Σταύρος Κουγιουμτζής: Το πορτρέτο ενός σεμνού δημιουργού

Σταύρος Κουγιουμτζής: Το πορτρέτο ενός σεμνού δημιουργού

Ας ξεκινήσω από τον συγγραφέα και όχι από το περιεχόμενο του βιβλίου «Σταύρος Κουγιουμτζής – Ασε με πάλι να σου πω». Ο εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενος Θανάσης Γιώγλου είναι παθιασμένος άνθρωπος: με το λαϊκό τραγούδι, τον Γιώργο Νταλάρα, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Στέλιο Καζαντζίδη και τις «Κρυφές ιστορίες της ελληνικής δισκογραφίας» (αυτός ήταν ο υπότιτλος του πρώτου βιβλίου του από τις εκδόσεις Μετρονόμος). Προσωπικά σέβομαι και εκτιμώ τις εμμονές καθενός ερευνητή όταν τον οδηγούν στη δημιουργία ξέχωρα από τα «κολλήματά» του, που ένας τρίτος θα τις επισήμαινε κάπως πιο αποστασιοποιημένα. Το νέο βιβλίο του Γιώγλου πάλι από τις εκδόσεις Μετρονόμος φαίνεται να τον απασχολούσε επί πολλά χρόνια.

Η θέση του Κουγιουμτζή στο ελληνικό τραγούδι

Ογκώδες σε έκταση, κάτι λιγότερο από 400 σελίδες, καταφέρνει να συνθέσει το παζλ της προσωπικότητας του σημαντικού και σεμνού λαϊκού δημιουργού που κατά κοινή ομολογία δεν αναφέρεται ποτέ στο πάνθεον των μεγάλων συνθετών δίπλα στους Μίκη Θεοδωράκη – Μάνο Χατζιδάκι. Κι αυτό σε αντίθεση, λόγου χάριν, με άλλους συνθέτες της γενιάς του Κουγιουμτζή ή και νεότερούς του. Να έπαιξε ρόλο ότι ορμητήριό του υπήρξε εν πολλοίς η Θεσσαλονίκη και όχι η Αθήνα; Η πικρία του από τις συμπεριφορές των δισκογραφικών μεγαλοπαραγόντων; Εγώ λέω πως ο Κουγιουμτζής πήρε τη συγκεκριμένη θέση του στο ελληνικό τραγούδι μάλλον εξαιτίας του ιδιοσυγκρασιακού χαρακτήρα του, εκείνης «της “δικής του” μελαγχολίας», όπως είχε πει η ποιήτρια Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου. Κι αυτό είναι κάτι που βγαίνει από το βιβλίο του Γιώγλου και μόνο ως επιτυχία μπορεί να αποτιμηθεί. Προσωπικά πάντα στις βιογραφίες με ενδιαφέρει περισσότερο η ψυχολογία των βιογραφούμενων προσωπικοτήτων και όχι τόσο η εργογραφία τους. Πώς το κατάφερε αυτό, όμως, ο συγγραφέας; Πρωτίστως με το μεράκι και το πάθος που λέγαμε στην αρχή. Επειτα με το να έχει το προνόμιο να είναι στενός φίλος της συζύγου και των παιδιών του Σταύρου Κουγιουμτζή, άρα μιλάμε για… οικογενειακή υπόθεση. Ας μην παραβλέπουμε ωστόσο πως δεν πρόκειται για συνηθισμένη βιογραφία, αλλά για βιβλίο με τη λογική ντοκιμαντέρ. Χωρίς γραμμική αφήγηση στην εξέλιξή του, ο Γιώγλου παραθέτει προσωπικές μνήμες, διάφορα ντοκουμέντα από το αρχείο του, ολόκληρη τη δισκογραφία του συνθέτη με πολλές λεπτομέρειες, μαρτυρίες των πιο δικών του ανθρώπων, χειρόγραφες επιστολές (συγκεκριμένα του στιχουργού Μιχάλη Μπουρμπούλη και της ποιήτριας Κικής Δημουλά), όπως και επιγραμματικές δηλώσεις πολλών άλλων καλλιτεχνών, που είτε συνεργάστηκαν μαζί του είτε απλώς εκτιμούσαν τον Κουγιουμτζή, από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο μέχρι τον Μίκη Θεοδωράκη και από την Αννα Βίσση μέχρι τους νεότερους τραγουδιστές του σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα.

Κρυμμένοι θησαυροί στο φως

Με το φωτογραφικό αρχειακό υλικό σωστά μοιρασμένο μέσα στο βιβλίο, χωρίς να αποπροσανατολίζεται ο αναγνώστης, θα μπορούσαν να έλειπαν οι μαρτυρίες κάποιων ανθρώπων που τίποτε ουσιαστικό δεν προσφέρουν και μάλλον καθιστούν φλύαρο το όλο ανάγνωσμα. Αναφέρομαι στην ενότητα «Εγραψαν και είπαν για τον Σταύρο Κουγιουμτζή», ωστόσο για να είμαι ακριβοδίκαιος κατανοώ γιατί έγινε έτσι: είναι μεγάλη η χαρά και η ικανοποίηση για ένα συγγραφέα – βιογράφο να παραθέτει μαρτυρίες, ακόμη και λιγότερο σημαντικές, που θα εμπλουτίσουν κι άλλο το πόνημά του. Και για να γίνω πιο σαφής, βρίσκω τρομερά ενδιαφέρον να διαβάζω τι λέει για τον Κουγιουμτζή η Ζωή Κουρούκλη, η πρώτη που τον τραγούδησε εν έτει 1961 στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, όχι όμως και η Λιζέτα Νικολάου που χάσαμε πρόσφατα, η οποία ουδέποτε συνεργάστηκε μαζί του. Αντιθέτως, το βιβλίο ξαναβρίσκει την καλή του ροή με την ενότητα «Από το επιγραφοποιείο στο… δισκάδικο», αφού παρατίθενται ντοκουμέντα από διάφορες ραδιοφωνικές εκπομπές της Θεσσαλονίκης, τις οποίες μόνο ένας μεγάλος φαν του συνθέτη σαν τον Γιώγλου θα ανακάλυπτε και θα αξιοποιούσε τα αμέσως επόμενα χρόνια. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι κατά τη γνώμη μου ολόκληρη η συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Κουγιουμτζής στον συνάδελφό του Μίμη Πλέσσα για το κρατικό Δεύτερο Πρόγραμμα στις αρχές του 1978, όπως και το μικρό απόσπασμα που παρατίθεται από μια άλλη συνέντευξή του στη Μαλβίνα Κάραλη το 1989. Εκεί είχε πει ο συνθέτης: «Τα τραγούδια πρέπει να πηγαίνουν κατευθείαν στην ψυχή του ανθρώπου και όχι να περνάνε πρώτα από τον εγκέφαλο και μετά να πηγαίνουν, κατά διαταγή του εγκεφάλου, στην καρδιά, στην ψυχή». Ολόκληρη διατριβή μπορεί να γράψει κανείς πάνω στα λόγια αυτά του Κουγιουμτζή για τη λειτουργία του τραγουδιού και την επικοινωνία του με τον κόσμο. Ετσι διαβάζεται και το βιβλίο του Γιώγλου και εκεί –επαναλαμβάνω– έγκειται η αξία του. Πρωτίστως φέρνει ξανά στο προσκήνιο έναν πολύ σημαντικό και αγαπητό δημιουργό τεράστιων λαϊκών επιτυχιών που επίσης έχτισε την καριέρα του Γιώργου Νταλάρα, του υπ’ αριθμόν 1 ερμηνευτή του. Αξίζει να το αποκτήσετε και να το έχετε στη βιβλιοθήκη σας.

Documento Newsletter