Ξενάγηση στην πόλη των αφηγήσεων του Μίλτου Λιδωρίκη με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Εζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ».
Μεσημέρι Κυριακής, έξω από το Zonar’s, γύρω στα τριάντα άτομα περιμένουμε να μπούμε στη χρονοκάψουλα που θα μας μεταφέρει στις γειτονιές της Μπελ Επόκ όπως τις έζησε ο Μίλτος Λιδωρίκης. Το λεωφορείο με το οποίο πρόκειται να γίνει η ξενάγηση κατασκευάστηκε το 1961 από την εταιρεία ΒΙΑΜΑΞ και πλέον ανήκει στους Χάρη και Βαγγέλη Λαζαρόπουλο –είναι το όχημα που χρησιμοποίησε η Finos Film στην ταινία «Η αρχόντισσα κι ο αλήτης». Η περιήγηση ξεκινά από το Zonar’s γιατί ακριβώς απέναντι, στη σημερινή πολυκατοικία που εφάπτεται στον τοίχο του Νομισματικού Μουσείου βρισκόταν κάποτε το αρχοντικό της οικογένειας Λιδωρίκη, στο οποίο σύχναζαν οι σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής. Μέσα από τα παράθυρα του σπιτιού ο μικρός Μίλτος παρακολουθούσε με μάτια ορθάνοιχτα τη ζωή της πόλης. Την εικόνα της Αθήνας από τη δεκαετία του 1870 και για πενήντα χρόνια αιχμαλώτισε στα κείμενά του που δημοσιεύτηκαν το 1940 σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ασύρματος».
Η Ζωζώ Λιδωρίκη, πρόεδρος της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας Διεθνείς Σχέσεις Πολιτισμού και υπεύθυνη των αρχείων Λιδωρίκη, στην οποία ανήκει η πρωτοβουλία της συνάντησης, με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου «Εζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ» (εκδόσεις Polaris) τονίζει ότι πρόκειται για κείμενα που είδαν και πάλι το φως έπειτα από οκτώ δεκαετίες.
Η πένα του θεατρικού συγγραφέα, σκηνοθέτη, λογοτέχνη, δημοσιογράφου και πολιτικού Μίλτου Λιδωρίκη (πατέρας του Αλέκου Λιδωρίκη) δεν αφήνει τίποτα αναξιοποίητο, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους που γνωρίζουν ότι η συνολική εικόνα μιας εποχής δεν μπορεί να συσταθεί αν δεν υπάρξουν στοιχεία για όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Ο συγγραφέας αναπτύσσει γνήσια περιέργεια για θέματα που αφορούν την καθημερινότητα, την κοσμική ζωή και τους ανθρώπους της πόλης: τους γαλατάδες, τις νοικοκυρές, τους τοκογλύφους, τις γυναίκες του ημικόσμου.
Σκόνη, τζόγος και κονσομασιόν
Η κ. Λιδωρίκη στέκεται όρθια στον διάδρομο του λεωφορείου και διαβάζει: «Εγώ τουλάχιστον την Αθήνα δεν τη θυμάμαι χωρίς σκόνη. Καταντούσε, και όταν έβρεχε ακόμα και φυσούσε αέρας, η πόλις να ’χει σκόνη. Αλλά τι σκόνη, παρακαλώ, ήταν εκείνη! Σκόνη κοσκινισμένη, χονδρότερη σκόνη με ψιλά πετράδια, φρόκαλα, παντός είδους ακαθαρσίες, σκόνη αποπνικτική, εκτυφλωτική, διαρκώς και ακατάπαυστα να περιφέρεται, να υψώνεται, να στριφογυρίζει, να στροβιλίζεται αγκαζέ με σκουπίδια, να σκεπάζει το ιοστεφές άστυ, όπως ονόμαζαν τότε την Αθήνα των εκατό χιλιάδων κατοίκων. Η σκόνη στην Αθήνα ήταν ό,τι στο Λονδίνο η ομίχλη. Ολα τα σκέπαζε, τα εξηφάνιζε, τα βρόμιζε».
Το λεωφορείο κατεβαίνει την Πανεπιστημίου και περνάει από την πλατεία Ομονοίας, όπου κάποτε βρίσκονταν τα μεγάλα κέντρα νυχτερινής διασκέδασης «Ενα από τα μεγάλα κέντρα ήταν το “Γκραν Κλουμπ” που κατείχε ολόκληρον τον όροφον της οικίας Κασιμάτη, γωνία Αιόλου και Σταδίου, απέναντι από τα μεγάλα καταστήματα Λαμπροπούλου. Ολη η πρόσοψις αποτελούσε τη μεγάλη σάλα του θεάματος και του χορού. Τα άλλα δωμάτια, στο πλάι, χρησίμευαν για ιδιαίτερα καμπαρέ και για αίθουσα παιγνιδιών και ρουλέτας, γιατί τότε επετρέπετο το παιχνίδι στα καμπαρέ […] Τις πρωινές ώρες συναντούσες στα ορθάνοικτα μαγαζιά νιάτα, ομορφιά, πνεύμα, χρήμα. Τα πολυσύχναστα καφέ σαντάν της Ομονοίας, το “Μον πλαιζίρ”, γωνία Ομονοίας και 3ης Σεπτεμβρίου, ο “Μέγας Αλέξανδρος” κάτω από το ομώνυμον ξενοδοχείον, ο “Υπόγειος παράδεισος” στην Ομόνοια, αργότερα το “Γκαίτε”, το “Ετουάλ”, με τις όμορφες αρτίστες, τις αληθινές καλλιτέχνιδες του χορού, του τραγουδιού και της κονσομασιόν, ήσαν οι προμηθευταί που ξαπέστελναν, τις πρώτες πρωινές ώρες και με το σκάσιμο της αυγούλας, τον κόσμο που γέμιζε τα διανυκτερεύοντα».
Περνάμε μπροστά από το Εθνικό Θέατρο, του οποίου ο Μίλτος Λιδωρίκης υπήρξε σημαντική προσωπικότητα, και κατεβαίνουμε την Πειραιώς –τον πιο άσχημο δρόμο της Αθήνας σύμφωνα με τον συγγραφέα– όταν στο φανάρι σταματούν περαστικοί και φωτογραφίζουν το εντυπωσιακό όχημα σε μια από τις σπάνιες εξόδους του στους δρόμους της πόλης.
Στο Φάληρο και στις Πιπεριές
Κατευθυνόμαστε προς το Νέο Φάληρο και περνάμε μπροστά από το νοσοκομείο Metropolitan, στη θέση του οποίου μέχρι το 1968, όταν δηλαδή γκρεμίστηκε από τον διαβόητο Σκυλίτση, υπήρχε το περίφημο Ακταίον, το οποίο ωστόσο δεν ήταν το πρώτο ξενοδοχείο της περιοχής. «Ητο τότε το Νέον Φάληρον η ευνοούμενη των Αθηνών παραλία, ή μάλλον η πλαζ της μόδας, διότι αρχομένου του έτους 1890, ο σιδηρόδρομος Αθηνών-Πειραιώς απαύστως εφρόντιζε ν’ αναπτύξει και να καλλωπίσει το Νέον Φάληρον […]. Το “Μέγα ξενοδοχείον”, το μόνο τότε –διότι το “Ακταίον” ανηγέρθη παρά του αειμνήστου Ιωάννου Πεσμαζόγλου, ο πρόωρος θάνατος του οποίου εσταμάτησεν και την ωραία αποστολήν του κτιρίου αυτού–, κτίσθηκε στα 1880 και είχε περί τα είκοσι και μόνον δωμάτια. Κατόπιν προσετέθησαν ακόμη είκοσι και μετά το 1912 έγινε σε αυτό γενική μετασκευή και αύξησις των δωματίων».
Αφήνοντας πίσω μας τη λουτρόπολη της εποχής με την πλαζ και τα δύο θέατρα, κατευθυνόμαστε προς τη λεωφόρο Συγγρού μέσω Καλλιθέας. Φτάνουμε στον Αγιο Σώστη, που ονομάστηκε έτσι στις αρχές του 20ού αιώνα λόγω του τάματος που είχε γίνει για τη σωτηρία του βασιλέως Γεωργίου Α΄, ο οποίος είχε πρόσφατα διασωθεί από δολοφονική απόπειρα, και συνεχίζουμε τη διαδρομή στην Αμαλίας, μπροστά από τον Εθνικό Κήπο όπου άλλοτε υπήρχε η δενδροστοιχία των Πιπεριών. «Ο,τι είναι σήμερον όλα μαζί τα αθηναϊκά κέντρα ήτον άλλοτε η Δενδροστοιχία ή οι Πιπεριές όπως έλεγαν τη λεωφόρον Αμαλίας. Στις Πιπεριές όλο το πρωί ανεβοκατέβαινε και πηγαινοήρχετο ο κόσμος της Αθήνας. Στις Πιπεριές, κάθε εποχή το έτους εγένετο ο καθημερινός απογευματινός περίπατος. Στις Πιπεριές έτρεχον οι ρομαντικοί και οι ερωτευμένοι την νύκτα για ν’ ακούσουν τα αηδόνια την άνοιξη και ν’ αναπνεύσουν το καλοκαίρι το αρωματισμένον από το Βασιλικό Περιβόλι δροσερό αεράκι».
Το λεωφορείο κατευθύνεται προς τη Φιλελλήνων για να καταλήξει στην περιοχή κοντά στο Καλλιμάρμαρο που κάποτε ονομαζόταν Παριλίσια, γιατί εκεί βρίσκονταν οι εκβολές του Ιλισού. Η κ. Λιδωρίκη ολοκληρώνει την ξενάγησή της στην πλατεία Προσκόπων και κατεβαίνοντας από το λεωφορείο ανατρέχω στο βιβλίο για άλλη μια φορά αναζητώντας να ενωθώ με μια Αθήνα που λίγοι συγγραφείς έχουν τη δυνατότητα να σε κάνουν να τη νιώσεις τόσο δική σου.
(Κάντε “κλικ” στις φωτογραφίες για να τις δείτε αναλυτικά)