Κατέγραφαν κάθε κίνηση των υπάλληλων τους, χωρίς μάλιστα – κατά την κρίση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα- η φύση της δουλειάς τους να δικαιολογεί κάτι τέτοιο, και τώρα υποστηρίζουν ότι αν πληρώσουν άμεσα το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε θα υποστούν ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη.
Ο λόγος για τους υπευθύνους της δικηγορικής εταιρείας «Σιούφας και Συνεργάτες» οι οποίοι δεν κατάφεραν να πείσουν για την βλάβη την οποία θα υποστούν, την αρμόδια Επιτροπή Αναστολών του ΣΤΕ, που απέρριψε το αίτημα τους, να μην καταβάλλουν μέχρι την κύρια συζήτηση της υπόθεσης το πρόστιμο των 50.000 ευρώ που τους επέβαλλε η Αρχή για την παράνομη εγκατάσταση και λειτουργία κλειστού κυκλώματος καμερών στον χώρο όπου εργάζονται και κινούνται οι υπάλληλοι της.
Διαβάστε επίσης: Πρόστιμο στη δικηγορική εταιρεία Σιούφα για παραβίαση προσωπικών δεδομένων με κάμερες
Η εταιρεία ζητούσε συγκεκριμένα την προσωρινή αναστολή της καταβολής του προστίμου μέχρι και τις 28/5/2019 που έχει προσδιοριστεί η επί της ουσίας εκδίκαση της υπόθεσης.
Το επιχείρημα που προέβαλλε η δικηγορική εταιρεία «Σιούφας και Συνεργάτες» ήταν ότι η πληρωμή του χρηματικού προστίμου την συγκεκριμένη χρονική στιγμή θα της προκαλέσει ανεπανόρθωτη οικονομική ζημία και μείωση της επαγγελματικής της αξιοπιστίας.
Σύμφωνα όμως με το σκεπτικό της Επιτροπής Αναστολών του Ανώτατου Δικαστηρίου που απέρριψε την αίτηση:
-Μόνη η οικονομική ζημία της αιτούσας, ως κατ’ αρχήν επανορθώσιμη, δεν αποτελεί λόγο αναστολής της εκτέλεσης πράξης, με την οποία επιβάλλεται η κύρωση. Επιπλέον, η επίκληση από την αιτούσα του κινδύνου οικονομικού κλονισμού της γίνεται όλως αορίστως, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία, η δε προσκόμιση σημειώματος για πληρωμή φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων για το φορολογικό έτος 2017 δεν επαρκεί καθώς δεν προκύπτει το συνολικό εισόδημα της αιτούσας και η συνολική οικονομική της κατάσταση.
-Ως προς τον ισχυρισμό περί μείωσης της επαγγελματικής αξιοπιστίας με συνακόλουθο κίνδυνο διαρροής της πελατείας της, πρόκειται για βλάβη κατ’ αρχήν, επανορθώσιμη, σε περίπτωση αποδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως και δεν αποτελεί νόμιμο λόγο χορηγήσεως της ζητούμενης αναστολής.