Στην πρόβα της παράστασης «Τρομπέτες και κανόνια»

Φωτογραφίες: Γιάννης Παναγόπουλος/ Eurokinissi

Το Documento βρέθηκε στις πρόβες και μεταφέρει τις εντυπώσεις του από τη συζήτηση με τους συντελεστές της παράστασης «Τρομπέτες και κανόνια».

Οταν έφτασα στο θέατρο Εμπορικόν ήταν ακόμη νωρίς και έτσι είχα την ευκαιρία να δω από την αρχή το στήσιμο του σκηνικού για την παράσταση «Κανόνια και τρομπέτες» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου, που θα κάνει πρεμιέρα στις 10 Οκτωβρίου. Ενα loft στο Κολωνάκι, ακριβά έπιπλα, ένας τραπεζίτης ο οποίος φοράει μόνο τα απολύτως απαραίτητα σνιφάροντας κοκαΐνη και από τα ηχεία ακούγεται το τραγούδι των Polkar «Είναι η ζωή μου σκατά».

Αυτό είναι το τοπίο του νέου έργου του Γιάννη Τσίρου. Ενας συνδυασμός ρεαλισμού και σάτιρας. Μια μικρογραφία της κοινωνίας που ο καθένας έχει τον ρόλο του. Και ο τραπεζίτης και ο φτωχοδιάβολος και ο μπάτσος. Ολοι μαζί και ο καθένας χωριστά αποτελούν τη λύση και το πρόβλημα στον ίδιο γρίφο.

Η κ. Χρυσούλα, η οποία υπήρξε για 25 χρόνια αμπιγέρ της Τζένης Καρέζη και έχει διατελέσει υπεύθυνη στα μεγαλύτερα θέατρα της Αθήνας, με ρωτάει για το έργο. Η αλήθεια είναι πως δεν γνώριζα τίποτε. Χρειάστηκε να μιλήσω με τον συγγραφέα για να καταλάβω πως για ακόμη μια φορά ο Γιάννης Τσίρος μεταφέρει μια μικρογραφία της κοινωνίας στα έργα του, θέτοντας ερωτήματα που ο καθένας θα απαντήσει μόνος του.

Διαβάστε ακόμα: Ο Γιάννης Τσίρος στο Documento: «Η Δικαιοσύνη έχει δεμένα και τα χέρια της…»

Παρακολουθώντας την πρόβα μού φανερώθηκε μια πολιτική κωμωδία καταστάσεων όπου ο σκηνοθέτης Γιώργος Παπαγεωργίου με ευφυέστατο τρόπο θέτει ξανά τα όρια της σάτιρας. Χωρίς μανιέρες και ευκολίες στρατολογεί το πιο δύσκολο είδος πολιτικού θεάτρου για να αναδείξει τους κοινωνικούς προβληματισμούς του συγγραφέα και το κάνει έχοντας γνώση και πρόθεση να τα βάλει με τα κακώς κείμενα της εποχής: «Οταν διάβασα το κείμενο του Γιάννη κατάλαβα πως στα χέρια μου έχω ένα ρεαλιστικό κείμενο που με πρωτότυπο και οξύ τρόπο συνδέει χαρακτήρες που φαινομενικά είναι αδύνατο να συσχετιστούν. Ετερόκλητες προσωπικότητες που η ζωή τα φέρνει έτσι και συναντιούνται. Οι αντιφάσεις του έργου και τα στερεότυπα που πάει να σπάσει με τσίγκλησαν να κάνω μια κωμωδία. Ενδεχομένως να υπάρχει μια παρεξηγημένη εικόνα για τη δυναμική της σάτιρας και τις προθέσεις της. Ισως σε αυτό να φταίει ότι κάποιοι μπερδεύουν την κριτική και τη σάτιρα με τον κανιβαλισμό και τη φτήνια. Δεν είναι κωμωδία να χλευάζεις τον άνθρωπο που έχει διαφορετικό θεό, πατρίδα, σεξουαλική ταυτότητα, σωματότυπο ή ιδεολογία. Η σάτιρα στοχεύει στους ισχυρούς. Ασκεί κριτική στην εξουσία. Δεν κοροϊδεύει με φτηνά κλισέ τον διαφορετικό άνθρωπο».

«Κάποιοι μπερδεύουν την κριτική και τη σάτιρα με τον κανιβαλισμό και τη φτήνια. Δεν είναι κωμωδία να χλευάζεις τον άνθρωπο που έχει διαφορετικό θεό, πατρίδα, σεξουαλική ταυτότητα, σωματότυπο ή ιδεολογία», λέει ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιώργος Παπαγεωργίου

«Ποτέ ξανά η ζωή μας δεν έμοιαζε τόσο παράλογη»

Ενα από τα στοιχεία της παράστασης που μου έκαναν εντύπωση είναι τα ιντερμέδια που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις πράξεις του έργου. Μικρά μουσικά μέρη που λειτουργούν ως αυτοσχεδιαστικές γέφυρες στην εξέλιξη της υπόθεσης. Για τον Γιώργο Παπαγεωργίου, εμπνευστή και ψυχή της μπάντας Polkar –τραγούδια τους ακούγονται στην παράσταση–, οι μουσικοί αυτοσχεδιασμοί είναι η κατάλληλη απάντηση σε κάθε στημένο και σοβαροφανές στοιχείο. Οπως μας αποκαλύπτει στην κουβέντα που είχαμε, ήταν πρόταση του ίδιου του συγγραφέα να υπάρχουν τραγούδια στην παράσταση: «Μαζί με τον Γιάννη σκεφτήκαμε να πειραματιστούμε με την προσθήκη μουσικής στην παράσταση. Για τον Γιάννη είναι κάτι πρωτόγνωρο, αλλά για μένα όχι. Η μουσική είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής μου. Αυτό το κομμάτι που αφορά την παράσταση και μοιάζει με ιδιότυπο μιούζικαλ ξεπηδώντας μέσα από ένα ρεαλιστικό έργο είναι αρκετά σουρεαλιστικό. Εδώ είναι το σημείο που συναντιέται και με την πραγματικότητα. Ποτέ ξανά η ζωή μας δεν έμοιαζε τόσο παράλογη».

«Ο Κωνσταντίνος που υποδύομαι μπορεί να είναι απατεώνας, λαμόγιο και διεφθαρμένος, αλλά εκεί έξω του κάνουν τεμενάδες γιατί έχει χρήματα και κοινωνική θέση. Θα μπορούσε να είναι και πολιτικός», τονίζει ο ηθοποιός Στάθης Σταμουλακάτος

«Οι φτωχοδιάβολοι στη φυλακή και τα λαμόγια έξω»

Ο Στάθης Σταμουλακάτος υποδύεται έναν τραπεζίτη που βρίσκεται σε κρίση. Εχει μια ακριβή ζωή και θα κάνει τα πάντα για να τη διατηρήσει. Εχει παράνομη σχέση με τη σύζυγο (Νεφέλη Μαϊστράλη) του ιδιοκτήτη της τράπεζας και αγοράζει κοκαΐνη από τον Χρόνη (Μάνος Καζαμίας), τον αρραβωνιαστικό της Ρομ χορεύτριας Ρουμπίνης. Εχει και ένα ακόμη πρόβλημα. Πρέπει μέσα σε λίγες ώρες να ξεφορτωθεί ομόλογα της Berkin Οil προτού σκάσουν στα χέρια του. Οταν οι αστυνομικοί (Γιώργος Τριανταφυλλίδης και Μαριτίνα Κουτσοχιώνη) εισβάλλουν στο σπίτι του πρέπει να δικαιολογήσει την παρουσία των δύο Ρομά σε αυτό, να ξεφορτωθεί την κοκαΐνη και να συνεχίσει να αποτελεί σημαντικό πρόσωπο της κοινωνίας υπεράνω του νόμου και της Δικαιοσύνης.

Οπως επισημαίνει, έτσι κι αλλιώς η Δικαιοσύνη βάζει στη φυλακή τους φτωχοδιάβολους και τα λαμόγια τα αφήνει έξω και, γιατί όχι, μπορεί να τα δούμε και στη Βουλή μέσα: «Με τον Τσίρο κρατάει χρόνια αυτή κολόνια. Μου ταιριάζει και του ταιριάζω γιατί έχει ένα δικό του τρόπο να λέει τα πάντα χωρίς να προσπαθεί να σε μανιπουλάρει. Ο,τι είδες στην πρόβα είναι ό,τι συμβαίνει εκεί έξω. Κάποιοι τη γλιτώνουν και κάποιοι άλλοι πληρώνουν τα σπασμένα. Ο Κωνσταντίνος που υποδύομαι μπορεί να είναι απατεώνας, λαμόγιο και διεφθαρμένος, αλλά εκεί έξω του κάνουν τεμενάδες γιατί έχει χρήματα και κοινωνική θέση. Θα μπορούσε να είναι και πολιτικός. Μοιάζουν τραπεζίτες, χρηματιστές και πολιτικοί. Από την άλλη, ο Χρόνης είναι ένας Ρομ. Ο Χρόνης κάνει κλοπές, σπρώχνει και λίγη κόκα, αλλά δεν είναι χειρότερος από αυτούς που βλέπουμε να κυκλοφορούν με λιμουζίνες. Ενας φτωχοδιάβολος είναι, ο οποίος προσπαθεί να επιβιώσει σε μια κοινωνία που έχει σαπίσει και το κρύβει κάτω από κουστούμια και καλούς τρόπους. Το πρόβλημα της κοινωνίας δεν είναι οι Χρόνηδες αλλά οι κουστουμάτοι και οι νοικοκυραίοι».

«Tιμή μου να είχα φίλη ένα κορίτσι σαν τη Ρουμπίνη»

Παρατηρώντας τα πρόσωπα του έργου σκέφτομαι πως μόνο ο Τσίρος θα μπορούσε να βάλει στο ίδιο κάδρο τραπεζίτες, Ρομά και αστυνομικούς. Τι σχέση μπορεί να έχουν όλοι αυτοί σε ένα διαμέρισμα να γελάνε, να τσακώνονται και να αγοράζουν ομόλογα; Νομίζω πως η ουσία του έργου αποτυπώνεται στο μικρό ενυδρείο του σκηνικού. Εκεί όπου το μαύρο ψάρι παραμένει στον πάτο να καθαρίζει τις ακαθαρσίες και τα λευκά ψάρια ευδαιμονούν κολυμπώντας στον αφρό. Σαν αντανάκλαση της κοινωνίας που λειτουργεί με πολίτες διαφορετικών ταχυτήτων.

«Είναι πολύ εύκολο να κρίνουμε τους Ρομά κλείνοντας τα μάτια στις δικές μας ευθύνες. Σαν να έχουμε πετάξει σε μια γωνιά της κοινωνίας αυτούς τους ανθρώπους αδιαφορώντας για το ποιοι είναι» τονίζει η ηθοποιός Ελλη Τρίγγου

Μια τέτοια πολίτης είναι και η Ρουμπίνη που υποδύεται η Ελλη Τρίγγου. Μια χορεύτρια Ρομ που ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο. Για την ηθοποιό σημασία δεν έχει το χρώμα του δέρματος ή η καταγωγή σου αλλά να παραμένεις άνθρωπος: «Οταν διάβασα το κείμενο αμέσως ήθελα να μάθω περισσότερα για τον χαρακτήρα της Ρουμπίνης. Αυτός είναι και ο λόγος που απευθύνθηκα στον σκηνοθέτη Πρόδρομο Τσινικόρη, ο οποίος είχε κάνει το “Romaland” στη Στέγη. Πήγαμε μαζί στο Ζεφύρι να βρούμε τις γυναίκες που έπαιξαν στην παράσταση και μιλήσαμε, μοιραστήκαμε μαζί στιγμές που μ’ έκαναν να συνειδητοποιήσω αυτό που πάντα πίστευα. Οτι κανένας άνθρωπος δεν είναι πιο σημαντικός από κανέναν άλλο. Η Ρουμπίνη διαλέγει το φως. Προσπαθεί να ξεφύγει από τη ζωή που της έχουν χρεώσει. Χορεύει, ερωτεύεται, διεκδικεί. Προσπαθεί να βγει από το κλειστό περιβάλλον της κοινότητας των Ρομά. Ενα περιβάλλον που είναι πολύ εύκολο να κρίνουμε κλείνοντας τα μάτια στις δικές μας ευθύνες. Σαν να έχουμε πετάξει σε μια γωνιά της κοινωνίας αυτούς τους ανθρώπους αδιαφορώντας ποιοι είναι. Ανθρωποι είναι. Οπως εσείς κι εγώ. Τι έχει να χωρίσει ένα παιδάκι που γεννήθηκε από μπαλαμή μητέρα από ένα παιδάκι που γεννήθηκε από Ρομ μητέρα; Τίποτε. Οταν ένας άνθρωπος έχει όλη την πληροφορία και ένας άλλος άνθρωπος δεν έχει καθόλου είναι άδικο να έχεις τις ίδιες απαιτήσεις» και συνεχίζει: «Δεν δικαιολογώ σε καμία περίπτωση οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά, αλλά αν θέλουμε να μιλήσουμε με ειλικρίνεια για την κοινότητα των Ρομά πρέπει πρώτα να δούμε τις ευθύνες της πολιτείας και κατ’ επέκταση ολόκληρης της κοινωνίας. Κάποιους βολεύει να ζουν αυτοί οι άνθρωποι στο σκοτάδι, να μην έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση. Θα ήταν τιμή μου να είχα φίλη ένα κορίτσι σαν τη Ρουμπίνη, μια φίλη από την κοινότητα των Ρομά».