Ο κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, υποδέχθηκε τον αυστραλό πρωθυπουργό, Άντονι Αλμπανίζ, αυτή τη Δευτέρα, για συνομιλίες αποκατάστασης των διπλωματικών και εμπορικών σχέσεων έπειτα από επτά χρόνια έντασης.
«Αιχμή» ο κορονοϊός
Οι δύο χώρες μόλις τους τελευταίους μήνες άρχισαν να βγαίνουν από ένα διπλωματικό αδιέξοδο που κλιμακώθηκε το 2020, όταν το Πεκίνο επέβαλε τιμωρητικούς εμπορικούς δασμούς σε μια σειρά από αυστραλιανά εξαγώγιμα προϊόντα.
Εκείνη την εποχή θεωρήθηκε ως πολιτικό αντίποινο για τις εκκλήσεις του τότε πρωθυπουργού Σκοτ Μόρισον για διεθνή έρευνα σχετικά με την προέλευση της πανδημίας Covid-19 στην Κίνα, αν και οι σχέσεις είχαν ήδη επιδεινωθεί μέχρι τότε.
Το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας κατηγόρησε την Αυστραλία για τα εμπορικά ζητήματα, το 2020 προσάπτοντάς της ότι «παραβιάζει τους βασικούς κανόνες που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις», αν και το υπουργείο Εμπορίου στο Πεκίνο ανέφερε το αντιντάμπινγκ (αθέμιτη αύξηση τιμών) και άλλους λόγους για τους περιορισμούς.
Και οι δύο πλευρές έχουν πολλά να κερδίσουν αν κάνουν ένα βήμα πίσω από αυτές τις οικονομικές εντάσεις, και τους τελευταίους μήνες εργάζονται σκληρά για να ανοίξουν ένα νέο μονοπάτι για τη βελτίωση των σχέσεών τους.
Επιπτώσεις για την ευρύτερη περιοχή
Το πόσο καλά θα διαχειριστούν οι ηγέτες τη σχέση των δύο χωρών τους αναμένεται να έχει επίσης σημαντικές επιπτώσεις για τον Ινδο-Ειρηνικό, όπου οι ομαλές σχέσεις μεταξύ της Κίνας και της Αυστραλίας, ενός βασικού συμμάχου των ΗΠΑ, θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σταθεροποιητικό ρόλο στην ολοένα και πιο αποσταθεροποιημένη περιοχή. Οι ηγέτες από την Ουάσιγκτον έως τη Σεούλ πιθανότατα θα παρακολουθούν στενά.
Το ταξίδι του Αλμπανίζ έχει επίσης συμβολικούς τόνους, σηματοδοτώντας τα 50 χρόνια από την πρώτη επίσημη επίσκεψη ενός Αυστραλού ηγέτη στην κομμουνιστική Κίνα μετά τη σύναψη δεσμών μεταξύ των δύο χωρών.
Το Πεκίνο, εν τω μεταξύ, ανησυχεί όλο και περισσότερο από τους αυξανόμενους δεσμούς ασφαλείας της Κανμπέρα με την Ουάσιγκτον εν μέσω της βαθύτερης αντιπαλότητας ΗΠΑ-Κίνας. Η Κίνα είχε ήδη ταλαιπωρηθεί εδώ και χρόνια για τη δημόσια έκφραση ανησυχιών εθνικής ασφάλειας της Αυστραλίας, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσής της στον πάροχο τηλεπικοινωνιών Huawei το 2018.