Στα ύψη παραμένουν οι τιμές της ενέργειας στην Ελλάδα, ενώ στην Ευρώπη πέφτουν

Υπό την τριπλή οικονομική πίεση:

  • της ακρίβειας σε προϊόντα βασικής κατανάλωσης που αρχίζει να «δαγκώνει» τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, έχει όμως ακόμη πολύ ακόμη «δρόμο» να διανύσει,
  • των επιχειρήσεων εστίασης και λιανεμπορίου, που απολύτως δικαιολογημένα υποστηρίζουν ότι από τη στιγμή που η κυβέρνηση τους επιβάλλει να κάνουν το «χωροφύλακα» των ανεμβολίαστων, να ελέγχουν πιστοποιητικά και να διώχνουν πελάτες χωρίς αρνητικό rapid test σε βάρος του τζίρου και της βιωσιμότητάς τους, οφείλει να επαναφέρει ειδικά για αυτές τα μέτρα στήριξης,
  • του ξέφρενου ράλι – που μόνο στην Ελλάδα, από όλη την Ευρώπη, πλέον συνεχίζεται – στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας,

η κυβέρνηση επιλέγει να εστιάσει στην ενέργεια και μόνο, όχι μόνον επειδή οι αυξήσεις των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος έχουν γίνει πολύ μεγάλες κι αποτελούν πρόβλημα για όλα ανεξαιρέτως τα νοικοκυριά αλλά και γιατί η συνέχιση του ξέφρενου ράλι στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, από ευρωπαϊκό, τείνει να μετατραπεί σε ελληνικό φαινόμενο, επομένως είναι πολύ πιθανό να θέλει να αποφύγει την περαιτέρω κριτική για τις δικές της επιλογές που έχουν βάλει «φωτιά» στο ρεύμα.

Πρόσθετα μέτρα στήριξης στην ενέργεια ετοιμάζει η κυβέρνηση

Κατά συνέπεια, ενώ ο Υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης, απαντώντας  στα αιτήματα της συνομοσπονδίας των εμπόρων και της ΓΣΕΒΕΕ για μερική επαναφορά των μέτρων στήριξης, ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση κι ενώ για το πρόβλημα της ακρίβειας, υιοθετείται από τα κυβερνητικά στελέχη η ρητορική της παραπομπής του στη «μεγαλύτερη παγκόσμια κρίση από τη δεκαετία του 1970», για τις αυξήσεις στο ρεύμα η κυβέρνηση ετοιμάζει πρόσθετα μέτρα.

Βεβαίως, η λήψη πρόσθετων μέτρων, δηλαδή η αύξηση της κρατικής επιδότησης στους λογαριασμούς επιβάλλεται λίγο ως πολύ από την ανελέητη πραγματικότητα. Αυτό συμβαίνει επειδή ναι μεν οι επιδοτήσεις των 18 ευρώ το μήνα (ή 6 λεπτά την κιλοβατώρα) ανά λογαριασμό για κατανάλωση έως 300 κιλοβατώρες το μήνα, μετρίασαν ενδεχομένως τις αυξήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος για τους λογαριασμούς που έλαβαν τα νοικοκυριά αρχές Οκτωβρίου οι οποίες επήλθαν με τιμές Σεπτεμβρίου, αλλά τον Οκτώβριο όμως η τιμή της κιλοβατώρας στη χονδρική εκτοξεύθηκε εκ νέου στα 198.3 ευρώ έναντι 134.73 του Σεπτεμβρίου, δηλαδή σημείωσε περαιτέρω αύξηση κατά 47%, και σε αυτά τα επίπεδα τιμών, που ειδικά για τους λογαριασμούς της ΔΕΗ που λαμβάνουν τα νοικοκυριά σημαίνουν τιμή κιλοβατώρας κοντά στα 30 λεπτά του ευρώ έναντι 11 λεπτών τον Ιούλιο,  τα 6 λεπτά της κρατικής επιδότησης απλά δεν φτουράνε!

Δεν θα καλύπτουν όμως τις μικρές επιχειρήσεις

Σύμφωνα με πληροφορίες από το υπουργείο Ενέργειας, οι ανακοινώσεις για τα επίπεδα αύξησης της κρατικής επιδότησης στο ρεύμα θα ληφθούν από μέρα σε μέρα και θα ανακοινωθούν εντός της εβδομάδας. Κι ενώ θεωρητικά θα αφορούν το σύνολο των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που λαμβάνουν ρεύμα από τη χαμηλή τάση, λόγω των περιορισμένων στη κατανάλωση που περιλαμβάνουν, θα καλύπτουν, έστω και εν μέρει, μόνο τα νοικοκυριά, όχι όμως τις επιχειρήσεις που έχουν μεγάλη κατανάλωση ρεύματος (φούρνους, ζαχαροπλαστεία, εστίαση), όπου η νέα αύξηση των λογαριασμών του ρεύματος  θα δώσει πρόσθετα ανατιμητικά φαινόμενα σε αγαθά και υπηρεσίες.

Παραμένει πάνω από τα 200 ευρώ  η τιμή χονδρικής

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι πως ενώ τις τελευταίες 10 μέρες, με αφορμή τις διαβεβαιώσεις του ρώσου προέδρου Πούτιν ότι η Gazprom μόλις ολοκληρώσει την αναπλήρωση των ρωσικών αποθεμάτων φυσικού αερίου στις 8 Νοεμβρίου (σήμερα) θα αυξήσει την παροχή αερίου προς την Ευρώπη, η τιμή του φυσικού αερίου άρχισε να καταγράφει σοβαρή πτώση, με αποτέλεσμα να παρατηρείται σημαντική μείωση των χονδρεμπορικών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες από 25% (Βουλγαρία) έως και 75% (Γερμανία), στην Ελλάδα και μόνον σε αυτή η τιμή της ενέργειας έχει παραμείνει στα ύψη, άνω των 200 ευρώ ανά μεγαβατώρα, κατά την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου παρότι μάλιστα υπάρχει σύζευξη τιμών με τη Βουλγαρία και την Ιταλία. Έτσι μια ενεργειακή κρίση που ξεκίνησε ως ευρωπαϊκή τείνει να μετατραπεί σε αποκλειστικά ελληνική και ασφαλώς οι ευθύνες γι’ αυτό πρέπει να αναζητηθούν στις κυβερνητικές επιλογές της πρόωρης απολιγνιτοποίησης και της λειτουργίας του target model.

Ετικέτες