Χορηγός των ιδιωτικών ΑΕΙ η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Τέσσερα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας μιλούν στο Documento
Τη διετία 2006-07, λίγα χρόνια μετά την τεχνητή… όαση των Ολυμπιακών Αγώνων και μια ανάσα πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης που θα άλλαζε τη φυσιογνωμία της χώρας για πάντα, η χώρα δονήθηκε από τις μαζικότερες και πιο ανυποχώρητες φοιτητικές και μαθητικές διαδηλώσεις της σύγχρονης ιστορίας της. Η τότε υπουργός Παιδείας Μαριέττα Γιαννάκου έγινε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα πρόσωπα λόγω της κυβερνητικής προσπάθειας της ΝΔ να αλλάξει το άρθρο 16 του συντάγματος, που κατοχυρώνει τον δημόσιο χαρακτήρα των πανεπιστημίων στη χώρα.
Η μαζικότητα και η επιμονή των κινητοποιήσεων είχε παραγάγει πολιτικά αποτελέσματα, με το ΠΑΣΟΚ, τότε υπό την ηγεσία του Γιώργου Παπανδρέου, να έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τη νεολαία και τη φοιτητική του παράταξη και τελικά το κόμμα να υπαναχωρεί και να στοιχίζεται με τη γραμμή των φοιτητών.
Τώρα, 16 χρόνια μετά, είναι η σειρά της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη να επιχειρήσει να παίξει με τη φωτιά του άρθρου 16, καθώς τα κυβερνητικά στελέχη εμφανίζονται αποφασισμένα να θέσουν την αλλαγή του συγκεκριμένου εμβληματικού άρθρου στην επερχόμενη αναθεώρηση του συντάγματος. Μάλιστα στη Βουλή ο πρωθυπουργός έσπευσε να θυμίσει στον νυν πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ την υπαναχώρηση του Γ. Παπανδρέου και τον κάλεσε «μαζί να πάμε να βρούμε τους 180 βουλευτές και να σταματήσει επιτέλους αυτή η ελληνική ιδιαιτερότητα του κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση».
Οπως πάντα, αι βουλαί της κυβέρνησης Μητσοτάκη λειτουργούν ως διαταγές προς τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, που κατακλύζονται από σχετική αρθρογραφία, ενώ μέχρι και ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός εκδήλωσε την οργή του χαρακτηρίζοντάς το «ντροπή της δημοκρατίας μας».
Είναι όμως έτσι; Τέσσερα μέλη της ευρύτερης πανεπιστημιακής κοινότητας μίλησαν στο Documento για τη συζήτηση που ανοίγει με ένταση ακόμη μία φορά. Αλλωστε, όπως λέει η υποψήφια διδακτόρισσα του Πάντειου Πανεπιστημίου Αιμιλία Βήλου, «το συζητάμε από τη δεκαετία του ’80. Είναι προσδοκία κάθε νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης να το αλλάξει».
Οι πανεπιστημιακοί θέτουν ανοιχτά ζήτημα «τροφοδότησης» της συζήτησης περί αναθεώρησης του άρθρου 16 από τον μηχανισμό-λαιμητόμο της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ), ενώ προειδοποιούν ότι η θεσμοθέτηση ιδιωτικών πανεπιστημίων θα σημάνει όχι μόνο τον θάνατο της δημόσιας παιδείας αλλά και την εξαφάνιση των ανθρωπιστικών επιστημών συνολικά.
«Αν πληρώσεις, είσαι καλός…»
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ήδη νομοθετήσει από την προηγούμενη θητεία της τη διαβόητη ΕΒΕ, ένα μηχανισμό που μοιάζει με δυστοπική μετεξέλιξη της πάλαι ποτέ βάσης του 10. Η βάση του 10 ήταν ένας τρόπος να αποκλείονται από την τριτοβάθμια εκπαίδευση οριζοντίως όλοι όσοι είχαν λάβει χαμηλούς βαθμούς στις πανελλαδικές εξετάσεις, στέλνοντας έτσι στα κολέγια χιλιάδες σπουδαστές χαμηλού βαθμολογικού επιπέδου. Η ΕΒΕ, όμως, εφαρμόζοντας έναν πολύ πιο περίπλοκο μηχανισμό, κατορθώνει να αποκλείει από τα δημόσια πανεπιστήμια ακόμη και αριστούχους, όπως η υποψήφια που κόβεται από την Αρχιτεκτονική Αθηνών παρότι είχε συγκεντρώσει πάνω από 22.000 μόρια. Ετσι μπαίνουν στο στόχαστρο των κολεγίων και αριστούχοι μαθητές, τους οποίους μπορούν να χρησιμοποιούν ως «απόδειξη» των ποιοτικών σπουδών που παρέχουν. Ενδεχόμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 σε συνδυασμό με την ΕΒΕ θα μπορούσε να ευεργετήσει τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια ακόμη περισσότερο.
«Προφανώς είναι μια δεξαμενή τροφοδότησης των ιδιωτικών σχολών» εξηγεί στο Documento ο Περικλής Γκόγκας, καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης και Διεθνών Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο. «Υποτίθεται ότι θα κάνουμε ιδιωτικά που θα είναι ισότιμα με τα κρατικά, αλλά στα κρατικά λέμε στους φοιτητές ότι όχι, εσύ δεν είσαι αρκετά καλός για εμάς, αλλά μπορείς να πας στο ισότιμο ιδιωτικό. Συνεπώς, αν πληρώσεις είσαι καλός, αν δεν πληρώσεις δεν είσαι καλός» συμπληρώνει.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η θέση που εκφράζει ο Γιώργος Χουρδάκης, διδάκτορας Φυσικής, μέλος Συμβουλίου Διοίκησης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου Κρήτης. Οπως λέει στο Documento, η περίπτωση της νεαρής υποψήφιας «είναι η απάντηση σε όσους λένε ότι τα ιδιωτικά θα κρατήσουν στην Ελλάδα τα παιδιά που δεν περνάνε σε δημόσια πανεπιστήμια αντί να φεύγουν στο εξωτερικό για να σπουδάσουν. Το λένε αυτό εκείνοι που κάθε χρόνο με την ΕΒΕ κόβουν 20.000 φοιτητές από τις θέσεις στα πανεπιστήμια. Η λύση προφανώς δεν είναι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αλλά η κατάργηση της ΕΒΕ και η ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου ώστε να υποδέχεται ακόμη περισσότερους».
Η λαιμητόμος της ΕΒΕ και η ελληνική ιδιομορφία
Από την πλευρά του ο Βασίλης Ασημακόπουλος, δικηγόρος, πολιτικός επιστήμονας και διδάσκων στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, τονίζει ότι η βασική στόχευση της εφαρμογής της ΕΒΕ ήταν η δραστική μείωση των εισακτέων και η τροφοδότηση των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων.
«Η ΕΒΕ δείχνει τη στόχευση. Οι εμπνευστές αυτού του μέτρου εκτιμούσαν ότι από το 70% των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που έμπαινε στην τριτοβάθμια να πάμε σε ένα ποσοστό 35%, το οποίο θεωρούσαν για κάποιον λόγο ότι θα ήταν το βέλτιστο. Η λαιμητόμος της ΕΒΕ έγινε για να αποδεσμεύσουν χώρο και να βρουν πελατεία τα ιδιωτικά. Είναι ένας μηχανισμός που αποδυναμώνει τα πανεπιστήμια και οδηγεί σε κλείσιμο τμημάτων κυρίως στην περιφέρεια» εξηγεί ο Β. Ασημακόπουλος, ο οποίος την περίοδο 2006-07 υπήρξε μέλος της Πρωτοβουλίας Μελών ΠΑΣΟΚ ενάντια στην Αναθεώρηση του Αρθρου 16 (Π16).
Οπως σημειώνει, πάντως, το γεγονός ότι τα τμήματα της περιφέρειας θα αποδυναμωθούν περαιτέρω προκαλεί προβλήματα βιωσιμότητας στις ίδιες τις επαρχιακές πόλεις. «Η Ελλάδα έχει μια ιδιομορφία που είναι μοναδική για κράτος-μέλος της ΕΕ. Το 50% του πληθυσμού της ζει στο 1/50 της έκτασης. Θα το λύσει αυτό η εκπαίδευση; Ολες οι πολιτικές θα πρέπει να καθορίζονται από κάποια κεντρικά ζητήματα και το ένα από αυτά είναι η χωροταξική ανωμαλία που έχει επίδραση στην οικονομία, την ανάπτυξη και σε όλα τα επίπεδα» τονίζει.
«Μπορείς να αναφέρεις τρία καλά ιδιωτικά ΑΕΙ;»
Δύο από τα κυρίαρχα επιχειρήματα που αναμασούν οι πολέμιοι του άρθρου 16 είναι αφενός ότι η ύπαρξη ιδιωτικών πανεπιστημίων θα δημιουργήσει συνθήκες ανταγωνισμού που θα βελτιώσουν την ποιότητα των δημόσιων, αφετέρου ότι σχεδόν σε όλο τον κόσμο τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι θεσμοθετημένα.
Ο Περ. Γκόγκας όμως είναι ξεκάθαρος: «Οικονομικά αν το πάρουμε, οικονομίες κλίμακας έχουμε αν τα ήδη πάρα πολύ καλά πανεπιστήμια που έχουμε στη χώρα μας τα χρηματοδοτήσουμε περισσότερο για να γίνουν ακόμη καλύτερα. Πρέπει να γίνει μια σοβαρή διάκριση μεταξύ των ιδιωτικών πανεπιστημίων και αυτών που αναγνωρίζει ο κόσμος ως ιδιωτικά. Εχουμε τα ιδιωτικά και έχουμε τα μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά. Συνήθως κανείς δεν γνωρίζει να μου αναφέρει τρία καλά ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αυτά που λένε είναι είτε ξένα κρατικά είτε μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά, τα οποία είναι περίπου το ίδιο, με τη διαφορά ότι ιδρύθηκαν πριν από αιώνες από κάποιον ιδιώτη και λειτουργούν με καθαρά δημόσιο χαρακτήρα, χωρίς να βγάζει κανείς κέρδος και τα έσοδα από δίδακτρα και πατέντες επανεπενδύονται στο πανεπιστήμιο. Συνεπώς, το Χάρβαρντ και το MIT που είναι μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά δεν διαφέρουν από το Μπέρκλεϊ και το Μίσιγκαν που είναι κρατικά».
Η Αιμ. Βήλου συμπληρώνει: «Το ότι κάτι συμβαίνει αλλού δεν σημαίνει ότι είναι αυτομάτως καλό. Τα πανεπιστήμια του εξωτερικού για τα οποία μιλάμε και θεωρούμε υψηλού επιπέδου δεν είναι ιδιωτικά. Είναι μια σύμπλευση ιδιωτικού – δημόσιου τομέα με τελείως διαφορετική αντίληψη. Δεν είναι ούτε ΙΕΚ ούτε κολέγια. Λειτουργούν με συγκεκριμένα επιστημονικά κριτήρια για τα οποία στην Ελλάδα δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη», ενώ ο Β. Ασημακόπουλος θέτει το ζήτημα της υποστελέχωσης: «O ανταγωνισμός δεν λύνει το ζήτημα, αφού το πρόβλημα στα δημόσια πανεπιστήμια είναι η υποστελέχωση και γι’ αυτό το ζήτημα δεν γίνεται καθόλου συζήτηση. Ελυσε ο ανταγωνισμός το ζήτημα της υγείας;».
Αλλωστε και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΠΟΣΔΕΠ) σε ανακοίνωσή της επισημαίνει ότι «η ίδρυση ξένων ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα δεν απαντά στα κρίσιμα προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».
«Τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν φοβούνται τη σύγκριση με ξένα πανεπιστήμια. Οι θέσεις που καταλαμβάνουν στις διεθνείς κατατάξεις τα ελληνικά πανεπιστήμια και τα τμήματά τους είναι υψηλές, συγκρίσιμες και ανώτερες από ξένα που διαθέτουν πολλαπλάσιους πόρους» υπογραμμίζει.
Η αγορά σκοτώνει τις ανθρωπιστικές επιστήμες
Μια διαφορετική πλευρά φωτίζει η Αιμ. Βήλου, αναφερόμενη στο πώς το άνοιγμα ιδιωτικών πανεπιστημίων θα επηρεάσει τα προγράμματα σπουδών, μετατρέποντας το σύνολο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε μια γραμμή παραγωγής φτηνού εργατικού δυναμικού όπου «σταματάει η παραγωγή γνώσης και ξεκινά η παραγωγή προσόντων».
«Μέχρι τώρα η πανεπιστημιακή κοινότητα προσπαθούσε να παράγει γνώση. Οταν μπαίνουν ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια για την ύπαρξη προγραμμάτων με όρους αγοράς τότε μιλάμε για το τέλος των κλασικών σπουδών» τονίζει και συνεχίζει: «Θα πνίξουν την παραγωγή ενός πολύ φτηνού φαρμάκου, θα πνίξουν έρευνες που θα μιλάνε για περιβαλλοντικούς κινδύνους, θα αναδειχτούν δουλειές γύρω από την πολεμική βιομηχανία, θα πεθάνει οποιαδήποτε ανθρωπιστική και κοινωνική επιστήμη. Οταν πας με όρους αγοράς αυτό συμβαίνει. Δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν γιατρό να μην έχει κάνει φιλοσοφία και ηθική. Οταν μπαίνουμε όμως στη λογική ενός πανεπιστημίου της αγοράς τότε δεν θα έχει διαβάσει κάτι τέτοιο».
Στο ίδιο μήκος και ο Γ. Χουρδάκης, ο οποίος αναφερόμενος στις συνέπειες που θα έχει στην ποιότητα των σπουδών η βίαιη είσοδος της αγοράς τονίζει: «Το κομμάτι της έρευνας είναι το 50% του ρόλου ενός πανεπιστημίου. Βλέπουμε εδώ και δεκαετίες την έρευνα να προσανατολίζεται σε χρηστικές εφαρμογές, να απαξιώνει πεδία όπως οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες ακριβώς επειδή απευθύνεται στην αγορά. Το ίδιο ακριβώς θα συμβεί και με τα πανεπιστήμια. Θα έχουμε προγράμματα σπουδών που θα ανταποκρίνονται στην αγορά και μόνο».
Αντίστοιχα, ο Β. Ασημακόπουλος κάνει λόγο για «θάνατο της παιδείας»: «Αν αλλάξει το άρθρο 16, θα επικρατήσει η αξιολόγηση με αγοραία και μη ακαδημαϊκά κριτήρια, γεγονός που θα σημάνει τον θάνατο της παιδείας ή τουλάχιστον της παιδείας όπως την ορίζει το άρθρο 16».
Στο απόσπασμα η κοινωνική κινητικότητα
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πτυχή που θέτει στη συζήτηση ο Γ. Χουρδάκης αναφορικά με τον κρίσιμο κοινωνικό ρόλο που επιτελούν τα δημόσια πανεπιστήμια και ο οποίος δεν άπτεται άμεσα του πεδίου των σπουδών που προσφέρουν.
«Ξεχνάμε πάντα τον βασικό ρόλο του δημόσιου πανεπιστημίου πέρα από την εκπαίδευση και την έρευνα. Είναι ένας από τους ελάχιστους εναπομείναντες θεσμούς άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και υποστήριξης της κοινωνικής κινητικότητας. Μέσα στο υπάρχον παραγωγικό και οικονομικό σύστημα δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι που ένας νέος από κατώτερα κοινωνικά ή οικονομικά στρώματα μπορεί να ανέλθει. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ένας από τους ελάχιστους θεσμούς που παίζουν αυτό τον ρόλο. Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα εντείνουν τις ανισότητες και δεν θα βοηθήσουν στην άμβλυνσή τους» τονίζει συμπερασματικά.