Ως αντισυνταγματική έκρινε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας την διάταξη του νόμου 4491/1966 βάσει της οποίας αίρονταν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα (δηλαδή το δικαίωμα σε κύρια και επικουρική σύνταξη, παροχές υγείας, εφ’ άπαξ, κ.λπ.) στους εργαζομένους της ΔΕΗ σε περίπτωση ποινικής καταδίκης τους.
Αναλυτικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 996/2022 απόφασή της κρίνει την θεσπισθείσα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του νόμου 4491/1966 στέρηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος εργαζομένου στη ΔΕΗ σε περίπτωση ποινικής καταδίκης του για ορισμένα αδικήματα αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος σχετικά με την προστασία του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης και την αρχή της αναλογικότητας.
Διευκρινίζεται ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία, σε περίπτωση καταδίκης εργαζομένου στη ΔΕΗ σε ποινή κάθειρξης για την τέλεση των αξιόποινων πράξεων της υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας και απιστίας σε βάρος της ΔΕΗ ή του ελληνικού Δημοσίου επέρχεται ως συνέπεια η πλήρης και οριστική απώλεια του κύριου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, με περαιτέρω συνέπειες την απώλεια του δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη, σε παροχές υγείας καθώς και του δικαιώματος για εφάπαξ βοήθημα.
Σκοπός της διάταξης αυτής είναι η αποτροπή των δημοσίων υπαλλήλων της ΔΕΗ από τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων (δωροδοκίας ή δωροληψίας), όταν στρέφονται είτε σε βάρος της ΔΕΗ ή του Δημοσίου, καθώς τίθενται σε κίνδυνο η περιουσία και η εν γένει εύρυθμη λειτουργία αυτών καθώς συμβάλουν στην αναπαραγωγή του φαινομένου της διαφθοράς.
Σύμφωνα με τους συμβούλους της επικρατείας δεν δύναται, κατ’ αρχήν, η ποινική καταδίκη εργαζόμενου της Δ.Ε.Η.οδηγήσει τη στέρηση ή τον περιορισμό δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης δικαιολογώντας διαφορετική μεταχείριση αυτού ως προς τη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών.
Σε άλλο σημείο της δικαστικής απόφασης αναφέρεται ότι κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ερμηνευομένου εν όψει και της αρχής της ισότητας, δεν δύναται η ποινική καταδίκη εργαζόμενου της ΔΕΗ να αποτελέσει πρόσφορο κριτήριο για τη στέρηση ή τον περιορισμό δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης, δυνάμενο να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση αυτού ως προς τη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών.