Στη δίνη της ενεργειακής κρίσης

Στη δίνη της ενεργειακής κρίσης

Ο κόσμος αντιμετωπίζει μια ενεργειακή κρίση που πολλοί τη συγκρίνουν με την πετρελαϊκή των αρχών της δεκαετίας του 1970. Οι τιμές στην ενέργεια έχουν φτάσει σε επίπεδα-ρεκόρ, αφού η ζήτηση από τις οικονομίες που ανακάμπτουν δεν καλύπτεται από την προσφορά.

Παράλληλα, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες έχουν στυλώσει τα πόδια και δεν αυξάνουν την παραγωγή, επιδεινώνοντας περαιτέρω την κατάσταση.

Ο Πούτιν και το φυσικό αέριο

Η προσφορά του φυσικού αερίου, του κάρβουνου και άλλων πηγών ενέργειας δεν καλύπτει επαρκώς τη ζήτηση. Φέτος οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη αυξήθηκαν πολλαπλάσια. Μετά την παρέμβαση του Βλαντίμιρ Πούτιν και τις υποσχέσεις για αύξηση της προσφοράς αερίου οι αγορές έχουν ηρεμήσει. Παραμένει όμως ο φόβος της χειραγώγησης της τιμής του αερίου από το Κρεμλίνο, που έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την προμήθεια αερίου για να προωθήσει τις γεωπολιτικές του επιδιώξεις.

Η βιομηχανική παραγωγή στην Κίνα διακόπηκε λόγω της ανεπάρκειας τροφοδότησης των εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής με κάρβουνο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν στερέψει πολλές αντλίες καυσίμων προκαλώντας ταραχές, ενώ ο στρατός της χώρας κλήθηκε να οδηγήσει βυτιοφόρα με καύσιμα. Οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής της Ινδίας λειτουργούν επίσης με εξαιρετικά χαμηλά αποθέματα άνθρακα.

Τι οδήγησε στην κρίση

Οι αναλυτές έχουν αποδώσει την αύξηση των παγκόσμιων τιμών ενέργειας σε διάφορους παράγοντες. Ορισμένοι θεωρούν ότι η άνοδος οφείλεται κυρίως στην ανάκαμψη της ζήτησης καθώς η οικονομική δραστηριότητα επιστρέφει στην κανονικότητα μετά την πανδημία. Ωστόσο η παραγωγή απέτυχε να ανακάμψει γρήγορα λόγω διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού που προκλήθηκαν από την πανδημία.

Αλλοι αναλυτές βλέπουν την αύξηση των τιμών της ενέργειας ως παράδειγμα του «πράσινου πληθωρισμού» που προκαλείται από τους αυξανόμενους περιορισμούς που θέτουν οι κυβερνήσεις στις παραδοσιακές πηγές ενέργειας. Οι κυβερνητικές ρυθμιστικές αρχές τα τελευταία χρόνια εργάζονται όλο και περισσότερο για την ενθάρρυνση χρησιμοποίησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας προκειμένου να επιτύχουν τους παγκόσμιους στόχους περιορισμού των εκπομπών άνθρακα.

Πιστεύεται ότι αυτή η επιθετική ώθηση προς την υιοθέτηση ΑΠΕ μπορεί να έχει οδηγήσει τους επενδυτές να υποεπενδύσουν σε παραδοσιακές πηγές ενέργειας, οδηγώντας με τη σειρά τους σε ανεπαρκείς προμήθειες για να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση. Οι νέες επενδύσεις στην ανάπτυξη κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου από αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες πετρελαίου συρρικνώθηκαν περισσότερο από το μισό μεταξύ 2015 και 2021.

Δεν πρέπει να υποτιμηθεί και ο ρόλος της κλιματικής αλλαγής στην επιδείνωση της κρίσης. Οι πρωτοφανείς καύσωνες και οι πυρκαγιές που έπληξαν τον Καναδά το περασμένο καλοκαίρι μπλόκαραν τις σιδηροδρομικές μεταφορές για εβδομάδες. Ο τυφώνας «Αϊντα» που χτύπησε τον Αύγουστο τον Κόλπο του Μεξικού διέκοψε την παραγωγή πετρελαίου στις ΗΠΑ.

Φόβοι για ελλείψεις σε αγαθά

Δεδομένου ότι οι τιμές της ενέργειας επηρεάζουν τις οικονομικές αποφάσεις σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού, η άνοδος των τιμών είχε σημαντικό αντίκτυπο σε πολλές εταιρείες στην Ευρώπη και την Ασία, οι οποίες δεν μπορούν να αντέξουν τα υψηλά λειτουργικά κόστη. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο τομέας των εμπορικών μεταφορών: πάνω στην έλλειψη εμπορευματοκιβωτίων ήρθε να προστεθεί από τη μια πλευρά η υψηλή ζήτηση στις δυτικές χώρες και από την άλλη οι αποκλεισμοί στα λιμάνια της Ασίας για την καταπολέμηση της διάδοσης του κορονοϊού.

Το μποτιλιάρισμα στα λιμάνια επιμηκύνει τους χρόνους των ταξιδιών των φορτηγών πλοίων, πολλαπλασιάζοντας το κόστος μεταφοράς δέκα φορές μέσα σε 18 μήνες. Το αποτέλεσμα είναι να παρατηρούνται ελλείψεις σε μια γκάμα από προϊόντα: από μπαχαρικά μέχρι smartphones.

Οι ελλείψεις οδηγούν σε αύξηση των τιμών που με τη σειρά της μπορεί να ωθήσει τις κεντρικές τράπεζες να επιβάλουν περιοριστικές πολιτικές εις βάρος της ανάκαμψης από την οικονομική κρίση που επέφερε η πανδημία.

Τι μέλλει γενέσθαι

Ο ενεργειακός εφοδιασμός είναι πιθανό να παραμείνει περιορισμένος για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, καθώς οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες δεν θα αυξήσουν την παραγωγή προτού «ρεφάρουν» τη χασούρα της πανδημικής κρίσης. Τα μέλη του ΟΠΕΚ (Οργανισμός Π ε τ ρε λα ι ο εξαγωγικών Χωρών) την περασμένη χρονιά συμφώνησαν να κάνουν μεγάλες μειώσεις στην παραγωγή πετρελαίου για να συγκρατήσουν την τιμή του αργού, που είχε πέσει λόγω της ακινησίας που επέβαλαν τα lockdowns της πανδημίας.

Τα αποθέματα δεν μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση καθώς οι οικονομίες ανακάμπτουν, με τις δεξαμενές αργού πετρελαίου να αδειάζουν σε χρόνο-ρεκόρ, σύμφωνα με την Goldman Sachs. Την προηγούμενη εβδομάδα η τράπεζα ανέβασε τις προβλέψεις της για την τιμή του αργού στο τέλος του έτους από τα 80 στα 90 δολάρια το βαρέλι.

Η κρίση αναμένεται να επιδεινωθεί εάν ο χειμώνας είναι βαρύς και αυξήσει περαιτέρω τη ζήτηση ενέργειας. Πολλά θα εξαρτηθούν επίσης από τον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις θα ανταποκριθούν στην τρέχουσα κρίση, ελέγχοντας τις τιμές και αντιμετωπίζοντας πιθανές ελλείψεις.

Η ακριβότερη ενέργεια παρασύρει τον πληθωρισμό, θέτοντας στις κυβερνήσεις το δίλημμα είτε να στηρίξουν τις οικονομίες τους παρά τον πληθωρισμό είτε να ακολουθήσουν περιοριστική πολιτική, αναχαιτίζοντας την ανάκαμψη. Ανησυχία επίσης επικρατεί στον τομέα του διαμετακομιστικού εμπορίου που κινεί τα καταναλωτικά αγαθά στις αγορές.

Documento Newsletter