Μια συζήτηση για την εποχή των μεγάλων ηχογραφήσεων της Columbia με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Ο ηχοπλάστης Στέλιος Γιαννακόπουλος».
Ο Στέλιος Γιαννακόπουλος είναι ένα θρύλος της δισκογραφίας. Από το 1962 και για 20 χρόνια βρέθηκε πίσω από το τζάµι των στούντιο της Columbia συµβάλλοντας µε την τεχνογνωσία και τις ιδέες του στην ηχογράφηση αρκετών από τους σηµαντικότερους δίσκους της εποχής µε την υπογραφή των Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Λοΐζου, Μίµη Πλέσσα, Νίκου Μαµαγκάκη, Γιάννη Μαρκόπουλου, ∆ήµου Μούτση, ∆ιονύση Σαββόπουλου, Κυριάκου Σφέτσα, Γιώργου Νταλάρα, Χαρούλας Αλεξίου, Σωτηρίας Μπέλλου, ∆ηµήτρη Πουλικάκου. Με αφορµή την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του «Ο ηχοπλάστης Στέλιος Γιαννακόπουλος», την οποία συνυπογράφει µε τον Νίκο Πατηνιώτη, συναντηθήκαµε και οι τρεις για να µιλήσουµε για το βιβλίο και τη ζωή του.
Γεννηµένος το 1929 στο Ναύπλιο, ασχολήθηκε από παιδί µε την ψαλτική, το χορωδιακό τραγούδι, τη µουσική και έδειξε την κλίση του σε τεχνολογικά θέµατα. Οταν µε το τέλος της Κατοχής, οδηγούµενος από ένα τεχνικό περιοδικό της εποχής, κατασκεύασε έναν υποτυπώδη ραδιοφωνικό δέκτη µε γαληνίτη, άκουγε από το περιβάλλον του: «Ο Λάκης βρήκε τι θα γίνει, θα γίνει ηλεκτροτέτοιος», γιατί τότε, όπως λέει, δεν υπήρχαν οι όροι ραδιοτεχνίτης, ηλεκτρολόγος κ.λπ. Για να γίνει «ηλεκτροτέτοιος» κατατάχτηκε στο Σώµα ∆ιαβιβάσεων, εκπαιδεύτηκε στα τεχνολογικά µέσα και αµέσως µετά ως πολίτης αποφοίτησε από τη σχολή του Εθνικού Ιδρύµατος Ραδιοφωνίας µε την ειδικότητα του τεχνικού ραδιοθαλάµων.
Από το ΕΙΡ στο στούντιο της Columbia
Στους ραδιοθαλάµους του Ζαππείου, όπου εργάστηκε από το 1955 έως το 1961, συνεργάστηκε µε τον Νίκο Γκάτσο. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά από µια χαραµάδα µια περίεργη µουσική, την τζαζ, που έβγαινε από το πιάνο του Μίµη Πλέσσα και εκεί είδε για πρώτη φορά τη φιγούρα του Μάνου Χατζιδάκι.
Οταν παραιτήθηκε από τη δουλειά του γιατί του ζητήθηκε να πάει µε την οικογένειά του να ζήσει στη Ρόδο και αυτό δεν ήταν εφικτό, πήρε το θάρρος να µιλήσει στον Μίµη Πλέσσα: «Αδερφέ, εσύ που γυρίζεις σε τόσα στούντιο κοίταξε µήπως σε κάποιο ζητάνε µια καθαρίστρια να ξεσκονίζει τα µικρόφωνα µε λατρεία και να µαζεύει τα καλώδια µε αγάπη» αφηγείται ο Στέλιος Γιαννακόπουλος. «Τον έπιασαν τα γέλια» λέει, «δεν µου είπε ότι γνώριζε πως η Columbia επρόκειτο να φτιάξει καινούργιες εγκαταστάσεις ηχογραφήσεων. Σε δυο τρεις µέρες µου έδωσε το όνοµα “Κανελλόπουλος” και το τηλέφωνό του. Ο Νίκος Κανελλόπουλος ήταν ο µοναδικός φωνολήπτης στο τότε στούντιο του εργοστασίου Columbia. Ετσι έκλεισα ραντεβού µαζί του. Στην τρίτη συνάντησή µας εκείνος ηχογράφησε δύο τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και µου έδωσε τον µίκτη να ηχογραφήσω το τρίτο. Ηρθαν οι µουσικοί –στο κοντρόλ ήταν ο παραγωγός ∆ιονύσης Μηλιόπουλος–, άκουσαν το κοµµάτι και κάποιος πετάχτηκε και είπε στον Κανελλόπουλο “καλορίζικος ο αντικαταστάτης σου”». Κι έτσι χρίστηκε συνεχιστής της παράδοσης του Νίκου Κανελλόπουλου και του Ευάγγελου Αρεταίου.
Το πρώτο πράγµα που σκέφτεται όταν ακούει τη λέξη Columbia είναι οι άνθρωποι που γνώρισε εκεί. «Αρκετοί εξ αυτών δούλεψαν µαζί µου σαν καθρέφτες. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια, πολλές δεκαετίες και µόνο όταν θεωρητικά έγινα ή µάλλον παρίστανα τον ερευνητή, διαπίστωσα ότι έκανα την πλάκα µου. Κάτι άλλωστε που επιβεβαίωσε σε µια συνάντησή µας ο Μίµης Πλέσσας».
Με τον Μάνο και χωρίς τον Μίκη
«Η εργασία µου ήταν η ερωµένη µου την οποία ανεχόταν η σύζυγος. Υπήρξαν εποχές –πριν από τα Χριστούγεννα και το Πάσχα ή τις καλοκαιρινές άδειες– που οι απαιτήσεις της δουλειάς ήταν να δουλεύουµε δύο και τρία και τέσσερα 24ωρα σερί» εξηγεί ο Στ. Γιαννακόπουλος και περιγράφει πώς γίνονταν οι συνεννοήσεις µε τις ορχήστρες για να ολοκληρώσουν νωρίτερα από το κανονικό τις ηχογραφήσεις ώστε να πάνε οι ηχολήπτες για λίγο στο σπίτι τους, να κοιµηθούν ένα µισάωρο και να επανέλθουν για να εργαστούν µέχρι το επόµενο βράδυ.
Περιγράφει τις συνθήκες που γίνονταν οι ηχογραφήσεις τη δεκαετία του 1960. «Οι οργανοπαίκτες από το πάλκο έρχονταν όταν έκλεινε το µαγαζί, δηλαδή λίγο πριν ή µετά την ανατολή του ηλίου. Λαγοκοιµόνταν άλλοι στις καρέκλες, άλλοι σε κάτι ψάθες ή σε έναν δύο µικρούς πάγκους. Οταν πηγαίναµε εγώ ή ο Κανελλόπουλος στις οκτώ η ώρα το πρωί βλέπαµε πολλές φορές τον έναν να σκουντάει τον άλλον για να ξυπνήσουν». Οι µουσικοί που εργάζονταν στα νυχτερινά κέντρα δεν έκαναν πρόβες στο στούντιο καθώς ήδη ήξεραν τα τραγούδια. Εκαναν µόνο πρόβα ήχου και ακολουθούσε η φωνοληψία.
Του λέω για κάτι που έχω ακούσει να λέγεται πολλές φορές και να αναπαράγεται άκριτα σχετικά µε τη φωνή του Καζαντζίδη. Λέγεται πως όταν ηχογραφούσε στο στούντιο αναγκαζόταν να αποµακρύνεται από το µικρόφωνο γιατί η φωνή του ήταν πολύ δυνατή. Κοιτάζει τον Νίκο Πατηνιώτη χαµογελώντας και λέει: «Εδώ τι απάντηση να δώσω; Το µικρόφωνο δεν είναι κάτι ανεξάρτητο, όπως είναι ας πούµε το φεγγάρι. Είναι η αρχή µιας αλυσίδας ηλεκτρονικών συσκευών που έχουν ρυθµίσεις. Είτε είναι χαµηλής έντασης η φωνή είτε υψηλής, το µικρόφωνο θα το προσαρµόσει ο τεχνικός ώστε να αποτυπώσει την πραγµατικότητα της πηγής».
Μιλάµε για τη φορά που παραλίγο να βυθιστεί στη λίµνη της Βουλιαγµένης µια πλωτή σκηνή στην οποία θα έπαιζε ο Μάνος Χατζιδάκις. «Είχα το ψώνιο να συνοµιλώ επανειληµµένα µε τους εγκαταστάτες, αυτούς δηλαδή που έχουν την ευθύνη να εγκαταστήσουν το πάλκο, τα ηχεία, τους φωτισµούς τον µίκτη κ.λπ. Οταν έφτασα κάποιος µου είπε ότι είχαµε πρόβληµα. Είδα λοιπόν ότι είχε γείρει λίγο η σχεδία που είχαν βάλει στην ακτή της λίµνης. Φοβηθήκαµε ότι θα µας έτρωγε το πιάνο η λίµνη. Ο παραγωγός που είχε γνωριµίες επικοινώνησε µε το Λιµενικό Σώµα και κατέφτασαν βατραχάνθρωποι, οι οποίοι έφεραν κάτι σάκους, τους φουσκώσανε και τους βάλανε από κάτω για να µη βυθιστεί το πάλκο. Αυτό κράτησε αρκετό χρόνο. Ο Μάνος Χατζιδάκις –περιέργως πώς– είχε έρθει στην ώρα του αλλά δεν γινόταν να αρχίσει. Του προτείναµε να ξεκινήσουµε µε ένα τραγούδι που είχε όσο λιγότερα όργανα γινόταν και δέχτηκε».
Τον ρωτάω αν θυµάται κάποια ιστορία και για τον Μίκη Θεοδωράκη. «Ο Μίκης ήταν πολυγραφότατος όπως ξέρετε. Και δεν ήταν δυνατόν να εξυπηρετείται µόνο από ένα στούντιο. Γι’ αυτό όπου έβρισκε στούντιο που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της ορχήστρας πήγαινε και ηχογραφούσε. Μαζί του έκανα έναν δίσκο, τον “Εχθρό λαό”, για τον οποίο υπάρχει και ένα µικρό ιστορικό. Είναι η εποχή που η τεχνολογία επιτρέπει µε τα λεγόµενα multitrack συστήµατα να παίζουν πέντε µουσικοί ταυτόχρονα. Η µουσική που έχει γράψει ο Μίκης για τη θεατρική παράσταση δεν είναι καθαρά λαϊκό τραγούδι, δεν είναι όµως και πεντακάθαρα δυτική µουσική. Πώς να κάνω εγώ το µιξάζ; Παραγωγός του ήταν ο Αχιλλέας Θεοφίλου στη δισκογραφική Μίνως. Εκλεισε το στούντιο ο Θεοφίλου, περιµέναµε τον Μίκη… δεν ήρθε. Επειτα από µέρες ξανάκλεισε, πάλι δεν ήρθε ο Μίκης. Είπα τότε στον Θεοφίλου να του ζητήσει να µας στείλει την παρτιτούρα. Εξεπλάγη γιατί δεν είχε τύχει να ακούσει ότι διαβάζω παρτιτούρα. Την έφερε λοιπόν και έκανα το µιξάζ σύµφωνα µε αυτά που διάβαζα. Στείλαµε στον Μίκη ένα ταινιάκι να ακούσει και είπε ότι ήταν πολύ καλό. Κι έτσι έληξε, χωρίς µαέστρο».
Μια φιλία, ένα βιβλίο
Συζητάμε για το βιβλίο και πώς προέκυψε η ιδέα. Ο Νίκος Πατηνιώτης, ο οποίος έχει δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά σε τομείς του ήχου όπως mastering, ραδιόφωνο και μουσική παραγωγή, ενώ κύρια ενασχόλησή του είναι η ηχητική εκπαίδευση, αφηγείται πώς γνώρισε τον Στέλιο Γιαννακόπουλο σε μια ομιλία του το 2018. «Πριν από την ομιλία πήγα και του συστήθηκα και αμέσως αντιλήφθηκα ότι έχουμε κάτι κοινό, μια κοινή χημεία. Καταρχάς κατάλαβα ότι έχω να κάνω με ένα κοινωνικό και πρόσχαρο άνθρωπο».
Την πρώτη συνάντηση διαδέχτηκαν πολλές άλλες και οι δυο τους έγιναν φίλοι. «Κάποια στιγμή μοιράστηκα την ιδέα ενός βιβλίου. Δεν μου είχε απαντήσει αμέσως ούτε είχε δείξει ενθουσιασμό. Απλώς το άκουσε και λίγους μήνες μετά –τη μέρα των γενεθλίων μου χωρίς να το γνωρίζει– είχε έρθει στο γραφείο μου να πιούμε καφέ και μου έφερε και μια τσάντα με ένα πρώτο σετ με DVDs και έγγραφα και μου είπε: “Νίκο, ξεκίνα”. Κάπως έτσι κράτησε η περιπέτειά μας που διήρκεσε ένα χρόνο. Η όλη διαδικασία έγινε μέσα από συναντήσεις, είχαμε μαγνητοφωνήσεις, βιντεοσκοπημένο υλικό, πάρα πολύ δικό του υλικό από έγγραφα, χειρόγραφα, εφημερίδες κ.λπ.» λέει ο Ν. Πατηνιώτης.
Μιλάμε για την ελληνική βιβλιογραφία με θέμα την ελληνική μουσική. «Είναι ελάχιστα τα βιβλία στα οποία οι πληροφορίες είναι διασταυρωμένες. Είναι λίγο επιδερμική η αντιμετώπιση. Θα ήθελα να επισημάνω ότι στην αυτοβιογραφία του Στέλιου Γιαννακόπουλου υπάρχουν πολύ καθαρές πληροφορίες σχετικά με το πώς γινόταν η δουλειά πίσω από το τζάμι» διευκρινίζει, ενώ ο Στ. Γιαννακόπουλος μιλάει για το πόσο απαιτητική ήταν η έρευνα, για την οποία ταξίδεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο, προκειμένου να συγκεντρωθούν τα στοιχεία.
INF0
Το βιβλίο «Ο ηχοπλάστης Στέλιος Γιαννακόπουλος» των Στέλιου Γιαννακόπουλου και Νίκου Πατηνιώτη με το DVD που το συνοδεύει κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απαρσις