ΣτΕ: Νόμιμο το «ξήλωμα» των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου

ΣτΕ: Νόμιμο το «ξήλωμα» των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου

Απορρίφθηκαν από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας οι αιτήσεις ακυρώσεως από πλήθος συνδικαλιστικών σωματείων και συλλογικοτήτων καθώς και από ιδιώτες, κατά της καταστροφικής απόφασης της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, σύμφωνα με την οποία εγκρίθηκε η μελέτη απόσπασης και επαναφοράς των αρχαιοτήτων του σταθμού Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης.

Ειδικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ απέρριψε τις αιτήσεις με τις 2560 και 2561/2022 αποφάσεις, οι οποίες δημοσιεύθηκαν την Τετάρτη.

Την απόφαση του ΣτΕ έσπευσε να σχολιάσει το Υπουργείο, επισημαίνοντας ότι «το ΣτΕ έκρινε  ότι οι ισχυρισμοί περί κατατεμαχισμού και αποδόμησης των αρχαιοτήτων δεν επιβεβαιώνονται ούτε από την εγκριθείσα μελέτη, ούτε από τον όλο φάκελο.».

Μάλιστα η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, δεν δίστασε να προβεί σε δηλώσεις, τονίζοντας: «Για μία ακόμη φορά, με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, δικαιώνονται οι επιλογές και η πολιτική του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού για το θέμα του Σταθμού Βενιζέλου. Το έργο προχωρεί απρόσκοπτα, εντός των χρονοδιαγραμμάτων».

Υπενθυμίζεται πως ήδη τον Απρίλιο του 2021 το ΣτΕ είχε δώσει το «πράσινο φως» για την αποξήλωση των αρχαιοτήτων από τον σταθμό Βενιζέλου του Μετρό Θεσσαλονίκης.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της απόφασης του ΣτΕ:

Νόμιμη η μελέτη απόσπασης των αρχαιοτήτων του σταθμού Βενιζέλου
Με τις 2560-2561/2022 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίφθηκαν αιτήσεις ακυρώσεως αρχαιολογικών και άλλων σωματείων και ιδιωτών κατά της απόφασης της Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία εγκρίθηκε η μελέτη απόσπασης και επαναφοράς των αρχαιοτήτων του σταθμού Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης. Με την ίδια απόφαση έγιναν δεκτές παρεμβάσεις των επαγγελματικών επιμελητηρίων Θεσσαλονίκης, του Δήμου Θεσσαλονίκης, της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε. κ.ά., οι οποίοι επεδίωκαν τη διατήρηση σε ισχύ της απόφασης της Υπουργού. Οι αρχαιότητες αυτές αποτελούν κεντρική διασταύρωση οδών της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, η οποία σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση με τις κατασκευές και τα δίκτυα υποδομής που την συνοδεύουν και αποτελεί μοναδική υλική μαρτυρία της εποχής.
Οι ενδιαφερόμενοι είχαν προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι κακώς επελέγη ιδιώτης μελετητής, και μάλιστα από την Αττικό Μετρό και την κατασκευαστική κοινοπραξία, ενώ η μελέτη αυτή έπρεπε να είχε ανατεθεί είτε στις ίδιες τις αρχαιολογικές υπηρεσίες είτε σε ιδιώτη μελετητή που θα προέκυπτε από διοικητική διαγωνιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η ανάδειξη των αρχαιοτήτων, οι οποίες θα επανατοποθετηθούν εκεί όπου βρέθηκαν μετά την κατασκευή του σταθμού και θα αναδειχθούν βάσει νέας μελέτης, θα μπορούσε πράγματι να είχε μελετηθεί και υλοποιηθεί από τις αρχαιολογικές υπηρεσίες σε ανύποπτο χρόνο με βάση τις συνήθεις αρμοδιότητές τους, χωρίς, δηλαδή, να συνδέεται με την κατασκευή οποιουδήποτε τεχνικού έργου. Οι αρχαιολογικές υπηρεσίες, όμως, δεν ανέλαβαν σχετική πρωτοβουλία παρά τη σπουδαιότητα των αρχαιοτήτων, τούτο δε προφανώς λόγω της πολυπλοκότητας και των δυσχερειών του εγχειρήματος. Έτσι, το ζήτημα τέθηκε ενόψει της κατασκευής του μετρό, η οποία θεωρήθηκε ευκαιρία για την ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας και την ανάδειξη των αρχαιοτήτων, πάντοτε, όμως, υπό την έγκριση και τον έλεγχο των δημοσίων αρχαιολογικών οργάνων. Με τη σύνδεση της ανάδειξης των αρχαιοτήτων με την κατασκευή του μετρό εξασφαλίστηκε, άλλωστε, η χρηματοδότηση και των αρχαιολογικών μελετών και εργασιών από την “Αττικό Μετρό Α.Ε.” ή την κατασκευαστική κοινοπραξία. Με αυτά τα δεδομένα, κρίθηκε ότι αιτιολογείται νομίμως η έγκριση της μελέτης που καταρτίστηκε από ιδιωτικό μελετητικό σχήμα αντί των ίδιων των αρχαιολογικών υπηρεσιών, οι οποίες, βεβαίως, ενέκριναν τη μελέτη και θα ελέγχουν την την υλοποίησή της.
Οι ενδιαφερόμενοι προέβαλαν ακόμη ότι η εγκριθείσα μελέτη δεν έχει τη διάρθρωση σε τεύχη που προβλέπει κανονιστική απόφαση του έτους 2019. Το Δικαστήριο, με μειοψηφία τριών μελών, έκρινε ότι τα τεύχη αυτά, που περιλαμβάνουν έγκριση σκοπιμότητας, τεύχη δημοπράτησης κ.λπ., είναι περιττά σε αρχαιολογικές εργασίες που εντάσσονται σε ευρύτερα έργα ή σχέδια που χρηματοδοτούνται από άλλους δημόσιους ή επενδυτικούς φορείς, τα οποία, εκτός από την αρχαιολογική έγκριση, στην οποία υπόκεινται οπωσδήποτε, υπάγονται και σε περιβαλλοντική αδειοδότηση με ευρείες διατυπώσεις δημοσιότητας και διαβούλευση με το κοινό. Θεωρήθηκε, πάντως, αυτονόητο ότι οι σχετικές αρχαιολογικές μελέτες και εργασίες υπόκεινται στον έλεγχο και την έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού και των υπηρεσιών του, όπως, άλλωστε, προβλέπει η πάγια νομοθεσία.
Με τις αιτήσεις ακυρώσεως οι ενδιαφερόμενοι προέβαλαν πλήθος ισχυρισμών, με τους οποίους αμφισβήτησαν την επάρκεια της μελέτης που ενέκρινε η Υπουργός από πολλές απόψεις και επικεντρώθηκαν ιδίως στις ελλείψεις της μελέτης επανατοποθέτησης των αρχαιοτήτων μετά την κατασκευή του σταθμού. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μελέτη αυτή, η οποία καταρτίστηκε, συμπληρώθηκε και εγκρίθηκε πριν από την ολοκλήρωση των περιμετρικών ανασκαφών των αρχαιοτήτων, νομίμως θεωρήθηκε ότι έπρεπε να εξειδικευθεί σε επόμενα στάδια, όπως και πράγματι συνέβη. Το Δικαστήριο, στη συνέχεια, απέδωσε την ελλειπτικότητα της μελέτης επανατοποθέτησης στο γεγονός ότι συνεχίζονται οι ανασκαφές για υποκείμενες αρχαιότητες παλαιοτέρων ιστορικών περιόδων, οι οποίες επίσης προβλέπεται να σωθούν και αναδειχθούν, και θεώρησε ότι η εισαγωγή στο ΚΑΣ και η έγκριση της νέας μελέτης που προβλέπεται να εκπονηθεί για την ανάδειξη των αρχαιοτήτων στο διαμορφωμένο, πλέον, χώρο του σταθμού παρέχει τα νόμιμα εχέγγυα για την ασφάλεια των αρχαιοτήτων. Το Δικαστήριο, εξάλλου, θεώρησε ότι οι ισχυρισμοί περί κατατεμαχισμού και αποδόμησης των αρχαιοτήτων δεν επιβεβαιώνονται ούτε από τον φάκελο ούτε από την εγκριθείσα μελέτη.
Τέλος, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να επιβεβαιώσει τη νομολογία του ως προς το καταρχήν ζήτημα της απόσπασης αρχαιοτήτων, η οποία έχει επιχειρηθεί και στο παρελθόν και, μάλιστα, σε άλλο σταθμό του μετρό  Θεσσαλονίκης, αλλά και παλαιότερα. Υπενθύμισε ότι, κατά την αρχαιολογική νομοθεσία, η μετακίνηση ακίνητου μνημείου επιτρέπεται με εξαιρετική φειδώ προκειμένου να κατασκευαστούν αμυντικά ή άλλα έργα ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο, οι προϋποθέσεις δε αυτές κρίθηκε, για ακόμη μία φορά, ότι συντρέχουν στην περίπτωση του μετρό της Θεσσαλονίκης.

Διαβάστε επίσης:

Σταθμός Βενιζέλου: Λυσσαλέα επίθεση της εφόρου Αρχαιοτήτων στον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων

Σταθμός Βενιζέλου: Να σταματήσει το έγκλημα ζητά ο Ενιαίος Σύλλογος Υπαλλήλων ΥΠΠΟ

Documento Newsletter