Ο σκηνοθέτης μιλάει με αφορμή την ταινία του «Γυναίκες που περάσατε από δω», με την οποία ολοκληρώνει μια άτυπη τριλογία
Με την ταινία «Γυναίκες που περάσατε από δώ» ο σκηνοθέτης Σταύρος Τσιώλης φτιάχνει μια ακόμη ωδή στις γυναίκες και μαζί τους ολοκληρώνει την άτυπη τριλογία του γι’ αυτές και μαζί μια γλυκιά περιπέτεια που ξεκίνησε το 1992 με το «Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε» (1992) και συνεχίστηκε με το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (1998).
Μου λέγατε νωρίτερα για τις περιπέτειες των τίτλων σας. Σε όλες σχεδόν υπάρχει μια μικρή ίντριγκα αλλά νομίζω αυτή με τον Βακαλόπουλο και το «Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε» έχει πολύ ενδιαφέρον…
Αρχικά ήταν να βγάλουμε την ταινία «Κλέφτες του έρωτος» ή «Κλέφτες του έρωτα» όπως έλεγε αργότερα ο Χρήστος για να αποφύγουμε του συνειρμούς περί καθαρευουσιάνικης ταινίας που θα έδιωχνε το κοινό από τις αίθουσες (γέλια). Μετά όμως, μια μέρα που ήμασταν σε γύρισμα στη Στεμνίτσα με τον Χρήστο Βακαλόπουλο, μας πλησιάζει ο διευθυντής φωτογραφίας Δημήτρης Καψούρος, που τότε διάβαζε το βιβλίο του Φάρλεϊ Μόατ «Λύκοι, σας παρακαλώ μην κλαίτε», και μας είπε μήπως θα ήταν καλύτερα να αλλάξουμε τον τίτλο του έργου μας χρησιμοποιώντας τον τίτλο από το βιβλίο του Μόατ και προσθέτοντας τη λέξη «γυναίκες». Του Χρήστου του άρεσε η ιδέα, επειδή όλοι θα αναρωτιούνταν τι μπορεί να σημαίνει. Πράγματι κρατήσαμε το «Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε» και η ταινία προβλήθηκε με μεγάλη επιτυχία για εβδομάδες κόβοντας 52.000 εισιτήρια! Μάλιστα την τρίτη βδομάδα που παιζόταν η ταινία στους κινηματογράφους (ήταν Σάββατο βράδυ 29 Ιανουαρίου 1993) έφυγε ο Χρήστος από κοντά μας. Πολλές γυναίκες φίλες που ήξεραν την περιπέτεια της υγείας του μου είπαν τότε: «Γι’ αυτό τον λόγο άρεσε στον Χρήστο αυτός ο τίτλος. Επειδή ήξερε ότι θα φύγει κι ήταν ένα μήνυμα σε αυτές». Συγκινήθηκα πολύ όταν το πρωτοάκουσα και όντως αργότερα που το σκέφτηκα κατάλαβα ότι είχαν δίκιο. Ήταν ο αποχαιρετισμός του στις γυναίκες. Είναι αλήθεια αυτό.
Τι είναι οι γυναίκες για σας; Τις βάζετε στους τίτλους των ταινιών σας αλλά έχουν δεύτερο ρόλο, αφού πρωταγωνιστές είναι σχεδόν πάντα οι άντρες.
Μπορεί να είναι σπάνιες οι φορές που εμφανίζονται οι γυναίκες στις ταινίες μου αλλά μην αμφιβάλλετε ότι είναι πάντα εκεί. Γι’ αυτές γίνονται όλα. Είναι το άπιαστο όνειρο, το αέναο πλάσμα που μας στοιχειώνει μια ζωή. Κανείς άντρας δεν μπορεί να καταλάβει απόλυτα μια γυναίκα, γιατί πολύ απλά εκείνη είναι το ανώτερο ον στη φύση. Σε επίπεδο αυτογνωσίας και δημιουργίας μεταξύ των δύο φύλων η γυναίκα είναι το πιο βαθύ και το ανώτερο. Ας το παραδεχτούμε πλέον εμείς οι άντρες. Αυτό που λέω το στηρίζω σε γεγονότα. Από τη δικιά μου μάνα μέχρι τα χωρισμένα ζευγάρια (κυρίως στις παλιότερες εποχές) που βλέπεις τη γυναίκα σε πολύ πιο δυσμενείς συνθήκες να μεγαλώνει τα παιδιά της με αμέτρητες θυσίες. Γυναίκες αμόρφωτες να κάνουν τις καθαρίστριες για να φροντίσουν την οικογένειά τους, ενώ ο άντρας, παρότι έχει δουλειά, να δίνει κάποια λεφτά στην αρχή και μετά να εξαφανίζεται.
Και πάμε στη δεύτερη ταινία για τις γυναίκες. Το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» πέντε χρόνια αργότερα, το 1998.
Ναι. Τότε ήθελα να κάνω μια ιστορική ταινία. Εξ ου και ο αρχικός τίτλος «Ιστορικό συνέδριο της Βόλβης». Ερχεται μια μέρα στο γύρισμα ο Βασίλης Κατσούφης της Stefi, ο παραγωγός του φιλμ και νυν πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, που μας είχε δώσει απόλυτη ελευθερία να κάνουμε ό,τι θέλουμε, και μου λέει: «Ρε Σταύρο, μήπως να αλλάξουμε τον τίτλο αφού ο κόσμος ίσως νομίζει ότι έχουμε κάνει πολεμική ή πολιτική ταινία; Μήπως, λέω; Ωραίος είναι ο τίτλος που βρήκατε, αλλά μπας και υπάρχει κάνας πιο πονηρός και καλύτερος; Αυτό μάλιστα μας το είπε την ώρα που έφευγε, όταν έμπαινε στο αυτοκίνητο. Σκέφτηκα λοιπόν να κάνουμε μια προσπάθεια και λέω στα υπόλοιπα παιδιά «ας δούμε μήπως μπορούμε να βρούμε κάποιον άλλο, καλύτερο τίτλο». Το βράδυ που τρώγαμε στο μικρό ξενοδοχείο της Βόλβης όπου μέναμε, πιάσαμε την κουβέντα για τον τίτλο. Πέσανε πολλές ιδέες, υπήρξαν εντάσεις αλλά και διαφωνίες που δεν οδηγούσαν πουθενά. Ύστερα από λίγες ώρες ο Ζουγανέλης, φανερά τσαντισμένος, σηκώνεται να φύγει και ενώ τα μαλώματα έχουν πάρει κι άλλες διαστάσεις που αφορούσαν το αν οι γυναίκες στο τέλος του φιλμ θα πρέπει να περιμένουν τους άντρες στην Καβάλα ή αλλού, πετάγεται και η κόρη μου η Κατερίνα και μας λέει: «Δεν ντρέπεστε, κάθεστε και χαζολογάτε ενώ οι κακομοίρες οι γυναίκες σάς περιμένουν μάταια». Οργισμένος ο Ζουγανέλης της λέει: «Παράτα μας, ρε Κατερίνα, ας περιμένουν οι γυναίκες!». Αυτό ήταν.
Έχει κι άλλο παρασκήνιο όμως αυτή η ταινία με το φινάλε της.
Ναι, στις Νύχτες Πρεμιέρας παίχτηκε το φιλμ με το φινάλε όπου οι γυναίκες με τα παιδιά περιμένουν τους άντρες στο λιμάνι και ακούγεται ένα τραγούδι της Κατερίνας Στανίση και πλησιάζει το πλοίο με τους ήρωες να κοιτούν μελαγχολικοί το τέλος αυτής της περιπέτειας. Έρχεται λοιπόν την επόμενη μέρα ο Γιώργος Τζιώτζιος, με πηγαίνει για καφέ στη Βικτώρια και μου λέει: «Θα σε στενοχωρήσω τώρα, αλλά πιστεύω ότι η ταινία πρέπει να τελειώσει εκεί που λέει ο Μπουλάς “Πρέπει να πάμε και οι τρεις. Θα κάνουμε το τελευταίο μπάνιο μας, θα πέσει ο ήλιος και την επόμενη μέρα θα επιστρέψουμε στις οικογένειές μας”. Μα, λέω στον Γιώργο, τόσο ωραία σκηνή είναι κρίμα να την κόψουμε. Όμως μετά σκέφτηκα ότι ο Γιώργος, εκτός από φίλος, δεν μου είχε πει ποτέ τίποτα για κάποια αλλαγή σε ταινία μου, αυτή ήταν η πρώτη φορά κι αποφάσισα να ακολουθήσω τη συμβουλή του. Και η ταινία έσκισε κάνοντας 64.500 εισιτήρια.
Και φτάνουμε στο κλείσιμο της τριλογίας και το «Γυναίκες που περάσατε από δω». Αργήσατε πολύ όμως. Γιατί;
Όπως το πας, καλέ μου φίλε, θα μιλάμε μέχρι το πρωί. Θα σ’τα πω όλα όμως. Ηθελα να κάνω μια τελευταία ταινία και ένας φίλος βιβλιοπώλης μου έδωσε την ιδέα για το τρίτο φιλμ γύρω από τις γυναίκες και μάλιστα με τη λέξη να αναφέρεται ξανά στον τίτλο. Κάτσαμε να βρούμε πρώτα τον τίτλο. Δύο μέρες μας πήρε. Είχε πλάκα γιατί ήταν τίτλοι που αποθέωναν τις γυναίκες, αλλά και άλλοι όπως «Γυναίκες, δεν σας θέλω πια». Και το δεύτερο πρωί περνούν μπροστά από την τζαμαρία του βιβλιοπωλείου καμιά δεκαριά πανέμορφες κοπέλες που μας άφησαν όλους άφωνους. Και λέω τότε: «Αχ, γυναίκες που περάσατε από δω γιατί να μην είμαι πια 40 χρονών;». Και μου λέει ο φίλος «μόλις το βρήκες».
Στη ζωή σας, κύριε Τσιώλη, είχατε τύχη;
Και μόνο που έφτασα σε αυτή την ηλικία και κάνω ακόμη ταινίες ενώ έχω χάσει τόσο πολλούς και καλούς φίλους (από τον Βακαλόπουλο και τον Τζιώτζιο μέχρι τον Δήμο Θέο, τον Κώστα Βρεττάκο, τον Γιώργο Σκούρτη) νιώθω τυχερός. Γι’ αυτό σου λέω, αν δεν είναι αυτό τύχη, τι είναι;
Είστε πολιτικοποιημένος; Και αν ναι, πού ανήκετε;
Nαι, πολύ πολιτικοποιημένος γιατί ζήσαμε δύσκολες εποχές και βιώσαμε άκρως σκληρές καταστάσεις. Ανήκω στην Αριστερά. Ο πατέρας μου έκανε εξορία, αλλά ποτέ δεν το έκανε θέμα. Πίστευε σε βαθιές ανθρώπινες αρχές, με βασικότερη να μπορούν να έχουν όλοι οι άνθρωποι ένα πιάτο φαΐ. Τότε οι δωσίλογοι, οι ταγματασφαλίτες και οι λαθρέμποροι έκαναν τη ζωή τους και τριγύρω τους οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα. Τραγικές συνθήκες.
Είχατε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στον Φίνο (με επιτυχίες όπως ο «Πανικός», η «Ζούγκλα των πόλεων» και φυσικά η «Κατάχρηση εξουσίας»), αλλά την εγκαταλείψατε. Για ποιο λόγο;
Όταν το 1973 έγραψα το σενάριο για το «Θέμα συνειδήσεως» ο Φίνος για πρώτη φορά δεν συμφωνούσε με κάποια πράγματα σε αυτό, μεταξύ των οποίων και το φινάλε. Αν και είχα τις αντιρρήσεις μου έκανα τις αλλαγές που ήθελε και υπέγραψα με το ψευδώνυμο Διονύσης Φωκάς. Αυτή ήταν η τελευταία μας συνεργασία και έγινε η αφορμή για να ψαχτώ μέσα μου ως προς το τι ήθελα να κάνω. Ποιο σινεμά αγαπούσα, δηλαδή, και έπρεπε να το υπηρετήσω με όλες μου τις δυνάμεις. Μου πήρε λίγο καιρό αλλά τελικά βρήκα τον δρόμο μου.
Το σινεμά πλάι σε ποιον σκηνοθέτη το μάθατε καθώς δεν είχατε κάνει σπουδές πάνω σε αυτό;
Πολλοί με βοήθησαν, σε αρκετούς οφείλω. Αλλά τα κόλπα στο σινεμά τα έμαθα από τον Δαλιανίδη. Μεγάλος δάσκαλος.