Οι «ανώνυμες» καταγγελίες σε βάρος πολιτών για φοροδιαφυγή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως συμπληρωματικό στοιχείο για την επέκταση του φορολογικού ελέγχου πέραν της πενταετίας.
Αυτό έκρινε το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με σημερινή του απόφαση που αποτελεί προέκταση περσινής ομόφωνης απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ σύμφωνα με την οποία η παραγραφή των φορολογικών αξιώσεων είναι πενταετής οπότε οι συνεχείς παρατάσεις παραγραφής είναι αντισυνταγματικές.
Κι ακόμα ότι εφόσον προκύψουν πραγματικά «συμπληρωματικά στοιχεία» ο χρόνος παραγραφής επεκτείνεται στην δεκαετία.
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ εξέδωσε την σημερινή απόφαση αφού εξέτασε υπόθεση «ανώνυμης καταγγελίας» η οποία ανέφερε ότι 34 δικηγόροι των Αθηνών φοροδιαφεύγουν.
Με αφορμή αυτή την καταγγελία, το ΣΔΟΕ Αττικής ζήτησε να διενεργηθούν έλεγχοι και στους 34 αυτούς δικηγόρους και έγινε άρση του τραπεζικού απορρήτου στο σύνολο των τραπεζικών λογαριασμών τους. Ένας από τους ελεγχόμενους δικηγόρους προσέφυγε στη διοικητική δικαιοσύνη, καθώς η ΙΓ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών του καταλόγισε διορθωτικό φόρο εισοδήματος και πρόσθετο φόρο λόγω ανακρίβειας των φορολογικών δηλώσεών του πλέον της 5ετίας.
Τώρα, το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ επισημαίνει ότι σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και υπό το πρίσμα της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, «ο φορολογικός έλεγχος (και ο καταλογισμός φόρου και ο πρόσθετου φόρου λόγω ανακριβούς δήλωσης) πρέπει να διενεργείται, κατ΄ αρχήν εντός της πενταετίας και κατά παρέκκλιση εντός της 10ετίας εάν περιέλθουν σε γνώση της φορολογικής αρχής «συμπληρωματικά στοιχεία», δηλαδή στοιχεία αποδεικτικά της ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογικού εισοδήματος, τα οποία δικαιολογημένα δεν είχε υπόψη της η φορολογική αρχή κατά την πενταετία».
Το Β΄ Τμήμα έκρινε παράλληλα ότι δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», που να δικαιολογούν την επιμήκυνση των φορολογικών έλεγχων πέραν της πενταετίας, η «ανώνυμη καταγγελία» στις φορολογικές αρχές για φοροδιαφυγή καθώς και η πληροφοριακή έκθεση ελέγχου φορολογίας εισοδήματος» του ΣΔΟΕ η οποία αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη για τον έλεγχο της φορολογικής αρχής.