκευάσουμε ελαφρυντικά για το έγκλημα που έχει διαπράξει ο άντρας» σημειώνει μιλώντας στο Documento η εγκληματολόγος Αναστασία Τσουκαλά και προσθέτει ότι αυτό δεν αφορά μόνο τα σεξουαλικά εγκλήματα ή τα εγκλήματα φύλου: «Να θυμίσω μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου το “τι γύρευε στα Εξάρχεια;”. Δηλαδή όποιος συχνάζει στα Εξάρχεια για οποιονδήποτε λόγο ήδη ευθύνεται για κάτι, γιατί προκαλεί με την παρουσία του την Ελληνική Αστυνομία να τον κακοποιήσει ή το οτιδήποτε».
Εξηγώντας πως η ενοχοποίηση του θύματος δεν παρατηρείται μόνο στις περιπτώσεις γυναικών αλλά σε ό,τι θίγει τα καλά εδραιωμένα στερεότυπα που υπάρχουν, η Αν. Τσουκαλά αναφέρει: «Για μένα το πιο κραυγαλέο παράδειγμα είναι η περίπτωση των ηλικιακά νέων χρηστών. Ολοι ξέρουμε ότι όταν ένα νέο παιδί στην εφηβεία πάρει σκληρά ναρκωτικά ευθύνονται εξ ορισμού οι γονείς και κανείς άλλος. Δεν έχω ακούσει ποτέ την κοινή γνώμη να δείχνει με το δάχτυλο τους γονείς. Δείχνει το παιδί που είναι χρήστης. Ούτε εκεί αντέχουμε να πούμε ότι ίσως η αγία ελληνική οικογένεια δεν είναι τόσο αγία τελικά. Η κοινή γνώμη δεν αντέχει να αναθεωρήσει τις απόψεις της. Οι απόψεις αυτές δημιουργούν ένα ψεύτικο πλαίσιο ασφάλειας για το πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος. Η κοινή γνώμη δεν αντέχει να αναθεωρήσει και αναπαράγει ή κατασκευάζει αφηγήματα».
Ο παραλογισμός της κοινής γνώμης
Με αφορμή τη γυναικοκτονία της 27χρονης Αναστάζια στην Κω και την προσπάθεια ενοχοποίησής της από ορισμένους με διαρροές ότι το θύμα ήταν συνοδός κυρίων, άρα «ελαφρών ηθών», άρα «μάλλον τα ’θελε και τα ’παθε» και «δεν πρόσεχε όπως όλα τα σεμνά και τίμια κορίτσια στην Ελλάδα», η Αν. Τσουκαλά αναλύει τον ανθρώπινο παραλογισμό στον οποίο έχει υποπέσει η κοινή γνώμη.
«Εγώ θα πάρω την ακραία υπόθεση, να ήταν escort girl. Και λοιπόν; Εχουμε δηλαδή δικαίωμα να δολοφονούμε μια γυναίκα εκδιδόμενη ή μια τρανς επειδή εκδίδεται; Πέφτουμε σε παραλογισμό –ούτε καν νομικό– σε ανθρώπινο επίπεδο. Τι σημαίνει αυτό ως προς το τι έκανε ο δράστης; Δηλαδή αν το είχε κάνει σε μια σεμνότυφη Ελληνίδα, θα ήταν απαράδεκτο; Από την πρώτη στιγμή που δημοσιεύτηκαν οι φωτογραφίες της στα ΜΜΕ κατάλαβα προς τα πού θα πήγαινε η διαμόρφωση της κοινής γνώμης: “Ηταν όμορφη κοπέλα αλλά δείτε, δεν ήταν τόσο όμορφη, φτιαχνόταν για να φαίνεται τόσο όμορφη, άρα πήγαινε γυρεύοντας”. Οι φωτογραφίες υπόγεια χτίζουν αυτό το αφήγημα, περνάνε μηνύματα στον κόσμο. “Δεν ήταν σεμνά ντυμένη· δείτε, φόραγε πολύ κοντό φουστανάκι, ήταν πάρα πολύ βαμμένη, εεε τι να κάνει και το παιδί;”» εξηγεί στο Documento και συμπληρώνει: «Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι αυτός ο μηχανισμός λειτουργεί ακόμη και όταν ο δράστης είναι αλλοδαπός. Ο Μπανγκλαντεσιανός, που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα ήταν εξοβελιστέος για τους γνωστούς ρατσιστικούς και άλλους λόγους, εν προκειμένω διασώζεται κατά μια έννοια επειδή παρ’ όλα αυτά είναι άντρας. Επίσης έχει σημασία ότι το θύμα δεν ήταν Ελληνίδα. Αρα έχουμε μια αποστασιοποίηση από το θύμα· “δεν ήταν δικιά μας”, γιατί αν ήταν Ελληνίδα δεν θα γινόταν αυτό. Να θυμίσω την περίπτωση της Μυρτούς της Πάρου. Το θύμα λοιπόν “δεν είναι δικιά μας”, άρα η κοινωνία παίρνει απόσταση και η απόσταση που παίρνει από την αλλοδαπότητα του θύματος της επιτρέπει να ενεργοποιήσει εν μέρει τα γνωστά αντανακλαστικά ως προς την αρρενωπότητα και τον ανδρισμό του θύτη».
«Εμένα το παιδί μου έφυγε»
«Τον απάτησε», «δεν μαγείρευε καλά», «τον προσέβαλε», «έθιξε την τιμή της οικογένειας», «ατίμασε το σπίτι της», «έδινε δικαιώματα», «δεν πρόσεχε το σπίτι». Αυτές είναι μόνο λίγες από τις κουβέντες που ακούγονται, άλλοτε χαμηλόφωνα κι άλλοτε επιδεικτικά δυνατά.
Κατά την απολογία του κατηγορουμένου στη δίκη για τη γυναικοκτονία της Ερατούς Μανωλακέλλη στη Μυτιλήνη τον Μάιο του 2019 από τον εν διαστάσει σύζυγό της ενώ στο διπλανό δωμάτιο βρισκόταν η δύο ετών κόρη τους ο πρόεδρος του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου απευθυνόμενος στον δράστη είπε: «Μα δεν είχατε, λέτε, παράπονο, δικαίωμα δεν σας είχε δώσει, στο παιδί της ήταν εντάξει, στο σπίτι της ήταν εντάξει, γιατί τη σκοτώσατε;», συνοψίζοντας έτσι, δημόσια και δυνατά, όλα τα στερεότυπα που μέχρι τώρα ψιθυρίζονταν σε πηγαδάκια, δίνοντας μια δόση λύτρωσης σε όσους μπορεί και να ντρέπονταν συζητώντας τα.
Ενα από τα πιο κλασικά ερωτήματα που τίθενται από τρίτους, οι οποίοι δεν μπορούν να κατανοήσουν τον φαύλο κύκλο της βίας και πώς το θύμα βιώνει μια κακοποιητική κατάσταση, είναι «αφού δεν περνάει καλά, γιατί δεν φεύγει;».
«Εγώ θα σου πω ότι το δικό μου παιδί έφυγε. Και μίλησε και έφυγε. Απλά υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων –και αυτό ξεκινάει από την οικογένεια του κάθε δολοφόνου– που προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν το μέγεθος του εγκλήματος και να κανακέψουν τον δράστη. Να του δώσουν ελαφρυντικά. Ενώ δεν υπάρχουν. Η κόρη μου έφυγε και μετά από δέκα μέρες πήγε και τη σκότωσε. Οπως τη Γαρυφαλλιά, σηκώθηκε και έφυγε και την πρόλαβε στον δρόμο και την πέταξε στα βράχια. Οπως την Ελένη Τοπαλούδη που δεν δέχτηκε να συνευρεθεί με δύο και τη σκότωσαν, όπως η Πόλυ που είχε ζητήσει διαζύγιο και έτυχε να δουλεύει με τη Σόφι στο ίδιο σουπερμάρκετ στην Κηφισιά και πήγε ο αστυνομικός και τη σκότωσε. Οπως η Ντόρα από τη Ρόδο έφυγε, την παρακολουθούσε και ύστερα από δέκα μέρες τη σκότωσε σε ένα στενό κάτω από το σπίτι της. Τι ελαφρυντικά να δώσεις σε αυτούς τους ανθρώπους;» λέει μιλώντας στο Documento η μητέρα της Ερατούς Ελένη Κρεμαστιώτη.
Εξηγεί ότι τις πρώτες ώρες οι πληροφορίες που είχε ήταν ανακριβείς. Της είχαν πει πως το παιδί της είχε ένα τρακάρισμα, βρισκόταν στο νοσοκομείο και ότι ο πρώην σύζυγός της κρατείτο στην αστυνομία επειδή την παρακολουθούσε. Τότε κάλεσε τη μητέρα του και της ζήτησε να της μιλήσει «σαν μάνα προς μάνα» και να της πει τι ακριβώς έχει συμβεί. Εκείνη αρνιόταν να απαντήσει.
«Η μάνα του δολοφόνου του παιδιού μου ξέρεις τι γύρισε και μου είπε; Την πήρα τηλέφωνο και της είπα “σε παρακαλώ, πες μου σαν μάνα προς μάνα, γιατί το δικό σου παιδί είναι στην αστυνομία και το δικό μου παιδί δεν ξέρω πού είναι;”. Μου έλεγε: “Δεν ξέρω τίποτε”. Οταν έγινα πιο επιθετική μου είπε: “Και τι θέλεις, ρε Ελένη, στην τελική; Η Ερατώ έφταιγε που χάλασε το σπίτι της”. Κυλάει αίμα μάνας σε αυτήν τη γυναίκα; Δεν υπάρχει αίμα μάνας στις φλέβες της μάνας του φονιά» σημείωσε η Ελ. Κρεμαστιώτη και υπογράμμισε ότι αυτή η άποψη διαδόθηκε και υπήρξε προσπάθεια να εδραιωθεί, στοχοποιώντας και ενοχοποιώντας την κόρη της, το θύμα.
«Και δεν είναι μόνο η μάνα του, την ίδια άποψη έχουν και ο πατέρας του και οι αδερφές του. Πώς γίνεται αυτή η στάση να μην επηρεάσει και άλλους; Την κουβέντα αυτή δεν την είπε μόνο σε μένα. Την ίδια άποψη έχουν ακόμη 196 άτομα στο χωριό όπου μένουν. Στο χωριό της είναι 1.200 άτομα. Τα 200 από αυτά ενστερνίζονται τη δική της άποψη. Μάζεψαν υπογραφές, 200 υπογραφές σε κείμενο που έλεγε ότι ο φονιάς είναι καλό παιδί, δουλευταράς, και η Ερατώ, το παιδί μου, μια πουτάνα. Τόσο απλά» είπε και πρόσθεσε ότι αυτό το χαρτί με τις υπογραφές «το πήγαν στον εισαγγελέα να το καταθέσουν. Ευτυχώς, ο εισαγγελέας το έσκισε επιτόπου και τους είπε “φύγετε γιατί και τα 200 άτομα που είστε μέσα θα βρεθείτε κατηγορούμενα”».