Στέφανος Πατάκης: «Μικρός νόμιζα ότι θα γίνω ποιητής»

(© Γιενάντα Ντελάι/Eurokinissi)

Ο σημαντικός εκδότης μιλάει για τη ζωή και το έργο του.

Ο Στέφανος Πατάκης είναι ένας άνθρωπος που χαίρεσαι να συζητάς µαζί του. Συναντηθήκαµε στο γραφείο του για να µιλήσουµε για την πορεία του και για τον εκδοτικό οίκο που ίδρυσε το 1974 µε τη σύζυγό του, Μελποµένη, και αυτήν τη στιγµή διανύει τον όγδοο κύκλο δηµιουργίας. Η συζήτηση ξεκίνησε από τις γειτονιές της Καλλιθέας, τη δεκαετία του 1940, όπου έζησε ως παιδί.

Πώς ήταν η Καλλιθέα τότε;

Αριστούργηµα ήταν. Και η Καλλιθέα και η Αµφιθέα, που τη βλέπω σήµερα και καίγεται η καρδιά µου. Στην Αµφιθέα υπήρχαν αγροί µε στάρι και την άνοιξη το θέαµα ήταν υπέροχο µε τα στάχυα και τις παπαρούνες.

Ακούγεται πολύ διαφορετικό από την εικόνα που έχουµε σήµερα από αυτές τις περιοχές.

Στο σπίτι µας είχαµε ένα πρόβατο, κότες, γαλοπούλες, ένα σωρό δέντρα. Μια χαρά ήταν. Μπορεί να πεινάγαµε βέβαια και να κρυώναµε τον χειµώνα, αλλά ήταν πολύ όµορφα. Οταν ήµουν µαθητής στο γυµνάσιο Καλλιθέας, πηγαίναµε µε το σχολείο κάθε τόσο εκδροµή στο άλσος της Νέας Σµύρνης µε τα πόδια.

Είχατε και πρόσβαση στη θάλασσα, έτσι δεν είναι; ∆εν την είχαν µπαζώσει ακόµα.

Με τα πόδια πηγαίναµε στη θάλασσα όλη η γειτονιά, εγώ, ο πατέρας µου, τα αδέρφια µου. Στο Τροκαντερό πηγαίναµε.

Πώς αγαπήσατε το διάβασµα και πώς προέκυψε η φιλολογία;

Είχα τάση από µικρός, ήµουν και πολύ καλός µαθητής. Τότε βέβαια, δεν φανταζόµουν ότι θα γινόµουν εκδότης, παρά το γεγονός ότι στην πρώτη ή δευτέρα γυµνασίου είχα φτιάξει ένα χειρόγραφο περιοδικάκι, µιµούµενος τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, ο οποίος ως παιδί είχε φτιάξει µια αυτοσχέδια εφηµερίδα. Επαιρνα χαρτί και έγραφα διάφορα διηγήµατα και ποιήµατα, σταυρόλεξα, νέα από τη σχολική ζωή και άλλη ύλη. Είχα φτιάξει έξι επτά τεύχη. Στη µέσα µεριά έγραφα: «Εκδότης: Στέφανος Πατάκης», χωρίς ποτέ όµως να σκεφτώ ότι θα γινόµουν εκδότης. Ηταν τυχαίο, µια παιδική παρόρµηση. Τώρα το βλέπω και γελάω. Ακόµα τα έχω αυτά τα περιοδικάκια.

Πόσο εύκολο ήταν για ένα παιδί να έχει πρόσβαση σε βιβλία;

Ηµασταν φτωχή οικογένεια, πολύ φτωχή· υπήρχαν στιγµές που πήγαινα να πάρω βερεσέ ψωµί και δεν µου έδιναν. Είχα δυο θειάδες όµως που µου έδιναν χαρτζιλίκι. Μάζευα λεφτά και είχα βάλει στο µάτι και αγόρασα τους «Τρεις σωµατοφύλακες». Ενας φίλος µου µε είχε µυήσει στο «Ελληνόπουλο», ένα περιοδικό για παιδιά όπως παλαιότερα ήταν η «∆ιάπλαση των Παίδων». Μια φορά, όταν πολύ µικρός είχα αρρωστήσει, µου είχε φέρει ο πατέρας µου να διαβάσω µερικά παραµύθια – έτσι άρχισα το διάβασµα. Είχα ρουφήξει αυτά τα παραµύθια, τη «Χιονάτη» και άλλα. Σε γενικές γραµµές όµως, δεν είχαµε βιβλία. Ο,τι µας έδινε κανείς ήταν για µας σηµαντικό. Και φαγητά δεν είχαµε και όταν είχαµε, τρώγαµε και το απολαµβάναµε. Ηταν ωραίο αυτό, ότι δεν είχαµε το αίσθηµα του κορεσµού και χαιρόµασταν όταν αποκτούσαµε κάτι καινούργιο. Είχα διαβάσει το «Εγκληµα και τιµωρία» του Ντοστογέφσκι όταν ήµουν 13 χρόνων και είχα εντυπωσιαστεί.

Πώς ήταν να έχει κάποιος καθηγητές τον Κακριδή και τον Κριαρά;

Εκείνη την εποχή, δίναµε εξετάσεις χωριστά κατά σχολή. ∆ηλαδή, είχαν φροντίσει έτσι ώστε κάθε σχολή να έχει διαφορετική µέρα εξετάσεις. Εγώ είχα δώσει εξετάσεις στη Φιλοσοφική Αθηνών και σε εκείνη της Θεσσαλονίκης. Πέρασα και στις δυο και µε πολύ καλή σειρά, αλλά για προσωπικούς λόγους το πρώτο έτος το έκανα στη Θεσσαλονίκη – είχα σκοπό να µείνω εκεί. Ωστόσο, δεν µε σήκωσε το κλίµα και γύρισα πίσω. Η σχολή της Θεσσαλονίκης ήταν πραγµατικά πολύ καλή. Είχαµε καθηγητές τον Ι.Θ. Κακριδή, τον Λίνο Πολίτη, τον Εµµανουήλ Κριαρά. Μάλιστα, µε τον Κριαρά είχα συνδεθεί γιατί είχα εκδηλώσει την επιθυµία να ασχοληθώ µε τα βυζαντινά. Καθηγητές µας ήταν επίσης ο γλωσσολόγος Νικόλαος Ανδριώτης, ο λαογράφος Στίλπων Κυριακίδης. Ο ∆ηµήτρης Μαρωνίτης ήταν τότε βοηθός του Κακριδή. Υφηγητής της αρχαιολογίας ήταν ο Μανόλης Ανδρόνικος. Σηµαντικοί άνθρωποι όλοι τους.

Ποιος σας είχε κάνει τη µεγαλύτερη εντύπωση;

Ο Κακριδής οπωσδήποτε. Οταν γύρισα στην Αθήνα, ήταν άλλη ιστορία. Η σχολή δεν έλεγε τίποτε και δεν υπήρχε καλή επαφή µε τους καθηγητές. Ο µόνος όµως που παρακολουθούσαµε όλοι µε πολύ ενδιαφέρον ήταν ο Θεοδωρακόπουλος, που δίδασκε φιλοσοφία. Βέβαια, ήταν ιδεαλιστής, πλατωνιστής. Σε σχέση µε τους τότε καθηγητές ήταν κάτι το εξαίσιο –ήταν και πολύ καλός δάσκαλος–, αλλά είχε µείνει στον Πλάτωνα. Εκείνη την εποχή ωστόσο είχαµε και άλλα προβλήµατα.

∆ηλαδή;

Η οικογένεια της µητέρας µου ήταν προσκολληµένη στη θρησκεία κι έτσι κι εγώ πήγα στο κατηχητικό. Ηδη όµως από την πρώτη λυκείου κάτι άρχισε να κλονίζεται µέσα µου. Οταν πήγα στο πανεπιστήµιο έγινα µέσα σε έναν µήνα ακριβώς το αντίθετο· κοµµουνιστής, φροϋδιστής, ό,τι θέλετε έγινα µέσα σε έναν µήνα. Τέτοια θέµατα απασχολούσαν εµένα και τις παρέες που είχα. Προσπαθούσαµε να προσανατολιστούµε και ήταν δύσκολες οι εποχές. Ηταν τότε ο καιρός της σκληρής ∆εξιάς.

Τι ήταν αυτό που σας έκανε να αλλάξετε;

Στα φοιτητικά χρόνια πάλευα ανάµεσα σε κάτι που ήµουν ως µαθητής και σε αυτό που βίωνα τότε. Από τα µαθητικά χρόνια, όταν βρισκόµουν σε αυτό που σήµερα λέµε λύκειο, είχα τις ωραίες αναµνήσεις από τις καλοκαιρινές µαθητικές κατασκηνώσεις στον Παρνασσό, όπου γνώρισα σηµαντικούς ανθρώπους: τον ∆ηµήτριο Τρακατέλλη (ο αρχιεπίσκοπος πρώην Αµερικής) και τον Αναστάσιο Γιαννουλάτο (ο νυν αρχιεπίσκοπος Τιράνων, ∆υρραχίου και πάσης Αλβανίας). Ηταν και οι δυο τους σηµαντικές προσωπικότητες. Και ναι µεν η πίστη µου είχε κλονιστεί, αλλά το κοινωνικό περιεχόµενο του χριστιανισµού παραµένει µέσα µου, όσο παραµένουν και οι συγκινήσεις από τη µουσική που άκουγα στις κατασκηνώσεις, τα κείµενα και οι ψαλµοί της εκκλησίας στις στιγµές χαράς ή λύπης. Αυτά έχουν µείνει µέσα µου.

Ποια είναι η άποψή σας για την εκπαίδευση;

Ο ρόλος της εκπαίδευσης για µένα είναι ο εξής: γενικός στόχος είναι να βοηθήσει το παιδί να γνωρίσει τον κόσµο στον οποίο βρίσκεται, να αποκτήσει χρήσιµες γνώσεις για τη ζωή του, για την καθηµερινή ζωή, για τις ανθρώπινες σχέσεις, για το επάγγελµα που θα ακολουθήσει. Ο µαθητής πρέπει να βοηθηθεί να γνωρίσει τον εαυτό του, να βρίσκεται σε µια ισορροπία στη σχέση µε τον άλλον. Η τέχνη, η λογοτεχνία, η µουσική και ό,τι σχετικό είναι βασικά στοιχεία στη διαµόρφωση της προσωπικότητάς του, το ίδιο και η γνώση του κόσµου: πώς δουλεύει η κοινωνία, ποια τα ερωτήµατα που βασανίζουν τον άνθρωπο. Ολα αυτά πρέπει να δίνονται στον µαθητή µε τρόπο που θα ξυπνάει ό,τι δηµιουργικό έχει µέσα του. Ο µαθητής πρέπει να αγαπήσει αυτό που µαθαίνει. Επειδή όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι, οφείλουµε να προσέξουµε για κάθε περίπτωση τι µπορεί να δεχτεί ένας άνθρωπος. Ολα αυτά προϋποθέτουν συνεχή επικοινωνία ανάµεσα στον εκπαιδευτικό και τον µαθητή. Σηµαντικό είναι το παιδί να µην αισθάνεται ότι καταπιέζεται µε κάτι του οποίου δεν καταλαβαίνει τη χρησιµότητα ή µε κάτι που τον καταπιέζει. Από όλα τα παραπάνω καταλαβαίνει κανείς ότι η εκπαίδευση είναι διαρκές στοίχηµα. ∆εν αρχίζει ούτε τελειώνει µε την αλλαγή του συστήµατος των Πανελληνίων Εξετάσεων ή µε τον καθορισµό νέας ύλης στα εκπαιδευτικά προγράµµατα.

(© Γιενάντα Ντελάι/Eurokinissi)

Ποιο είναι το µεγαλύτερο πρόβληµα που ως φιλόλογος εντοπίζετε στην εκπαίδευση;

Θα δούµε την ελληνική εκπαίδευση από τη µια µεριά ως θεσµό, ως ιδεολογία και από την άλλη ως πραγµατικότητα, αυτό δηλαδή που εφαρµόζεται από τους εκπαιδευτικούς. Μια µεγάλη µερίδα εκπαιδευτικών είναι προοδευτικοί άνθρωποι, µε πρωτοβουλίες και αφοσιωµένοι στη δουλειά τους. Ως θεσµός, όλη η εκπαίδευση είναι ένα κλειστό σύστηµα χωρίς όραµα. Περιορίζει τον εκπαιδευτικό σε ένα εντελώς στενό πρόγραµµα. Ζητά από τον εκπαιδευτικό να διδάσκει συγκεκριµένη ύλη, η οποία εξετάζεται στις εξετάσεις. Εχω ακούσει π.χ. από καθηγητές που διορθώνουν τα γραπτά των Πανελληνίων στο µάθηµα της ιστορίας ότι δουλεύουν έχοντας ανοιχτό το σχολικό βιβλίο. Αν ο µαθητής απαντήσει στα ερωτήµατα, γράφοντας κατά λέξη ό,τι υπάρχει στο σχολικό βιβλίο, παίρνει 20. Αυτό τα λέει όλα.

Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που εκδώσατε;

Ενα σχολικό βιβλίο, µια µετάφραση για το «Somnium Scipionis» του Κικέρωνα.

Πώς ήταν η διαδροµή από την εκκίνηση µέχρι την εδραίωση;

Ξεκινήσαµε µε τα σχολικά βιβλία. Η αρχή ήταν εύκολη, γιατί βρεθήκαµε σε παρθένο έδαφος. Μετά τα σχολικά, προχωρήσαµε στα παιδικά και συνεχίσαµε στη λογοτεχνία. Τότε ήρθαν και τα τρία παιδιά µας στην επιχείρηση, η Αννα, η Ελενα και ο Αλέξανδρος. Στην Ελλάδα µερικοί περιφρονούν τα σχολικά βιβλία και γι’ αυτό πολλοί θέλησαν να µας δυσφηµίσουν υποστηρίζοντας ότι είµαστε ικανοί µόνο γι’ αυτό. Αυτό µας κόστισε λιγάκι. Μέχρι να µπορέσουµε να εδραιωθούµε στη λογοτεχνία, περάσαµε δύσκολα κύµατα.

Οταν εκδίδετε ένα βιβλίο στο οποίο πιστεύετε πολύ αλλά δεν πηγαίνει καλά, τι κόστος έχει για την υπόλοιπη παραγωγή;

Εµείς έχουµε περίπου έναν αριθµό βιβλίων που εκδίδουµε τον χρόνο. Κάποτε είχαµε φτάσει τα 500 βιβλία. Μετά την κρίση είναι γύρω στα 400. Επιλέγουµε µε προσοχή τα βιβλία που θέλουµε να εκδώσουµε. Κάποια βιβλία δεν θα καλύψουν το κόστος τους, αλλά κάποια άλλα θα πάνε πολύ καλά. Φροντίζουµε πάντοτε το τελικό αποτέλεσµα να είναι θετικό.

Ποια είναι τα άλλα;

Μερικά βιβλία πάνε καλά, γιατί οι συγγραφείς είναι καθιερωµένοι. Οµως δεν είναι αυτό το θέµα. Ξέρουµε ότι µερικά δεν θα βγάλουν τα λεφτά τους. Σκεφτόµαστε τις υποχρεώσεις που έχουµε ως εκδότες προς το κοινό. Προσπαθούµε να ισορροπούµε κάπως. Αυτό έγκειται στο ότι σε κάποια βιβλία ξένων συγγραφέων οι ατζέντηδες κάνουν σκληρούς διαγωνισµούς και αυτή η διαδικασία ανεβάζει πολύ την προκαταβολή. Μπορεί καµιά φορά να την πάθει κάποιος, να δώσει για παράδειγµα µεγάλη προκαταβολή για ένα βιβλίο που δεν θα πάει τόσο καλά όσο περίµενε. Με τα χρήµατα που χάνουµε από τέτοιες περιπτώσεις θα µπορούσαµε να είχαµε εκδώσει και άλλα βιβλία. Αυτό όµως έχει επικρατήσει στην ελεύθερη οικονοµία.

Η τιµή του βιβλίου σε σχέση µε το µέσο εισόδηµα πώς είναι;

Αντικειµενικά, δεν µπορεί να είναι χαµηλότερη. Αν δείτε τον ισολογισµό µας, θα καταλάβετε τι κερδίζει η επιχείρηση. Πολλές φορές λένε µερικοί ότι κάποιο βιβλίο στα αγγλικά έχει καλύτερη τιµή σε σχέση µε το αντίστοιχο στα ελληνικά. Μα, όταν το βιβλίο είναι στα αγγλικά, απευθύνεται σε εκατοµµύρια ανθρώπους. Αυτό µειώνει το κόστος ανά αντίτυπο. Στα ελληνικά πόσο µπορεί να πουλήσει; Η Ελλάδα σε αυτό το θέµα αδικείται, όπως κάθε µικρή χώρα.

∆ιάβασα σε παλαιότερη συνέντευξή σας ότι κάθε πρωί ξυπνάτε στις πέντε και διαβάζετε για τρία τέταρτα.

Παλαιότερα το έκανα αυτό. Πριν από τέσσερα πέντε χρόνια. Πλέον όµως δεν το κάνω, γιατί είµαι εδώ στην εταιρεία οκτώ παρά κάθε µέρα και φεύγω επτάµισι το βράδυ – µαζί µε τη γυναίκα µου. Και το Σάββατο έρχοµαι γύρω στις εννιά και φεύγω στις επτάµισι. ∆ιαβάζω µόνο το βράδυ και τις Κυριακές.

Χτυπάτε κάρτα δηλαδή.

Χτυπάω κάρτα κυριολεκτικά. Αυτή που χτυπάνε όλοι οι εργαζόµενοι. Το κάνω µε διάθεση να τους δείξω ότι είµαστε ίσοι· κι εγώ εργαζόµενος είµαι.

Αυτή την εποχή τι διαβάζετε;

∆ιαβάζω πολλά συγχρόνως. Τον τρίτο τόµο από τη σειρά του Χοµπσµπάουµ, την «Εποχή των αυτοκρατοριών», το «Σικελικό ειδύλλιο» της Σώτης Τριανταφύλλου και κάθε βράδυ διαβάζω και την «Οδύσσεια» από το αρχικό κείµενο, αυτήν τη φορά όχι ως µαθητής ούτε ως καθηγητής, αλλά ως απλός αναγνώστης. Η «Οδύσσεια» είναι πολύ σηµαντικό κείµενο. Παράλληλα, διαβάζω το βιβλίο «Ο Ψυχρός Πόλεµος» του Ουέσταντ, ενός πολύ σηµαντικού Νορβηγού ιστορικού. Πρόσφατα διάβασα το πολύ ενδιαφέρον µυθιστόρηµα «Η πατρίδα» του Αραµπούρου.

(© Γιενάντα Ντελάι/Eurokinissi)

Γράφετε δικά σας κείµενα;

Μικρός έγραφα, κυρίως ποιήµατα.

Γιατί σταµατήσατε;

∆εν ξέρω. Με συγκινούσε πάρα πολύ η ποίηση· σε µεγάλο βαθµό. Θυµάµαι κάποια Χριστούγεννα στη δευτέρα γυµνασίου που είχα βρει στη βιβλιοθήκη του σχολείου µας τα άπαντα του Μαρκορά και τα πήρα να τα διαβάσω και ήµουν τόσο ευτυχισµένος. Πάλι σε µικρή ηλικία, διάβασα τον «∆ωδεκάλογο του γύφτου» του Παλαµά και ποιήµατα του Σολωµού. Καµιά φορά έγραφα ποιήµατα και την εποχή που ήµουν φοιτητής. Τα έγραφα χωρίς πρόθεση να τα δώσω σε κανέναν. Ηταν µια προσωπική ανάγκη. Οταν ήµουν µικρός, πίστευα ότι θα γίνω µεγάλος ποιητής. Στη συνέχεια εγκατέλειψα την ιδέα.

Πώς διακρίνετε τη σπουδαία λογοτεχνία;

Ο σοβαρός λογοτέχνης δεν κατέχει µόνο τη γλώσσα. Εχει να σου πει κάτι που αποτελεί κοµµάτι της ψυχής του. Ετσι δεν είναι; Το «Μαγικό βουνό» του Τόµας Μαν για παράδειγµα είναι αποκάλυψη. Τελευταία είχα διαβάσει το «Ουράνιο τόξο της βαρύτητας» του Τόµας Πίντσον. Αυτό είναι σκληρό βιβλίο. Παρότι πολλές φορές αγανακτείς, όταν το τελειώνεις καταλαβαίνεις ότι κάτι βαθύτερο θέλει να πει µέσα από τις ακραίες καταστάσεις που παρουσιάζει. Νιώθεις ότι αυτά που γράφει τα ζει και η γλώσσα του βγαίνει αυτόµατα. Αν ο Σολωµός που έγραψε αυτά τα αριστουργήµατα δεν ήταν αυτός που ήταν, δεν θα µπορούσε να γράψει µε τον συγκεκριµένο τρόπο. ∆ηλαδή, αυτοί οι συγγραφείς είναι πριν απ’ όλα µεγάλες ψυχές και παράλληλα βέβαια κατακτούν τα µυστικά της τέχνης τους. ∆εν είναι τυχαίοι. Το ίδιο γίνεται και µε τη µουσική και µε κάθε άλλη τέχνη.