Ο ιστορικός και γενικός γραμματέας του Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων ΥΠΠΟ Αττικής, Στερεάς και Νήσων γράφει στο Docville για την επιδίωξη της κυβέρνησης να υποτάξει στις ιδιοτελείς προθέσεις της τα υλικά ίχνη του παρελθόντος που υποστηρίζουν τη συλλογική μνήμη.
Με τον χειρότερο τρόπο κλείνει το 2020 για την πολιτιστική κληρονοµιά του τόπου. Στο τελευταίο υπουργικό συµβούλιο της χρονιάς η υπουργός Πολιτισµού Λίνα Μενδώνη παρουσίασε σχέδιο νόµου για την προωθούµενη µετατροπή των πέντε µεγαλύτερων κρατικών µουσείων της χώρας (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρχαιολογικά µουσεία Θεσσαλονίκης και Ηρακλείου, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο και Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισµού) σε νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου (ΝΠ∆∆), µια εξέλιξη που θα οδηγήσει στην αποκοπή τους από την αρχαιολογική υπηρεσία και τη διαχείριση µε ιδιωτικοοικονοµικά κριτήρια των συλλογών, της περιουσίας και των πόρων τους από διορισµένα διοικητικά συµβούλια. Ο στόχος της µετατροπής διατυπώνεται χωρίς περιστροφές: «Τα µουσεία αυτά, αξιοποιώντας τις τεχνικές διοίκησης και διαχείρισης επιχειρήσεων, επικοινωνίας και µάρκετινγκ, να βελτιώσουν την αποδοτικότητά τους µε υιοθέτηση νέων στρατηγικών και αυτενέργεια».
Η κίνηση αυτή, συνοδευόµενη από τη γνωστή ψευδεπίγραφη επιχειρηµατολογία περί αυτοτέλειας, ευελιξίας, εξάλειψης γραφειοκρατίας, αύξησης αποδοτικότητας κ.ο.κ., δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Είχε προαναγγελθεί ήδη από τις προγραµµατικές δηλώσεις της κυβέρνησης διά στόµατος Λίνας Μενδώνη και αποτελεί το τελευταίο µέχρι ώρας επεισόδιο µιας διαχρονικής πολιτικής, η οποία προωθείται µε συνέπεια από τους πολιτικούς και επιχειρηµατικούς κύκλους που αντιλαµβάνονται την πολιτιστική κληρονοµιά αποκλειστικά µε όρους αγοράς.
Το 2020 η επιτάχυνση στην υλοποίηση αυτής της πολιτικής ήταν ορατή και στα δύο της βασικά σκέλη: από τη µια οι αρχαιότητες που πρέπει να ξηλωθούν, να ισοπεδωθούν, να εξαφανιστούν, λογιζόµενες ως εµπόδιο στην «ανάπτυξη», στα εργολαβικά κέρδη, τα επενδυτικά σχέδια και τα ιδιωτικά συµφέροντα (όπως στις περιπτώσεις του σταθµού Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, της Κυνόσουρας στη Σαλαµίνα και της γενικευµένης χωροθέτησης ανεµογεννητριών παντού στη χώρα) – από την άλλη οι «αξιοποιήσιµοι» αρχαιολογικοί χώροι και τα «αξιοποιήσιµα» µνηµεία, κινητά και ακίνητα, ως αντικείµενα κερδοφορίας και συναλλαγής, ως οικονοµικά µεγέθη, ως επικοινωνιακά εργαλεία προβολής προϊόντων και ιδρυµάτων (όπως οι πρόσφατες ρυθµίσεις περί εξαγωγής αρχαιοτήτων για 50 χρόνια, η εµπλοκή ανώνυµων εταιρειών στη διαχείριση των αρχαιολογικών χώρων του Φιλοπάππου και της Ακαδηµίας Πλάτωνος, η πρόβλεψη για διαχείριση µε ιδιωτικοοικονοµικά κριτήρια της ακίνητης περιουσίας του υπουργείου Πολιτισµού στο νοµοθέτηµα για το ΤΑΠΑ, τα έργα βιτρίνας στην Ακρόπολη και τώρα η επιχειρούµενη µετατροπή των κρατικών µουσείων σε ΝΠ∆∆).
Η πολιτική αυτή εγγράφεται ασφαλώς στην ευρύτερη πολιτική που ασκεί ολοένα επιθετικότερα η κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας απέναντι σε οτιδήποτε έχει καταχωρηθεί και καθιερωθεί, τόσο νοµοθετικά όσο και στη συλλογική συνείδηση, ως κοινωνικό αγαθό και δηµόσιος πλούτος, πολιτική που ευδοκιµεί στο έδαφος της πολύχρονης και βαθιάς οικονοµικής κρίσης, της πρόσφατης υγειονοµικής κρίσης και της υποχώρησης των κοινωνικών αντιστάσεων. Η πολύπλευρη κρίση γίνεται µοχλός για την ταχύτερη προώθηση των πιο αντιδραστικών και αντιλαϊκών πολιτικών επιλογών.
Στην περίπτωση µάλιστα του µνηµειακού πλούτου της χώρας η επίθεση είναι σφοδρότερη, καθώς για δεκαετίες τα αυξηµένα αντανακλαστικά µεγάλης µερίδας του κοινωνικού σώµατος σε θέµατα µνήµης, παρά τα αντιφατικά χαρακτηριστικά τους, δεν επέτρεπαν στον τοµέα αυτό βίαιες προσαρµογές στις επελαύνουσες αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις µε το εκσυγχρονιστικό προσωπείο.
Σήµερα οι πολιτικοί διαχειριστές της κρίσης και τα οικονοµικά συµφέροντα που εκπροσωπούν –εγκαταλείποντας τις ιαχές περί πατρίδας, µνήµης και κληρονοµιάς που αξιοποίησαν πρόσφατα ως σηµαίες ευκαιρίας– θεωρούν ότι ήρθε η ώρα να ξεµπερδέψουν και µε αυτή την «καθυστέρηση»: να προχωρήσουν δραστικότερα στην εµπορευµατοποίηση και την άµεση ή έµµεση ιδιωτικοποίηση του µνηµειακού πλούτου, να υποτάξουν τα µνηµεία στις ιδιοτελείς επιδιώξεις τους, να ξηλώσουν το νοµοθετικό πλέγµα προστασίας τους.
Για όσους και όσες επιµένουν να εκλαµβάνουν τα µνηµεία πρωτίστως ως τα υλικά ίχνη του παρελθόντος που υποστηρίζουν τη συλλογική µνήµη, να υπερασπίζονται τον δηµόσιο χαρακτήρα τους και να αντιστρατεύονται την αγοραία τους χρήση, η πρόκληση δεν µπορεί να µείνει αναπάντητη.