Εκρηκτική είναι η αύξηση στις τιμές βασικών ειδών, η μεγαλύτερη εδώ και μια δεκαετία. Καθώς ο πλανήτης κοιτά προς την ανάκαμψη από την πανδημία, η συνεχιζόμενη άνοδος των τιμών, εδώ και 12 μήνες, κάνει ακριβότερο το καλάθι του νοικοκυριού.
Τον Μάιο του 2021, ο συνολικός δείκτης τιμών στα τρόφιμα αυξήθηκε κατά 40% από τον αντίστοιχο μήνα του περασμένου έτους. Από τους επιμέρους δείκτες, η τιμή των φυτικών ελαίων παρουσιάζει την μεγαλύτερη αύξηση, με 127% ενώ την μικρότερη αύξηση παρουσίασε το κρέας, με 10%.
Τα στοιχεία του δείκτη τιμών τροφίμων δημοσίευσε η Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) την Πέμπτη 3 Ιουνίου. Ο δείκτης αποτελείται από πέντε επιμέρους δείκτες: των δημητριακών, των φυτικών ελαίων, των γαλακτοκομικών προϊόντων, του κρέατος και της ζάχαρης, οι οποίοι όλοι αυξήθηκαν από τον προηγούμενο μήνα.
Πλούσιοι και φτωχοί θα πληρώσουν ακριβά
Ο υψηλότερος πληθωρισμός θα πλήξει τις αναπτυσσόμενες χώρες που βασίζονται στις εισαγωγές για τα είδη πρώτης ανάγκης. Η τωρινή αύξηση θυμίζει τις εξάρσεις του 2008 και του 2011 οι οποίες ξεκίνησαν διαδηλώσεις σε πάνω από τριάντα χρόνια.
Με την πανδημία να απασχολεί την πλειονότητα των πόρων και με το κοινωνικό κράτος διαλυμένο σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της δυτικής Αφρικής, δεν είναι απίθανο να ξαναδούμε αναστάτωση σε αυτές τις περιοχές. Η μάχη ενάντια στην παγκόσμια πείνα δεν φαίνεται ότι θα τελειώσει σύντομα.
Για τις αναπτυγμένες χώρες, το κόστος των πρώτων υλών αποτελούν μόνο ένα μέρος της συνολικής τιμής που πληρώνει ο καταναλωτής στα σούπερμαρκετ και τα εστιατόρια. Ωστόσο, η αύξηση στις τιμές είναι τόσο απότομη που μεγάλες εταιρείες όπως η Nestlé και η Coca-Cola έχουν δηλώσει ότι θα περάσουν το κόστος στους καταναλωτές.
Η ανοδική τάση αναμένεται να συνεχιστεί, καθώς οικονομολόγοι εκτιμούν ότι το σταδιακό άνοιγμα της εστίασης σε όλο τον κόσμο θα αυξήσει περεταίρω την ζήτηση των πρώτων υλών, και κατά συνέπεια τις τιμές. Κυρίως όμως το κόστος της εργασίας και της μεταφοράς από ξηράς και θάλασσας θα συμβάλλουν στην αύξηση των τιμών.
Αιτίες της αύξησης
Η ξηρασία σε σημαντικές περιοχές της Βραζιλίας κατέστρεψε μια ποικιλία από σοδειές, από καφέ μέχρι καλαμπόκι. Επίσης, η παραγωγή φυτικού ελαίου έχει παύσει να αναπτύσσεται με τους ρυθμούς του παρελθόντος στην νοτιοανατολική Ασία.
Αυτό αύξησε τα κόστη για τους κτηνοτρόφους και τον κίνδυνο πλήρους εξάλειψης των αποθεμάτων σιτηρών, που έχουν μειωθεί δραματικά από την τεράστια κινεζική ζήτηση.