Στέλιος Β. Σκοπελίτης: Ο φωτογράφος είναι θαυμαστής έρωτος και συνάμα οφθαλμοπόρνος

Στέλιος Β. Σκοπελίτης: Ο φωτογράφος είναι θαυμαστής έρωτος και συνάμα οφθαλμοπόρνος

«Θέλω να ομολογήσω πως η επιθυμία μου ήταν να φωτογραφίσω εκείνους που με το έργο τους με στήριξαν ηθικά και πνευματικά και που, επίσης, σημάδεψαν μια καθοριστική εποχή της Ελλάδος, και μετά τους φίλους μου» γράφει ο Στέλιος Σκοπελίτης στο εισαγωγικό σημείωμα της πρώτης έκδοσης του λευκώματος «Το βλέμμα», το οποίο μόλις επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αίολος.

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Αλέξης Ακριθάκης, ο Γιώργος Ζογγολόπουλος, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Κάρολος Κουν, η Ραλλού Μάνου, η Nelly’s, ο Γιάννης Ρίτσος, η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, η Μάρω Δούκα, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Μάνος Χατζιδάκις είναι μεταξύ των σπουδαίων ανθρώπων του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού που αφέθηκαν στην κάμερα του Στέλιου Σκοπελίτη. Αναζήτησα τον φωτογράφο, ο οποίος πλέον ζει μόνιμα στη Σύρο, και μιλήσαμε για τις εσωτερικές διεργασίες που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια μιας φωτογράφισης πορτρέτου.

Τα τελευταία χρόνια ζείτε στη Σύρο. Πώς είναι η ζωή σας εκεί;

Οντως τα τελευταία χρόνια διανύω τα τελευταία έτη της εκδρομής μου στον πανέμορφο τόπο μας, που αμόρφωτοι και απαίδευτοι συμπολίτες μου έχουν βαλθεί με λύσσα να τον αφανίσουν… και τα καταφέρνουν. Εδώ λοιπόν στη Σύρο, στην καρδιά, στο κέντρο των Κυκλάδων, όπου είναι μετρημένες οι βροχοπτώσεις –η βροχή μου αρέσει κι έτσι στερήθηκα τη μουσική της–, εδώ όπου ο ήλιος καίει διαφορετικά, εδώ όπου οι άνεμοι από όλες τις κατευθύνσεις είναι αδυσώπητοι, βρήκα την ηρεμία μου αλλά και την εκκωφαντική σιωπή που με ξεκουφαίνει. Πώς να υψώσω τη φωτογραφική μηχανή; Ενας άνεμος σίγουρα θα την πάρει…

Σε τι ηλικία αρχίσατε να ασχολείστε με τη φωτογραφία;

Μου φαίνεται σαν να πέρασε μόλις ένας χρόνος από τότε που ήμουν 15 ετών στη Μυτιλήνη, όταν ένας θείος μου μου έφερε από την Αθήνα μια Kodak Brownie με δύο φιλμ. Ηταν αρκετά τσιγκούνης αλλά τα φιλμ έφταναν για να μολύνουν με τον τότε άγνωστο ιαπωνικό photovirus το «λεσβιακό» μου αίμα. Από τότε βλέπω τον κόσμο φωτογραφικά, δηλαδή το θεαθήναι, άλλοτε ξεγελαστικά πανέμορφο, άλλοτε γοητευτικά αποκρουστικό. Βέβαια, η φωτογραφία με βοήθησε να επιβιώσω, να ξεπληρώσω το χρέος σε αυτήν τη μοναδική πανάθεμα πανάκριβη ζωή – σκέψου, ένας εσπρέσο να φτάνει τα 3 ευρωμάρκα. Ας είναι. Μεγάλωσα, γέρασα, ήρθα στη Σύρο να πεθάνω πάνω από υπολογιστή – οι μηχανές μου στο ράφι απρόσμενης κόπωσης…

Τι απεικόνιζε η πρώτη σας φωτογραφία;

Απεικόνιζε συμμαθητές και έναν έρωτα, τη Μαρίνα, γι’ αυτό μου αρέσει υπερβολικά το ποίημα «Μαρίνα» του T.Σ. Eλιοτ: «Ποια πέλαγα ποιοι γιαλοί ποια γκρίζα βράχια και ποια νησιά»… Πιστεύω ότι ο φωτογράφος είναι εκφραστής φιλίας, θαυμαστής έρωτος και συνάμα οφθαλμοπόρνος. Σ’ αυτό φταίει ο Πραξιτέλης με τις Αφροδίτες του, φταίει κι ο Αριστοτέλης όταν λέει: «Οι άνδρες κοιτιούνται στο βλέμμα τού Φίλου και όχι στον καθρέφτη».

Περάσατε πολλά χρόνια στις εφημερίδες. Σας λείπει κάτι από εκείνη την εποχή;

Δεν μου λείπει τίποτε από καμιά εποχή. Η εποχή μού λείπει, η δύναμη να ξαναδημιουργήσω μια νέα σημαντική εμπειρία, ένα νόστο, ένα νέο ταξίδι, σαν τον Οδυσσέα που έφτασε στην Ιθάκη, λύτρωσε την αγαπημένη του και… ξαναξεπόρτισε. Ε αυτή την τελευταία έξοδο δεν θα την ποιήσω, τώρα με φροντίζει η αλήθεια. Πότε πότε έλεγα στον εαυτό μου: «Μη βιάζεσαι, μετά πού θα πας;».

Πρόσφατα κυκλοφόρησε ξανά το λεύκωμά σας «Το βλέμμα», το οποίο περιλαμβάνει πορτρέτα σημαντικών προσωπικοτήτων του τελευταίου μισού του 20ού αιώνα. Πώς προέκυψαν;

Φταίνε τα Φαγιούμ και η φιλοπατρία. Φταίει ο μικρός μου θαλασσοδαρμένος τόπος που πνευματικά τέλειωσε με την κάθοδο του Μικρομέγαλου Αλεξάνδρου και σωματικά με την εισβολή των Ρωμαίων, περιπλανήθηκε τόσους αιώνες και επέστρεψε με τον Μακρυγιάννη, γεννώντας στη συνέχεια μεγάλους στοχαστές και καλλιτέχνες. Αυτούς τους πνευματικούς και καλλιτέχνες πατέρες μου αποφάσισα να φωτογραφίσω. Μα τι ταξίδι ήταν αυτό; Μα τον Απόλλωνα! Τόσο γλυκό και πικρό μαζί. Οχι, όχι, δεν γίνεται γλύκα χωρίς πίκρα, γι’ αυτό μου αρέσει η διπλή απόγευση φρούτων.

Στον πρόλογό σας απευθύνεστε στον Χρόνη Μπότσογλου, μετά τον θάνατό του, και τον ρωτάτε ποιητικά εάν σας επιτρέπει να ονομάσετε τη ζωή σάρωση ονείρων…

Η ζωή είναι όνειρο και μακάρι ο θάνατος να μας πηγαίνει στην πραγματική ζωή, για να συνειδητοποιούν οι βάρβαροι όταν πεθαίνουν πως όσο ζούσαν δεν έβλεπαν την ονειρική ζωή όπως οι ονειροπαρμένοι. Προσωπικά βλέπω συνέχεια όνειρα, είμαι ειλικρινής, θέλω να πω, βιώνω δυστυχία. Η σοφή σιωπή αγαπημένων δεν είναι για πολλούς σοφή σιωπή, τους κουφαίνουν οι κραυγές ελεεινών μισάνθρωπων. Οχι, οι μισάνθρωποι δεν έχουν μεταθανάτια ζωή, δεν κοιτούν κανένα όνειρο.

Τι πήρατε από το βλέμμα όσων φωτογραφίσατε;

Μόνο συγκίνηση.

Ποια είναι η στιγμή μεταξύ φωτογράφου και φωτογραφιζόμενου που συμβάλλει στο καλό πορτρέτο;

Λοιπόν, την επιτυχία της προσωπογραφίας τη δηλώνει το βλέμμα ικανοποίησης του φωτογραφιζόμενου αμέσως μετά την επιτυχία της απόλυτης εμπιστοσύνης, που τη νιώθουν συνάμα και οι δύο.

Πότε χαλαρώνει κάποιος μπροστά στον φακό;

Οταν ξεχνά ο ένας ότι κρατά φακό και ο άλλος ότι στέκει απέναντι στον φακό, όταν δηλαδή ακυρώνουν και οι δύο τη μηχανή, όταν το κλικ γίνεται φώνημα πίστης.

Η φωτογραφία στη διάρκεια της προσωπογραφίας είναι συνάντηση βλεμμάτων;

Θα σας πω κάτι εντελώς εμπιστευτικά. Οταν ο φωτογράφος φωτογραφίζει στην ουσία φωτογραφίζει τον εαυτό του, όχι ως νάρκισσος αλλά ως ερευνητής. Η ζωή είναι συνάντηση βλεμμάτων και έκφραση συγκινήσεων και πνεύματος. Πνεύμα και συγκίνηση, οι δύο μου λέξεις.

Η φωτογραφία είναι ρεαλισμός;

Αν υποθέσουμε ότι όσα μας περιτριγυρίζουν γίνονται πράγματα καρδιάς, δηλαδή συγκίνησής μας, τότε ναι, απεικονίζει την πραγματικότητα, άλλοτε ως αυτή που είναι, άλλοτε ποιητικά, άλλοτε στοχαστικά, άλλοτε ερωτικά και αυτό ονομάζεται ρεαλισμός. Ελάτε όμως που με γοητεύουν ο «ρεαλισμός παραλόγου» του Μαγκρίτ, ο τιτάνιος του Ροντέν, ο ποιητικός του Τσαρούχη, ο αγωνιώδης του Μπουζιάνη.

Ο Γιώργος Χειμωνάς έλεγε ότι τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι μουσικές.

Οταν η σκέψη σου κατέχει αφαιρετική δεινότητα παντού ακούς μουσική. Αμα μπορείς ν’ αφαιρείς θορύβους, τα πάντα είναι μουσική, δεν μπορεί να μην είναι μουσική, μέχρι και την αργή ανέλιξη κοχυλιού ακούς όταν ζητιανεύεις θαλπωρή αστεριών στ’ ακρογιάλι. Ο αρχαίος μουσικός Δάμων λέει: «Δεν γίνεται ν’ αλλάξουν οι τρόποι μουσικής δίχως ν’ αλλάξουν οι μεγάλοι πολιτικοί νόμοι». Τα λόγια του ξεκάθαρα δείχνουν τη σχέση της μουσικής με όλα. Αλήθεια, δεν ακούτε τη βάρβαρη μουσική κλοπής οικονομιών πολιτών, της τεχνικής εξέλιξης, της εξέλιξης επίσης του κεφαλαίου;

Πώς αντιλαμβάνεστε την επιφάνεια του προσώπου;

Ως μορφή. Ανεξάντλητη, γι’ αυτό εξαντλητική. Η μορφή δένδρων, λόφων, ακτών, βουνών και τόσων άλλων επί της γης γέννησε τη σοφία και την ποίηση. Αυτό όσο ο άνθρωπος ένιωθε και πίστευε πως είναι μέρος της φύσης, όσο ήταν ακόμη αθώος, αγνός. Οταν πίστεψε, δυστυχώς, πως είναι δημιούργημα κάποιου θεού –ξέρετε, ο θεός μολύνει– άρχισε να καταστρέφει τις μορφές που δώριζαν σοφία και ποίηση.

Πότε το πρόσωπο συμπίπτει με τη μορφή;

Οταν παραμερίζουμε την πρόσοψή μας, όταν απομακρυνόμαστε από το θεαθήναι και δηλώνουμε: «Να! Εδωνά είμαι». Τότε η πρόσοψη αφανίζεται και γίνεται θεάρεστη μορφή. Ας μην ξεχνάμε πως ο καθείς φέρει μέσα του ένα θεό, αλλιώς δεν θα ενθουσιαζόταν.

Τι ρόλο παίζει το βλέμμα του θεατή στη διαδικασία της προσωπογραφίας;

Οποτε καταπιάνεται ο μάστορας όποιας τέχνης να φτιάξει κάτι πάντα έχει πλάι του αόρατους θεατές. Στην ώρα δημιουργίας ανασαίνουν οι παραλήπτες του.

Εχετε παρατηρήσει αλλαγές στο βλέμμα των ανθρώπων τις τελευταίες δεκαετίες;

Θέλω να πιστεύω πως συνέχεια αλλάζει ο τρόπος βλέμματος. Για παράδειγμα, όταν κάποιος μας προδίδει δεν τον κοιτάμε διαφορετικά απ’ ό,τι τον κοιτούσαμε πριν από την προδοσία; Ανάλογα με την κερδισμένη εμπειρία, δηλαδή ωριμότητα, αλλιώς κοιτάμε/παρακολουθούμε για παράδειγμα το περίφημο «Stalker» του Ταρκόφσκι, το ανεπανάληπτο «Η διπλή ζωή της Βερονίκ» του Κισλόφσκι.

Ποια πρόσωπα έχουν ενδιαφέρον για εσάς; Ποια βλέμματα;

Τα πρόσωπα που μ’ ενδιαφέρουν κοινωνικά είναι των εγκληματιών, των βιτσιόζων, των μη κλινικά τρελών, των βιαστών, των άπληστων, όλων αυτών που κάνουν τη ζωή θλιβερή και αβίωτη και φυσικά όλων των δημιουργών – όλοι οι δημιουργοί ασχολούνται μ’ εμάς.

Το δίγλωσσο λεύκωμα (ελληνικά/αγγλικά) «Το βλέμμα» του Στέλιου Β. Σκοπελίτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αίολος.

 

Documento Newsletter