∆ίχως να προσκοµίσει κανένα συγκεκριµένο στοιχείο που να βασίζεται σε αξιόπιστες µελέτες ή έρευνες, όπως της ζήτησε ο ερωτών βουλευτής, η υπουργός αρκέστηκε στην επανάληψη βαρύγδουπων φληναφηµάτων περί δήθεν «ευελιξίας» και «αύξησης αποδοτικότητας» που υποτίθεται πως θα φέρει η επιχειρούµενη αλλαγή νοµικού καθεστώτος στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.
Ευελιξία ως προς τι; Ως προς τη δυνατότητα να διοργανώνουν στους χώρους τους κοµµατικές εκδηλώσεις, όπως της ΟΝΝΕ∆, και πριβέ πάρτι κοσµικών, όπως του έκπτωτου βασιλικού ζεύγους για τη «χρυσή» επέτειο του γάµου του, κατά την πρακτική του «πρότυπου» –κατά την υπουργό– Μουσείου της Ακρόπολης ή ως προς την επιστράτευση του προέδρου του διορισµένου ∆Σ του για να προµοτάρει την πιο επιτυχηµένη στην κοσµική Αθήνα δράση του, το γεύµα της Τσικνοπέµπτης –µε νανάκι κοτόπουλο– στο εστιατόριο µε θέα; Εκτός κι αν ως ευελιξία λογίζεται η δυνατότητα να προσλαµβάνονται φύλακες αρχαιοτήτων µε µειωµένες αποδοχές σε σχέση µε τους συναδέλφους τους των κρατικών µουσείων ή συµβασιούχοι αρχαιολόγοι που βαφτίζονται «φροντιστές – εξηγητές αρχαιοτήτων», για να κάνουν µια υβριδική δουλειά ανάµεσα σε ξεναγό και φύλακα µε υποβάθµιση της επιστηµονικής τους ιδιότητας και κατά παράβαση των επαγγελµατικών τους δικαιωµάτων.
Λόγια χωρίς αποδείξεις
Γιατί δεν προσκοµίζει η υπουργός Πολιτισµού αυτές τις «διεθνείς στατιστικές µε τις πολύ υψηλές βαθµολογίες» που επικαλείται, οι οποίες δείχνουν –υποτίθεται– τη συγκριτικά καλύτερη από τα κρατικά µουσεία ανταπόκριση του προβαλλόµενου ως πρότυπου Μουσείου της Ακρόπολης στις σύγχρονες απαιτήσεις και το κατατάσσουν µάλιστα στην πεντάδα των καλύτερων(!) µουσείων του κόσµου; Πώς «ανταποκρίνεται πλήρως στον παιδευτικό του ρόλο» το τελευταίο, όταν ακόµη και σήµερα, έντεκα χρόνια από την έναρξη λειτουργίας του, δεν οργανώνει καν το ίδιο µε δικό του προσωπικό τα εκπαιδευτικά του προγράµµατα, τα οποία σχεδιάζει και υλοποιεί το επιστηµονικό δυναµικό της υπηρεσίας Συντήρησης Μνηµείων Ακρόπολης, που είναι βέβαια υπηρεσιακή µονάδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας;
Σε τι ακριβώς έχει αυξήσει την αποδοτικότητά του το ότι δεν έχει καν διευθυντή εδώ και τόσα χρόνια λειτουργίας ή το γεγονός ότι έχει προικοδοτηθεί µε έναν οργανισµό που διαθέτει µία γενική διεύθυνση, πέντε διευθύνσεις, τρία αυτοτελή γραφεία και 17 τµήµατα (!), ενώ όλα τα ήδη αυτοτελή κρατικά/δηµόσια µουσεία του ΥΠΠΟΑ λειτουργούν σε επίπεδο διεύθυνσης µε δύο έως επτά τµήµατα;
Επιλογές των υπουργών
Επιχειρώντας µάλιστα να διασκεδάσει τις εύλογες ανησυχίες για το τι θα συνεπάγεται η εµπλοκή προσώπων εκτός του δηµόσιου τοµέα στη διοίκηση των µουσείων-ΝΠ∆∆ που διαχειρίζονται την πολιτιστική κληρονοµιά του τόπου, η υπουργός Πολιτισµού απάντησε πως ο διορισµός του προέδρου και του αντιπροέδρου του διοικητικού συµβουλίου εκάστου µουσείου θα γίνεται µε βάση της διατάξεις του ν. 4735/2020. Οµως, ακόµη και γι’ αυτές τις δύο αποκλειστικά θέσεις του ∆Σ οι διατάξεις που επικαλείται η υπουργός µιλάνε µόνο για προεπιλογή από ειδική επιτροπή του ΑΣΕΠ, ενώ η τελική επιλογή είναι του εκάστοτε υπουργού. Είναι δε ενδεικτικό ότι για την προεπιλογή αυτή ο διδακτορικός τίτλος σπουδών µοριοδοτείται µε 350 µόρια, ενώ ύστερα από συνέντευξη η «προσωπικότητα» λαµβάνει µέχρι 300 µόρια και η καταλληλότητα για τα καθήκοντα της θέσης 500 µόρια. Καταλάβαµε…
Πολιτισµός της αγοράς
Ασφαλώς στην απάντηση της υπουργού δεν υπάρχει κουβέντα για όσα περιλαµβάνονται στην ερώτηση του βουλευτή περί κινδύνου, διά της αλλαγής θεσµικού καθεστώτος, να µετατραπούν τα µουσεία σε επιχειρήσεις που θα ενδιαφέρονται κυρίως για το κέρδος τους σύµφωνα µε τα νεοφιλελεύθερα κελεύσµατα, να ανοίξει ο δρόµος ώστε κρίσιµοι τοµείς λειτουργίας τους να ανατεθούν σε ιδιωτικές εταιρείες, να υπαχθούν και τα κρατικά µουσεία στην απαράδεκτη διάταξη που επιτρέπει τον εκπατρισµό αρχαιοτήτων για 50 χρόνια.
«Στόχος της µετατροπής των µουσείων σε ΝΠ∆∆ είναι η βελτίωση της αποδοτικότητάς τους» επαναλαµβάνει µονότονα η υπουργός Πολιτισµού, «µέσω της αξιοποίησης των µεθόδων διοίκησης και διαχείρισης επιχειρήσεων, επικοινωνίας και µάρκετινγκ». Αλλά υποστηρίζει πως δεν πρέπει να µας φοβίζουν οι λέξεις, γιατί µπορούµε να τις τοποθετήσουµε στο «σωστό πλαίσιο».
Ας απαντήσουµε λοιπόν µε ευθύτητα: δεν είναι οι λέξεις που µας φοβίζουν, αλλά ακριβώς το πλαίσιο στο οποίο τοποθετούνται. Το πλαίσιο το οποίο περιγράφει µε ψευδεπίγραφα και παραπλανητικά επιχειρήµατα την επιχειρούµενη µετάλλαξη του κρατικού/δηµόσιου µουσείου, του µουσείου που καλλιεργεί την επιστηµονική γνώση, τη µόρφωση για όλους και την πρόσβαση χωρίς φραγµούς στο κοινωνικό αγαθό του πολιτισµού, σε µουσείο-επιχείρηση που λειτουργεί µε τους κανόνες της αγοράς και προς όφελος ιδιοτελών συµφερόντων. Για την ακρίβεια, η προοπτική αυτή δεν µας φοβίζει, µας εξοργίζει!
Του
Στάθη Γκότση
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento στις 14/2/2020