Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε συνταγματική και νόμιμη την αύξηση από το 3% στο 15% του Ειδικού Φόρου Ακινήτων (ΕΦΑ) στις εξωχώριες εταιρείες και απέρριψε αίτηση οffshore εταιρείας που ζητούσε να ακυρωθεί η επίμαχη αύξηση.
Ειδικότερα, το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ, με την υπ’ αριθμ. 2810/2017 απόφασή του (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαίρη Σαρπ και εισηγήτρια η πάρεδρος Όλγα Βασιλάκη) έκρινε ότι η επίμαχη αύξηση του ΕΦΑ δεν αντίκειται στις συνταγματικές επιταγές και ειδικότερα στα άρθρα του Συντάγματος:
α) 4 παράγραφος 5 (συνεισφορά πολιτών χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους),
β) 5 παράγραφος 1 (δικαίωμα πολιτών για συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας) και
γ) 17 (η περιουσία τελεί υπό την προστασία του κράτους).
Παράλληλα, ο εν λόγω φόρος δεν προσκρούει ούτε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία προστατεύει την περιουσία.
Αναλυτικότερα, η επταμελής σύνθεση του Β΄ Τμήματος αναφέρει ότι με την επίμαχη αύξηση «δεν τίθεται ούτε ζήτημα υπέρμετρης επιβάρυνσης της ιδιοκτησίας ή επέμβασης στην περιουσία των βαρυνομένων δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωχθέντα από τον νομοθέτη σκοπό ή ζήτημα υπέρμετρου περιορισμού της επιχειρηματικής ελευθερίας των υπόχρεων, ο οποίος να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας».
Συγκεκριμένα, στο ΣτΕ είχε προσφύγει εξωχώρια εταιρεία, η οποία είχε συσταθεί το 2005 με έδρα στη Μονροβία της Λιβερίας και είχε δραστηριότητα την αγορά, κατοχή κ.λπ. ακίνητης περιουσίας. Στην Ελλάδα είχε υποβάλει δήλωση έναρξης εργασιών ως ιδιοκτήτρια ακινήτου.
Το 2010 μετετράπη σε Ε.Π.Ε. και δήλωσε έδρα τη Λευκωσία της Κύπρου. Η επίμαχη εταιρεία είχε το 80% της κυριότητας αγροτεμαχίου έκτασης 1.669 στρεμμάτων στην εκτός σχεδίου περιοχή Κοκκιναράς, του δήμου Κηφισιάς.
Κατόπιν εντολής του προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, διενεργήθηκε σε βάρος της επίμαχης εταιρείας έλεγχος, σχετικά με τον ειδικό φόρο ακινήτων για την τριετία 2007-2010 και της καταλογίστηκε κύριος φόρος 2.212.780 ευρώ και πρόσθετος φόρος λόγω μη υποβολής δήλωσης.
Αναλυτικότερα, ο ειδικός φόρος ακινήτων, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου 3091/2002 (στη συνέχεια έχει τροποποιηθεί με νεώτερους νόμους), αποσκοπεί στη δημιουργία αντικινήτρων και στην πάταξη της φοροαποφυγής, που παρατηρείται σε ακίνητα τα οποία ανήκουν σε εξωχώριες εταιρείες. Ως εξωχώριες (offshore) έχει επικρατήσει διεθνώς να θεωρούνται εταιρείες που δεν έχουν δραστηριότητα στη χώρα στην οποία φέρονται ότι έχουν την καταστατική τους έδρα και των οποίων οι μετοχές ή οι τίτλοι παραστατικοί ιδιοκτησίας είναι κατά κανόνα ανώνυμοι.
Επειδή η μυστικότητα που περιβάλλει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εξωχώριων εταιρειών αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου, είναι προφανές ότι παρέχει τη δυνατότητα στους πράγματι κυρίους των ακινήτων να παραμένουν ανώνυμοι και να φοροαποφεύγουν σε σχέση με το ακίνητο. Έτσι, το κενό αυτό έρχεται να καλύψει η ρύθμιση που επιβάλλει ειδικό φόρο 3% στην αντικειμενική αξία των ακινήτων, μάλιστα με τις εξαιρέσεις από τον φόρο αυτό που προβλέπει η νομοθεσία εξαλείφονται ανισότητες φορολογικής μεταχείρισης μεταξύ ελληνικών και εξωχώριων εταιρειών.
Το 2010, με το νόμο 3842/2010, ο εν λόγω φόρος αυξήθηκε αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου 2010, από το 3% στο 15%.
Ακόμη, το ΣτΕ αναφέρει ότι με την αύξηση αυτή, από το 3% στο 15%, προκύπτει ότι ο νομοθέτης επεδίωξε να επιβαρύνει με τον επίμαχο ειδικό φόρο επί των ακινήτων όχι όλες ανεξαιρέτως τις εταιρείες, αλλά εκείνες μόνον οι οποίες, μη «επιθυμώντας» την «αποκάλυψη» στις φορολογικές αρχές της ταυτότητας των πραγματικών κυρίων των ακινήτων τους, καθιστούν τελικώς ανέφικτo τoν- εκ μέρους των φορολογικών αρχών- έλεγχο φυσικών προσώπων υποκειμένων σε φορολογία στην Ελλάδα.
Το ΣτΕ, τελικά, απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς της οffshore εταιρείας και ανέπεμψε την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών για να καθορίσει την αξία του επίμαχου ακινήτου και στη συνέχεια να επιβληθεί εκ νέου ο Ειδικού Φόρου Ακινήτων.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ