Στα ύψη ωθεί τον πληθωρισμό η πολιτική Μητσοτάκη

Στα ύψη ωθεί τον πληθωρισμό η πολιτική Μητσοτάκη

Οι οικονομικοί αναλυτές των διεθνών τραπεζών το έλεγαν από καιρό: έχουμε εισέλθει σε μια παγκόσμια στασιμοπληθωριστική κρίση με μεγάλες ομοιότητες με το στασιμοπληθωριστικό σοκ του 1970. Οπως κι εκείνο έχει προκληθεί και συντηρείται από την εκρηκτική αύξηση των τιμών ενέργειας και κανείς δεν ξέρει πόσο μακριά θα πάει. Μάλιστα, επειδή η λήξη της ενεργειακής κρίσης δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, την περασμένη εβδομάδα το αναγνώρισαν ακόμη και οι άνθρωποι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, λέγοντας για πρώτη φορά ότι ο υψηλός πληθωρισμός θα μας συντροφεύει έως το 2025.

Οι πιο ευάλωτες

Από την τρέχουσα παγκόσμια στασιμοπληθωριστική κρίση αναμένεται να πληγεί περισσότερο η Ευρώπη, της οποίας οι πολιτικές ηγεσίες είχαν τη φαεινή ιδέα να τιμωρήσουν τους πληθυσμούς τους αντικαθιστώντας το φυσικό αέριο της Ρωσίας με LNG από τις ΗΠΑ. Ετσι όμως, λόγω των στρεβλώσεων του ευρωπαϊκού χρηματιστηριακού μοντέλου τιμολόγησής του, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές το πληρώνουν πέντε φορές υψηλότερα από ό,τι οι Αμερικανοί. Κι από όλη την Ευρώπη πλήττονται περισσότερο οι πιο ευάλωτες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, η οποία με βάση τα τελευταία στοιχεία της Eurostat το 2021 είχε κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης (PPS) στο 64,6% του μέσου όρου της ΕΕ και ήταν προτελευταία μετά τη Βουλγαρία μεταξύ της Ευρώπης των 27.

Η φτωχή Ελλάδα πλήττεται μάλιστα περισσότερο από άλλες χώρες –π.χ. τη φτωχότερη Βουλγαρία– από το τρέχον πληθωριστικό κύμα επειδή έχει πληθωρισμό υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου κι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη λόγω δύο συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Η μία έχει να κάνει με την αδράνεια που επιδεικνύει απέναντι στις στρεβλώσεις των μηχανισμών της αγοράς που τροφοδοτούν τον πληθωρισμό στη χώρα μας. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση κατά την οποία η κυβέρνηση –παρά τις επικοινωνιακές διακηρύξεις περί μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών προς ενίσχυση του ανταγωνισμού– έχει κάνει ακριβώς τα αντίθετα τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό όσον αφορά το ηλεκτρικό ρεύμα.

Αρνείται να παρέμβει

Δύο χρόνια τώρα, παρ’ όλες τις καταγγελίες της ΓΕΝΟΠ, του ΣΥΡΙΖΑ αλλά ακόμη και των εκπροσώπων της βαριάς βιομηχανίας περί λειτουργίας καρτέλ στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, που ανεβάζει τεχνητά και παράλογα τις τιμές της χονδρεμπορικής τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, η κυβέρνηση της ΝΔ έχει αρνηθεί κατηγορηματικά να παρέμβει στη λειτουργία της αγοράς ή να ζητήσει ελέγχους από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Το αποτέλεσμα είναι η ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών του ρεύματος στη χονδρεμπορική αγορά που τελικά πληρώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.

Κάπως έτσι έχει καταλήξει η Ελλάδα να είναι πανευρωπαϊκή πρωταθλήτρια στο ακριβό ρεύμα. Λόγω δε του κομβικού ρόλου της ηλεκτρικής ενέργειας σε όλες τις διαδικασίες της παραγωγής και της οικονομίας κατέληξε να έχει έναν από τους υψηλότερους πανευρωπαϊκά πληθωρισμούς.

Η δεύτερη επιλογή με την οποία η κυβέρνηση της ΝΔ έχει τροφοδοτήσει την άνοδο του πληθωρισμού είναι οι υψηλοί έμμεσοι φόροι. Να θυμίσουμε για την ιστορία ότι η ΝΔ εκλέχθηκε με την υπόσχεση της μείωσης των φόρων και ότι στο προεκλογικό πρόγραμμά της το 2019 δεν περιλαμβάνονταν μόνο η μείωση των άμεσων φόρων αλλά και των συντελεστών ΦΠΑ κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες (από το 24% στο 22% και από το 13% στο 11%). Οταν όμως από τα τέλη του 2020 έφτασε στην Ελλάδα το πληθωριστικό κύμα, η κυβέρνηση επέλεξε να μη μειώσει τους έμμεσους φόρους παρά τα επίμονα σχετικά αιτήματα του συνόλου των παραγωγικών κλάδων –από τη βιομηχανία τροφίμων έως τα πρατήρια υγρών καυσίμων– και αρκέστηκε να μειώσει μόνο τους άμεσους φόρους, προς όφελος μάλιστα των υψηλότερων εισοδημάτων και μεγαλύτερων περιουσιών.

Αφήνοντας τους συντελεστές ΦΠΑ στο ύψος τους πάνω στις ήδη αυξημένες λόγω πληθωρισμού τιμές, η κυβέρνηση έχει επιβάλει στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα ένα από τα χειρότερα είδη φόρων: τον «φόρο πληθωρισμού», που πλήττει δυσανάλογα τα ευάλωτα έως και μεσαία εισοδηματικά στρώματα, τα οποία δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για τα βασικά – τρόφιμα ενέργεια, στέγαση. Οπότε με πληθωρισμό, π.χ. 12%, χάνουν τη διπλάσια αγοραστική δύναμη σε σχέση με τα πιο εύπορα στρώματα, έχουν δηλαδή απώλεια πραγματικού εισοδήματος 25%.

Ο «φόρος πληθωρισμού» που η ΝΔ επιβάλλει στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, τα οποία είναι πλέον το ήμισυ των εργαζομένων και συνταξιούχων της ελληνικής κοινωνίας, μπορεί να αυξάνει τα φορολογικά έσοδα του κράτους από έμμεσους φόρους (ΦΠΑ και ΕΦΚ), ώστε η κυβέρνηση να κάνει λόγο για «υπεραπόδοση της οικονομίας», ενισχύει όμως παράλληλα περαιτέρω τον πληθωρισμό, αυξάνει τις οικονομικές κοινωνικές ανισότητες ενώ μειώνοντας την κατανάλωση των πολλών, διαβρώνει τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Documento Newsletter