Η διελκυστίνδα ανάμεσα σε Στέλιο και Μπιθικώτση έχει κριθεί οριστικά υπέρ του πρώτου, τόσο φωνητικά όσο και κοινωνικά.
Με τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη –µέσα από τα δεκάδες δηµοσιεύµατα και κυρίως τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές µεταδόσεις των πιο εµβληµατικών του τραγουδιών– αναπόφευκτα σχολιάστηκε και επισηµάνθηκε ξανά ο σηµαντικός ρόλος του Γρηγόρη Μπιθικώτση στη διαµόρφωση και ανάδειξη του αποκαλούµενου «έντεχνου λαϊκού τραγουδιού», µε αφετηρία τις θαυµάσιες ερµηνείες του στον µελοποιηµένο «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου. Αλλά και µε την ταυτόχρονη συµπλήρωση 20 χρόνων από τον θάνατο του Στέλιου Καζαντζίδη κάποιοι ξαναβάζουν αυθόρµητα ή σκόπιµα το ερώτηµα ποιος από τους δύο είναι ο αρχηγός της «αστυνοµίας πόλεων» και ποιος της «χωροφυλακής».
Όταν, ερωτηθείς σχετικά, το τοποθέτησε µε τον δικό του χιουµοριστικό τρόπο ο Μπιθικώτσης, προφανώς το έκανε µε συµφιλιωτικό πνεύµα αλλά είναι προφανές ότι έκανε και µια «εξίσωση». Μια «εξίσωση» που τη σεβάστηκα όταν το 1987, µε τη συνδροµή του Λευτέρη Χαψιάδη σε υλικό και της Ιωάννας Κλειάσιου στα κείµενα, συναρµολόγησα ένα άλµπουµ δύο δίσκων υπό τον τίτλο «Μαζί» (ΕΜΙΑΛ) µε 14 τραγούδια µε τη φωνή του Στέλιου και 14 µε τη φωνή του Γρηγόρη. Ο βασικός λόγος γι’ αυτήν τη συλλογή ήταν ότι ενώ το ενδιαφέρον για το λαϊκό τραγούδι ήταν στα φόρτε του στη δεκαετία του 1980, πολλά καταπληκτικά τραγούδια που είχαν εκδοθεί στο απώτερο αλλά και το πρόσφατο παρελθόν δεν υπήρχαν πλέον σε δίσκους, γιατί οι εταιρείες έχοντας καταργήσει τους 78άρηδες και τους 45άρηδες δεν είχαν φροντίσει να τα επανεκδώσουν σε δίσκους 33 στροφών. Και έτσι ήταν στην κυριολεξία απρόσιτα. Επειδή όµως αυτού του είδους τα τραγούδια ήταν πολλά και µεταξύ τους διαφορετικά, επιλέγοντας κοµµάτια των οποίων στιχουργός ήταν ο Κώστας Βίρβος η συλλογή αποκτούσε έναν κοινό παρονοµαστή. Σε αυτό βοήθησε η πολύ στενή µου συνεργασία µε τον Βίρβο για έναν δίσκο της Πόλυς Πάνου και για την έκδοση σε βιβλίο της βιογραφίας του «Μια ζωή τραγούδια» από το «Ντέφι». Ο Βίρβος έκανε περισσότερη παρέα µε τον Μπιθικώτση, αλλά αγαπούσε το ίδιο τους δύο σπουδαίους ερµηνευτές. Ετσι τα τραγούδια µπήκαν στις τέσσερις όψεις εναλλάξ: Καζαντζίδης – Μπιθικώτσης – Καζαντζίδης κ.ο.κ. Και στο εµπροσθόφυλλο, για να τηρηθούν οι ισορροπίες, µπήκε µεν αριστερά το όνοµα του Μπιθικώτση και δεξιά του Καζαντζίδη, αλλά στις φωτογραφίες που φιλοτέχνησε ο Ηλίας Ταµπακέας ο Στέλιος µπήκε αριστερά και ο Γρηγόρης δεξιά, οπότε η «εξίσωση» ήταν σωστή!
Το ερώτηµα όµως «ποιος είναι ποιος» κατά την κρίση µου είχε απαντηθεί πιο σωστά από την ίδια την κοινωνία. Ο Καζαντζίδης είχε και έχει σαφές προβάδισµα. Για την ακρίβεια, είναι εκτός συναγωνισµού. Και αυτό δεν έχει να κάνει µόνο µε τα απαράµιλλα φωνητικά του προσόντα. Εχει να κάνει µε το συνολικό πολιτισµικό φορτίο που µεταφέρει. Ο Μπιθικώτσης είναι τόσο καλός στον «Επιτάφιο», στη «Ρωµιοσύνη» και στο «Αξιον εστί» που τα τραγούδια τους έχουν ταυτιστεί µε τη φωνή του, όσες δεύτερες εκτελέσεις κι αν έχουν ακολουθήσει από επίσης καλούς ερµηνευτές. Αλλά ο συνολικός του καλλιτεχνικός βίος είναι ισόποσα µοιρασµένος ανάµεσα στα «βαριά» λαϊκά, όπως το δικό του «Τρελοκόριτσο» και η θαυµάσια ξανατραγουδισµένη «Φραγκοσυριανή» του Μάρκου, τα «ελαφρολαϊκά» του στην περίοδο της δικτατορίας που του χάρισαν τη µεγαλύτερη φήµη και τα ψηλότερα «µεροκάµατα» και βέβαια τα «θεοδωρακικά», που τον έκαναν αποδεκτό και από την επιφυλακτική στο µπουζούκι διανόηση του ’60. Οσο κι αν επικεντρωθεί κανείς στο ένα ή το άλλο είδος, δεν µπορεί να του αποδώσει µία µοναδική «ταυτότητα». Ακόµη πιο συγκεχυµένος και γκριζαρισµένος είναι ο πολιτικός βίος του σερ Μπιθί.
Αντιθέτως, ο Καζαντζίδης χάραξε µια γραµµή γύρω από την οποία περιστράφηκε καθ’ όλο τον βίο του, µε όποιο κόστος αυτό συνεπαγόταν. Ο κατατρεγµένος και πονεµένος άνθρωπος, ερωτικά, κοινωνικά, πολιτικά κ.λπ., ήταν πάντοτε στο επίκεντρο των επιλογών και των στάσεών του, κατά περίπτωση µε µεγάλες τιµωρίες και οδυνηρούς αποκλεισµούς. Και όχι µόνο στα εµφανή. Οταν, για παράδειγµα, σύµφωνα µε τον «φάκελο» που δηµοσίευσε η ερευνητική οµάδα του Γιώργου Πετρόπουλου, έκανε στο ζενίθ της επιτυχίας του αιτήµατα για να αρθεί η απαγόρευση απόκτησης άδειας οδήγησης αυτοκινήτου που του είχε επιβληθεί επί µια ολόκληρη δεκαετία για τα πολιτικά του φρονήµατα, ποτέ δεν τα απαρνήθηκε για να κάνει τη δουλειά του. Και αυτήν τη στάση κράτησε –χωρίς να µπορεί πάντα να αποφύγει τα λάθη ή να ξεπεράσει τις ανθρώπινες αδυναµίες του–, µην υποκύπτοντας στην εξουσία των εταιρειών δίσκων και των επιχειρηµατιών των κέντρων διασκέδασης, αλλά και µη αποδεχόµενος τις δελεαστικές προτάσεις των κοµµάτων να τον χρίσουν βουλευτή. Αν ο Μπιθικώτσης ήταν ο ιδανικός περαστικός από το λεγόµενο πολιτικό τραγούδι, ο Καζαντζίδης ήταν διαχρονικά πολιτικός και κοινωνικός σε κάθε του ερµηνεία, από τα τραγούδια για τους µετανάστες στις «Φάµπρικες της Γερµανίας» ως τα υπαρξιακά τραγούδια όπως «Η ζωή µου όλη» του Ακη Πάνου.
Αυτό το υψηλής ποιότητας µείγµα µιας φωνής που έχει πολύ «λάδι», όπως έλεγε η Πολίτισσα µάνα µας, µαζί µε την καθολική στάση ζωής ενός πέρα για πέρα λαϊκού ανθρώπου που δεν αποµακρύνθηκε ποτέ από το κοινωνικό οικοσύστηµα που τον ανέδειξε συνιστούν το µοναδικό, αξεπέραστο και µη αντιγράψιµο φαινόµενο Καζαντζίδη.