Στον πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση διαβιβάστηκε, σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, η δικογραφία που εμπλέκει τους Κώστα Σημίτη και Μιχάλη Χρυσοχοΐδη σε χρηματισμό για τo σύστημα ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων, γνωστό ως C4I.
Οπως είχε αποκαλύψει από τον Μάιο το Documento, οι προ δωδεκαετίας καταθέσεις του Γάλλου εμπόρου όπλων Μισέλ Ζοσεράν στις γαλλικές αρχές έβαλαν στο κάδρο της εισαγγελικής έρευνας τον πρώην πρωθυπουργό αλλά και τον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Ο Ζοσεράν το 2004 διατελούσε χρέη προέδρου της εταιρείας Thales και κατά τα λεγόμενά του η μίζα που έλαβαν Σημίτης και Χρυσοχοΐδης στάθηκε η αιτία να χάσει η εταιρεία που εκπροσωπούσε το έργο της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
Η αποκάλυψη της εμπλοκής Σημίτη – Χρυσοχοΐδη στο σκάνδαλο του C4I ανέδειξε και τους σκιώδεις χειρισμούς της ελληνικής Δικαιοσύνης, η οποία λειτουργούσε συγκαλυπτικά όταν έφταναν στα χέρια της στοιχεία τέτοιου μεγέθους. Η εν λόγω υπόθεση ήρθε στο φως μετά την επιμονή της ανακρίτριας Διαφθοράς Ηλιάνας Ζαμανίκα, η οποία μετέφερε επισήμως στους ανωτέρους της ότι η μέχρι πρότινος προϊσταμένη της Εισαγγελίας Διαφθοράς Ελένη Ράικου της απέκρυπτε 250.000 έγγραφα για το σκάνδαλο της ανακατασκευής των φρεγατών τύπου S.
Ο ρόλος της Δικαιοσύνης
Οταν τελικά η κ. Ράικου αναγκάστηκε να διαβιβάσει τα συγκεκριμένα έγγραφα αποκαλύφθηκε πως υπήρχαν καταθέσεις του Ζοσεράν από το 2005 για το C4I, αλλά και κατασχεμένο υλικό από τους υπολογιστές του Ελληνα εκπροσώπου της εταιρείας Thales Νίκου Ρωμανού. Η κ. Ζαμανίκα ζητούσε μετ’ επιτάσεως από την Εισαγγελέα Διαφθοράς την επέκταση των διώξεων για την υπόθεση της αναβάθμισης των υποβρυχίων τύπου S και ένας από τους λόγους ήταν οι πολύκροτες καταγγελίες του Μισέλ Ζοσεράν κατά των Σημίτη – Χρυσοχοΐδη. Τελικά, η επέκταση της δίωξης έγινε από τη νέα προϊσταμένη της Εισαγγελίας Διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη.
Το Μάιο του 2005 ο Μισέλ Ζοσεράν κατέθεσε επισήμως στους εισαγγελείς της Νίκαιας της Γαλλίας, Gilles Accomando και Muriel Fusina, ότι το 2002 και στις αρχές του 2003 κλήθηκε να παρουσιάσει ένα σχέδιο για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. «Από εκείνη τη στιγμή πηγαινοερχόμουν συνέχεια στην Ελλάδα και είχα επαφές με τον κ. Ρωμανό (σ.σ. πρόκειται για τον Λουκά Ρωμανό), πρόεδρο της ΤΗΙΝΤ (Thales International) Ελλάδος. Εκείνος μου υπόδειξε ότι θα έπρεπε να προβλέψουμε μια προμήθεια της τάξης του 7% με 10% για τον υπουργό Αμυνας. Και μου υπέδειξε επίσης ότι και στην προηγούμενη αγορά των φρεγατών στην Ελλάδα είχε μεσολαβήσει συμφωνία με τον ίδιο τον υπουργό για την καταβολή των προμηθειών, χάρη στην οποία η εταιρεία Thales κέρδισε τον διαγωνισμό. Στην αγορά του συστήματος για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων ανταγωνιστής ήταν μια εταιρεία ονόματι SAIC, την οποία υποστήριζε ευθέως ο Ντικ Τσένι. Και κατά τον κ. Ρωμανό χάσαμε αυτή την αγορά επειδή δωροδοκήσαμε χαμηλά, ενώ οι Αμερικάνοι στόχευσαν τον υπουργό Εσωτερικών και τον πρωθυπουργό» κατέθεσε ο Μισέλ Ζοσεράν.
Βάσει της χρονικής συγκυρίας, οι περιγραφές του Ζοσεράν αφορούσαν τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη (χρονική περίοδος 2002 – 2003) και τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, ο οποίος κατείχε τη θέση του υπουργού Δημόσιας Τάξης (σ.σ. Εσωτερικών για τη Γαλλία).
Παράλληλα στη Βουλή διαβιβάστηκε ακόμη μια δικογραφία ως επέκταση της δίωξης που αφορά τον Γιάννο Παπαντωνίου. Συγκεκριμένα πρόκειται για το σκάνδαλο της ανακατασκευής των φρεγατών τύπου S. Οι συμβάσεις γι’ αυτά τα εξοπλιστικά προγράμματα είχαν υπογραφεί από τον τότε υπουργό Αμυνας Γιάννο Παπαντωνίου και το έργο είχε αναλάβει η εταιρεία Thales.
«Το ξέπλυμα» δεν παραγράφεται
Οπως διευκρινίζουν νομικές πηγές στο Documento, όταν ένας υπουργός έχει διαπράξει ένα βασικό αδίκημα όπως η απιστία ή η δωροδοκία και δεν μπορεί να διωχθεί λόγω παρέλευσης της ειδικής αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 86, δεν συνάγεται ότι παραγράφεται και το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Δηλαδή, σε περίπτωση που οι Σημίτης – Χρυσοχοΐδης δωροδοκήθηκαν προκειμένου να επιλέξουν τη SAIC, δεν θα μπορούσαν να διωχθούν διότι έχει παρέλθει η ειδική αποσβεστική προθεσμία. Οπως όμως συνέβη και στην περίπτωση του Ακη Τσοχατζόπουλου, είναι πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο δίωξης κατά πολιτικών προσώπων σε υποθέσεις ξεπλύματος μαύρου χρήματος.