Στάθης Γκότσης: Αρχαιοκτόνος κυβέρνηση

O ιστορικός και γενικός γραμματέας του Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων ΥΠΠΟ Αττικής, Στερεάς και Νήσων γράφει στο Docville για τη Νέα Δημοκρατία που νομοθέτησε τον εκπατρισμό αρχαιοτήτων και το κλείσιμο δημόσιων μουσείων.

Σοβαροί κίνδυνοι διαγράφονται για την πολιτιστική κληρονοµιά του τόπου από τις ρυθµίσεις που πέρασε από τη Βουλή η κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας µε την υποστήριξη του ΚΙΝΑΛ και αποτελούν ήδη νόµο του κράτους (ν. 4761 – ΦΕΚ Α΄ 248/13.12. 2020).

Η περισσότερο κραυγαλέα ρύθµιση είναι αυτή που ανοίγει πρώτη φορά τον δρόµο στη µακροχρόνια, µέχρι και 50 χρόνια συνολικά, εξαγωγή αρχαιοτήτων της χώρας. Η διάταξη αυτή που αρχικά προέβλεπε τον εκπατρισµό αρχαιοτήτων µέχρι 100 (!) χρόνια εµφανίστηκε από την υπουργό Πολιτισµού Λίνα Μενδώνη ως µέρος της στρατηγικής «µε την οποία η Ελλάδα ξανασυστήνεται στον κόσµο». Η εξωστρέφεια όµως που επικαλείται η κυβέρνηση εξυπηρετείται ήδη από δεκαετίες µε περιοδικές εκθέσεις αρχαιοτήτων στο εξωτερικό του ίδιου του υπουργείου Πολιτισµού και είχε προβλεφθεί ασφαλώς και στον Αρχαιολογικό Νόµο. Οµοίως είχε προβλεφθεί η δυνατότητα δανεισµού, υπό τον όρο της αµοιβαιότητας, για µία πενταετία µε δυνατότητα ανανέωσής της, αλλά και η δυνατότητα ανταλλαγής αντικειµένων µε άλλα που βρίσκονται στο εξωτερικό και έχουν ιδιαίτερη σηµασία για τον εµπλουτισµό της συλλογής των ελληνικών δηµόσιων µουσείων.

Εποµένως τα κυβερνητικά επιχειρήµατα είναι προσχηµατικά. Στην πραγµατικότητα η νέα ρύθµιση ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για τον εκπατρισµό αρχαιοτήτων είτε µε άδηλα οικονοµικά ανταλλάγµατα, όπως υπονοήθηκε πως συµβαίνει µε την περίπτωση του δανεισµού αντικειµένων του Μουσείου Μπενάκη στην Αυστραλία, είτε για την υλοποίηση τυχοδιωκτικών πολιτικών στο ζήτηµα της διεκδίκησης επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο, όπως ευθαρσώς δήλωσε ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου στη Βουλή ταυτιζόµενος και µε την προ έτους σχετική δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Μια άκρως επικίνδυνη για τα δηµόσια/κρατικά µουσεία διάταξη περιλαµβάνεται επίσης στον νέο νόµο. Ηρθε µε νυχτερινή αιφνιδιαστική τροπολογία της υπουργού Λίνας Μενδώνη. Χωρίς καµία απολύτως διαβούλευση, προστέθηκε άλλη µία αλλαγή στο άρθρο 45 του Αρχαιολογικού Νόµου. Σύµφωνα µε την τροποποίηση, τα δηµόσια/κρατικά µουσεία οφείλουν να διατηρούν τις προϋποθέσεις της ίδρυσής τους (επάρκεια εγκαταστάσεων, προσωπικού και άλλων µέσων για την επίτευξη των στόχων τους) και ύστερα από αυτή. Με άλλα λόγια, το υπουργείο Πολιτισµού θέτει µε νόµο εν αµφιβόλω τη λειτουργία των δικών του µουσείων, αν δεν εξασφαλίζει το ίδιο, όπως έχει την υποχρέωση, την επάρκεια των όρων σωστής λειτουργίας τους. 

Στην πραγµατικότητα η νέα ρύθµιση ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για τον εκπατρισµό αρχαιοτήτων είτε µε άδηλα οικονοµικά ανταλλάγµατα είτε για την υλοποίηση τυχοδιωκτικών πολιτικών στο ζήτηµα της διεκδίκησης επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο

Η ρύθµιση µάλιστα ορίζει ότι η διατήρηση των προϋποθέσεων λειτουργίας των µουσείων θα «πιστοποιείται» µε απόφαση του υπουργείου Πολιτισµού µε βάση τρία κριτήρια (το ποσοστό των συλλογών που έχουν καταχωρηθεί στο Εθνικό Αρχείο Μνηµείων, την ποιότητα των παρεχόµενων υπηρεσιών προς το κοινό και την εξωστρέφεια) που όχι µόνο δεν αντιστοιχούν στο σύνολο των λειτουργιών ενός µουσειακού οργανισµού σύµφωνα µε τα διεθνή κριτήρια, αλλά και των οποίων η επίτευξη εξαρτάται και πάλι από τη συνολική µουσειακή πολιτική του ίδιου του ΥΠΠΟ.

Με τις προβλέψεις αυτές το υπουργείο Πολιτισµού επιτίθεται ευθέως στα ίδια τα µουσεία του, απεκδύεται τις ευθύνες του για τη λειτουργία και την ύπαρξή τους, τα µεταχειρίζεται ως ιδιωτικά και µε αµφίβολο µέλλον. Η εξέλιξη αυτή, καταστροφική για πληθώρα κρατικών µουσείων, συνάπτεται προφανώς µε την εξίσου επικίνδυνη κυβερνητική εξαγγελία περί αλλαγής της νοµικής µορφής των µεγάλων δηµόσιων µουσείων από δηµόσιες υπηρεσίες σε ΝΠ∆∆ µε διορισµένα ∆Σ.

Στο ίδιο νοµοθέτηµα προβλέπεται η δυνατότητα ίδρυσης ΝΠΙ∆ που θα διαχειρίζεται την ακίνητη περιουσία του τέως Ταµείου Αρχαιολογικών Πόρων (ΤΑΠ), νυν Οργανισµού ∆ιαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων (Ο∆ΑΠ). Η ακίνητη περιουσία του Ο∆ΑΠ αποτελείται από µνηµεία, ακίνητα που έχουν απαλλοτριωθεί για αρχαιολογικούς σκοπούς, καθώς και αναψυκτήρια και πωλητήρια µουσείων και αρχαιολογικών χώρων. Στην ακίνητη περιουσία του περιλαµβάνονται επίσης µνηµεία και ακίνητα στη Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου, την Πλάκα και αλλού, ακίνητα που σχετίζονται ευθέως µε την προστασία των µνηµείων και την εξυπηρέτηση της δηµόσιας λειτουργίας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.

Η διαχείριση αυτής της ακίνητης περιουσίας άπτεται της ίδιας της προστασίας της πολιτιστικής κληρονοµιάς. Και γι’ αυτό πρέπει να παραµείνει στο σύνολό της στην αρµοδιότητα του Ο∆ΑΠ και των υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισµού. Αντί η κυβέρνηση να θωρακίσει αυτή την ανεκτίµητης αξίας ακίνητη περιουσία απέναντι σε προσπάθειες ιδιωτικοποίησης ή εκποίησής της, νοµοθετεί τη δυνατότητα ένταξής της στο χαρτοφυλάκιο ενός ΝΠΙ∆ που θα λειτουργεί µε ιδιωτικοοικονοµικά κριτήρια, κατά τα πρότυπα του αλήστου µνήµης ΟΠΕΠ που στα 13 χρόνια λειτουργίας του (1997-2010) πρόλαβε να προκαλέσει περισσότερα προβλήµατα από όσα υποτίθεται ότι θα έλυνε µε τη δήθεν ευελιξία και την ιδιωτικοοικονοµική λειτουργία του, συµπεριλαµβανοµένης και µιας µαύρης τρύπας που υποχρεώθηκε να καλύψει το ίδιο το ΤΑΠ.

Περιοριστήκαµε σε τρεις µόνο από τις καταστροφικές διατάξεις του νέου νόµου που αποτυπώνουν ανάγλυφα την επικίνδυνη πολιτική της Ν∆ για την πολιτιστική κληρονοµιά, πλήρως συνυφασµένη µε τα προτάγµατα της αγοράς και τα νεοφιλελεύθερα προστάγµατα του ΟΟΣΑ και της ΕΕ: εκχώρηση, ιδιωτικοποίηση και εµπορευµατοποίηση του µνηµειακού πλούτου της χώρας.