Στέλιος Βαμβακάρης: Οι πενιές μου είναι τα μπλουζ της Β’ Πειραιώς

Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα στο σπίτι του Στέλιου Βαμβακάρη στον Κορυδαλλό. Με περιμένει στο καθιστικό. Το πρώτο πράγμα που κοιτάζω είναι τα μάτια του. Αμέσως μετά τα λεπτά και νευρώδη χέρια του. Το μάτι μου κολλάει στο δαχτυλίδι του, ένα ασημένιο κομψοτέχνημα με ένα μεγάλο κόκκινο ρουμπίνι στο κέντρο. Το δαχτυλίδι σε έναν άνθρωπο μαρτυρά όσα και το βλέμμα. Ο Στέλιος Βαμβακάρης από κοντά είναι ακριβώς όπως τον είχα φανταστεί.

Ουσιαστικός και λιτός. Σχεδόν άυλος. Μια ελεύθερη ψυχή που έχει αποδεσμευτεί από το βάρος της μορφής. Ξεκινάμε να μιλάμε. Για τη ζωή του, τη γειτονιά όπου μεγάλωσε, τη μουσική και τους ανθρώπους που συνεργάστηκε. Πάντα παρών ο Μάρκος, όχι σαν βαριά σκιά, αλλά σαν δροσερό συριανό αεράκι. «Τώρα ήρθες στην πηγή» μου λέει ο Στέλιος και αρχίζει να ξετυλίγει τις μνήμες του.

Μπουζουξής από κούνια

Εμένα με νανούριζαν με καραντουζένια, με πενιές. Απ’ όταν ήμουν στην κούνια μου έβλεπα μπουζούκια, μπαγλαμάδες και τζουράδες. Μεγάλο δώρο ήταν αυτό για μένα. Και ήμουν πολύ τυχερός που κατάφερα μεγαλώνοντας να κάνω αυτό που μου άρεσε. Τον πατέρα μου τον έχω μέσα μου πολύ ψηλά. Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο. Νιώθω τυχερός που με γέννησε και που καμάρωνε όταν έλεγε «ο γιος μου». Δεν προσπάθησα όμως ποτέ να του μοιάσω, δεν κοίταξα να μπω στο δικό του στιλ.

Τον καιρό που γεννήθηκα εγώ, στην παλιά Κοκκινιά ζούσανε Σμυρνιοί, νησιώτες, Σαντορινιοί, Κρητικοί. Λογιών λογιών άνθρωποι, της φτωχολογιάς. Και όλη η γειτονιά διασκέδαζε. Ητανε γειτονιά ονειρεμένη. Ομως εκτός από τη νοικοκυροσύνη υπήρχανε κι άλλα πράγματα, ζόρικα. Εννοώ όλο αυτό που συνέβαινε με τα πολιτικά, τους δεξιούς και τους αριστερούς, τις ίντριγκες.

Το καφενείο απέναντι από το σπίτι μας ήταν άλλο νταλαβέρι. Εκεί είδα τους μπεκρήδες, οι οποίοι ήταν νοικοκύρηδες αλλά μόλις σχολάγανε από τη δουλειά έπρεπε να ακούσουνε από το γραμμόφωνο τα τραγούδια και μετά να πάνε να κοιμηθούνε. Δεν γινότανε διαφορετικά. Μέσα από τις πόρτες και τα παράθυρα που δεν έκλειναν ποτέ έβλεπα τον έναν να χορεύει, τον άλλον να τον κυνηγάει η γυναίκα του, τι να σου λέω. Αυτά τα πράγματα τα ζούσα. Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν οι εμπειρίες που με οδήγησαν στα γραψίματα που έκανα για τα τραγούδια μου.

Οταν πήγα στο δημοτικό το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να μάθω τη ρίμα, να φτιάχνω δηλαδή στιχάκια. Να φανταστείς, την ώρα της αριθμητικής έγραφα στίχους. Το ίδιο έκανα και την ώρα της ιστορίας και των γαλλικών. Ναι, έκανα γαλλικά γιατί με έστελναν στο Σεντ Πολ (σ.σ.: Ελληνογαλλική Σχολή) στον Πειραιά. Και ποιος δεν πέρασε από το σπίτι μας εκείνη την εποχή. Υπήρχε ένας σεβασμός γύρω από το πρόσωπο του πατέρα μου. Ολοι θέλαν να του σφίξουν το χέρι, να του μιλήσουνε και να τους πει τη γνώμη του για θέματα που τους απασχολούσαν. Ολοι περάσανε: ο Μπιθικώτσης, η Πόλυ Πάνου, η Καίτη Γκρέυ, ο Ζαγοραίος, ο Περπινιάδης, ο Λεμονόπουλος, ο Χιώτης, ο Μακριδάκης, ο Μπέμπης.

Ο Μάρκος ήτανε σπαθής άνθρωπος

Μόνος του ο Μάρκος ομολογούσε για τους τεκέδες, τις πουτάνες, τους νταλαβεριτζήδες. Κι αυτό είναι το μεγαλείο του, ότι η εξομολόγησή του είναι και η συγχώρεσή του. Ητανε σπαθής άνθρωπος. Μεγάλωσε μέσα στο λιμάνι. Το λιμάνι τότε που ήρθε από τη Σύρα ήταν φορτωμένο από νταλαβέρι, πώς το λένε, από ανθρώπους του κουρμπετιού. Εκείνος τι θα έκανε; Δεκάξι χρονών παλικαράκι ήταν. Αν τον έχω δει να κλαίει; Ναι, όταν κοίταζε τη φωτογραφία με τη μάνα και τον πατέρα του. Τους κοίταζε και έλεγε «τι έκανα εγώ αυτουνού του ανθρώπου;» Είχε ενοχές. Ητανε άνθρωπος θρησκευόμενος. Βοήθαγε, αγαπούσε.

Κάθε Κυριακή μας έκανε κατήχηση. Μας μάζευε με τον αδερφό μου τον Δομένικο στη γειτονιά, καθόμασταν εκεί σε ένα πεζουλάκι και μας έκανε φροντιστήριο μουσικής. Εγώ έπαιζα μπουζούκι, ο Μάρκος τραγούδαγε και ο Δομένικος ήταν ο διευθυντής της ορχήστρας. Η δεύτερη καριέρα του πατέρα μου γεννήθηκε στα χέρια μας. Ηταν τότε περίπου 58-59 χρονών. Είχε μεγάλη ζήτηση. Τον ανακαλύψανε καθηγητές πανεπιστημίου. Πολύ μορφωμένοι άνθρωποι περάσανε από το σπίτι για να συζητήσουν μαζί του.

Γίνονταν εκείνη την εποχή κάποιες εκδηλώσεις που ήταν βάλσαμο για τον Μάρκο. Ηταν η εποχή που τον ανακάλυπταν ο Τάσος Σχορέλης, ο Νέαρχος Γεωργιάδης και ο Παναγιώτης Κουνάδης. Του κλείσανε τότε μια συναυλία στο θέατρο Κεντρικόν. Μόλις ξεκίνησε να νιώθει ξανά τη ζήτηση, ένας ποταμός ξεχύθηκε από μέσα του και άρχισε να γράφει χωρίς σταματημό. Την ημέρα που θα παίζαμε ήταν μαζί μας η Ροδά, ο Ρεπάνης, ο Πετσάς. Αυτοί τότε ήταν πολύ γνωστοί και του άρεσε που θα έπαιζε με νέους. Γι’ αυτή την ιστορία που θα παίζαμε στο Κεντρικόν έγραψε ένα τραγούδι που λέει «Δεν ήλπιζα μπουζούκι μου σε τόσα μεγαλεία/στο θέατρο το Κεντρικό να δώσεις συναυλία». Για το μπουζούκι ζούσε ο Μάρκος κι ας τράβηξε μαρτύρια πολλά, ειδικά την εποχή που ήτανε πράγμα ζόρικο, τότε που το κρατάγανε οι άνθρωποι της φυλακής.

Από τη Μαντουμπάλα στα μπλουζ

Πρώτη φορά που δούλεψα σε μαγαζί ήταν στην Μαντουμπάλα στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Το πρώτο μου μεροκάματο και το βάφτισμα του μπουζουξή το πήρα τη μέρα που σκοτώσανε τον Κένεντι. Μέχρι τότε ήμουνα μπουζουξής χωρίς καλώδιο. Την ημέρα εκείνη έβαλα. Δεν μπορώ να το ξεχάσω αυτό το περιστατικό. Την ώρα που παίζαμε έγινε θέμα ότι θα γίνει παγκόσμιος πόλεμος. Μεγάλη αναμπουμπούλα υπήρχε. Επειτα από καιρό που πιάσανε αυτόν που το έκανε, ηρέμησε η κατάσταση.

Η Μαντουμπάλα, που λες, το μαγαζί, ονομάστηκε έτσι λόγω του τραγουδιού που έλεγε ο Καζαντζίδης. Αυτοί που το είχανε ήταν έξι αδέρφια, οι Γιγουρτάκηδες. Εγώ με αυτούς συνεργάστηκα τέσσερα χρόνια. Από εκεί πήρα το βάφτισμα και ξεκίνησα. Αργότερα άνοιξαν το Καν Καν. Εκεί δούλεψα με τον Μπιθικώτση. Μετά έπαιζα με τον Αγγελόπουλο, με τη Γιώτα Λύδια, τον Μενιδιάτη, τον Ζαγοραίο – που ήταν φίρμες τότε. Η Καίτη Γκρέυ μού έβγαλε τα πρώτα μου τραγούδια. Ητανε η νονά μου, θα λέγαμε.

Επαιξα με τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου. Είμαι ευτυχής που γνώρισα όλους αυτούς τους ανθρώπους και έπαιξα μαζί τους. Τους αγαπάω και τους έχω όλους αγίους. Ολοι οι παλιοί αυτοί είναι ινδάλματά μου: ο Μητσάκης, ο Τσιτσάνης, ο Καπλάνης, ο Χιώτης, ο Χατζηχρήστος, ο Πετσάς. Για να καταλάβεις τραγουδάγανε εδώ και ακούγονταν στον Πειραιά, γιατί δεν είχαν μικρόφωνο κι έτσι αναγκάστηκαν να δουλέψουν πολύ τις φωνές τους, είχανε γίνει σίδερο.

Με πολύ μεγάλη αγάπη προσπάθησα και έμαθα. Γράφω στίχους και μουσική και ταυτόχρονα παίζω και τραγουδάω. Ο,τι φτιάχνω είναι όλο δικό μου, είμαι εγώ. Δεν πατάω σε δρόμους που είναι τετριμμένοι, με στόχο να κάνω εύκολη επιτυχία. Η δική μου μουσική είναι εντελώς ψυχική. Ερχεται από τον αέρα, από το σύμπαν. Και τα μηνύματα που περνάω βασίζονται στις εμπειρίες μου. Ερχονται νέα παιδιά να με ακούσουνε και αισθάνομαι όμορφα γιατί μέσα από τα τραγούδια μου τους λέω κάποια πράγματα, τους λέω ιστορίες. Η ζωή μου είναι το τραγούδι, η μουσική και η αγάπη που έχω για το μπουζούκι. Δεν μου φτάνει η μέρα για να δημιουργώ όσο θέλω. Μακάρι αντί για 24 να είχε 34 ώρες.

Ισως είμαι ο μόνος που παίζει τώρα πια το καραντουζένι. Είναι κληρονομιά μου αυτό το πράγμα. Αυτά τα κουρδίσματα που ενώ παίζεις με ένα μπουζούκι σου δίνουν μια πολύ γεμάτη αίσθηση. Εβαλα το καραντουζένι στο μπλουζ πριν από 25 χρόνια. Πάντα έκανα το κέφι μου και από το μπουζούκι μου έβγαζα τις πενιές της Β΄ Πειραιώς που είναι μπλουζ. Τώρα ετοιμάζω μια καμεράτα εγχόρδων. Με τζουράδες, μπαγλαμάδες και μπουζούκια. Είναι μια πρόταση. Τολμάει άλλος να το κάνει;

Αν είμαι ευχαριστημένος από τη ζωή; Πολύ, πάρα πολύ!

Ετικέτες