Ο τιμωρητικός Γέρος της Αριστεράς, ο ενωτικός Γέρος του (δεξιού) έθνους, ο παθιασμένος και μοναχικός Γέρος στο Ραμοβούνι.
Σε µια πρόσφατη αντιπαράθεση στη Βουλή ένα από τα επιφανή στελέχη της αξιωµατικής αντιπολίτευσης επανέλαβε µε τον δικό του τρόπο µια γενεαλογία που διεκδικούν ακόµη κάµποσες από τις συνιστώσες της ελληνικής Αριστεράς. Υπάρχει από τη µια η παράταξη των Κολοκοτρωναίων, του Βελουχιώτη και του Πολυτεχνείου, είπε, και από την άλλη η παράταξη των κοτζαµπάσηδων, των Τσολάκογλου και των χουντικών. Τα δύο αυτά στρατόπεδα συγκρούονται από την Επανάσταση του 1821 µέχρι σήµερα.
Στον Βελουχιώτη και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου µπορούµε ασφαλώς να διακρίνουµε εύκολα το ιστορικό αποτύπωµα της Αριστεράς. Στους Κολοκοτρωναίους δεν είναι τόσο προφανές. ∆ιότι ο επιφανέστερος όλων τους, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αναδείχθηκε νωρίς ως το κοινά αποδεκτό πρόσωπο του έθνους, η ήρεµη δύναµη που µας ενώνει όλους. Αυτή άλλωστε την εικόνα αποτύπωσε ο γλύπτης Λάζαρος Σώχος στον πιο εµβληµατικό ανδριάντα της Αθήνας. Ενας στιβαρός Γέρος του Μοριά –συγκρατώντας δίχως την ελάχιστη προσπάθεια το ρωµαλέο άλογό του– δείχνει µε το δεξί του χέρι τον δρόµο τον καλό και µε ένα ελαφρύ γύρισµα του κεφαλιού καλεί τον λαό ξωπίσω του. Ο Κολοκοτρώνης της Παλαιάς Βουλής είναι σίγουρα ο πατέρας του έθνους. Στήθηκε άλλωστε στις αρχές του 20ού, όταν η Μεγάλη Ιδέα συνέπαιρνε και συνείχε ενώ οι παλιές αντιµαχίες της επανάστασης είχαν χαθεί στη σκόνη του χρόνου.
Αλλος εντελώς ήταν ο Κολοκοτρώνης της Αριστεράς. Αυτός γεννήθηκε µέσα στην Κατοχή και ζώστηκε γρήγορα τα φισεκλίκια του Βελουχιώτη. Από την πολυκύµαντη ζωή του ήρωα η Αριστερά κράτησε δύο µόνο στιγµές, αφήνοντας τις άλλες στο ηµίφως. Τον παλιό κλέφτη ασφαλώς που ενέπνευσε και ξεσήκωσε τους ανθρώπους του λαού – οι αντάρτες του ΕΛΑΣ είναι τα παλικάρια του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη, έλεγε ο Γιάννης Ζεύγος. Τον σκληρό τιµωρό των προσκυνηµένων επίσης όταν η επανάσταση κινδύνεψε από την επέλαση του Ιµπραήµ και το είδος πλήθαινε επικίνδυνα – τέτοια παραδειγµατική τιµωρία δεν ταίριαζε άραγε και στους δωσίλογους της Κατοχής;
Στο άλλο άκρο, η µετεµφυλιακή ∆εξιά φιλοτέχνησε τον δικό της Κολοκοτρώνη. Η οπτική της αποτυπώνεται νοµίζω περισσότερο στον ανδριάντα της Τρίπολης. Εδώ αναδύεται ο σκληρός πολέµαρχος του έθνους. Τραβά απότοµα µε το αριστερό τα χαλινάρια, αναγκάζοντας το άλογο να ανασηκωθεί χλιµιντρίζοντας. Την ίδια στιγµή το υψωµένο γιαταγάνι φανερώνει ότι η επίθεση επίκειται. Είναι άραγε η τελική του έφοδος στην Τριπολιτσά; Τότε που, όπως ο ίδιος υπαγόρεψε στον Τερτσέτη, «το άλογό µου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη»; Οσοι παθιάζονται µε τις εθνικές διενέξεις και ονειρεύονται εξορµήσεις στην Ανατολή, αυτό τον Κολοκοτρώνη ανασύρουν. Ο ανδριάντας της Τρίπολης, έργο του Φώτη Σακελλαρίου, δροµολογήθηκε το 1952 και κατασκευάστηκε το 1966, για να στηθεί τελικώς το 1971, στο ιωβηλαίο της επανάστασης, στο πιο βαθύ σκοτάδι της χούντας. Για τους απαίδευτους εκείνους συνταγµατάρχες ο Κολοκοτρώνης συµβόλιζε και κάτι ακόµη: τον στρατιωτικό που έσωζε το έθνος κάθε που το χαντάκωναν οι διεφθαρµένοι πολιτικοί µε την ανικανότητα και τη φαυλότητά τους. Αυτό άλλωστε διατείνονταν πως έπρατταν και οι ίδιοι: έσωζαν το έθνος από τον επάρατο κοµµουνισµό.
∆εν είναι ωστόσο µόνο η ενιαία εθνική και οι πολλαπλές πολιτικές ταυτότητες που αναφέρονται µε τους δικούς της τρόπους η καθεµία στη µορφή του Κολοκοτρώνη. Είναι και άλλες ταυτότητες, προσωπικές και µάλλον αισθητικές. «Η Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» θα τιτλοφορήσει µια ποιητική συλλογή της η Γλυκερία Μπασδέκη, εφόσον η ηρωίδα της «ήταν µιας άλλης οµορφιάς… µουστακαλού, έφτυνε κλέφτικα…». Ενας γκραφιτάς θα οπλίσει τον «γέρο» µε µολότοφ, ένας ράπερ θα µας συστηθεί ως Νέγρος του Μοριά, ενώ η Popaganda, ο πιο στοχαστικά ποπ ιστότοπος, διάλεξε για λογότυπό της µια γραµµική απόδοση του έφιππου ήρωα. Αλλάζοντας το πλαίσιο του σηµαίνοντος αλλάζει και το σηµαινόµενο. Στις ποπ εκδοχές του ο δείκτης του Κολοκοτρώνη δεν δείχνει απαραιτήτως την εθνική ελευθερία, την ανατολή ή τη χειραφέτηση του λαού.
Τον Ιούλιο του 2019 δέκα µοτοσικλετιστές στάθηκαν στο Ραµοβούνι της Μεσσηνίας, την πλαγιά όπου γεννήθηκε ο Γέρος του Μοριά. ∆εν άφησαν στιγµή τις σέλες τους. Εσβησαν µόνο τις µηχανές και σήκωσαν το βλέµµα στον χάλκινο καβαλάρη, έργο του πατρινού Ευστάθιου Λεοντή που στήθηκε εκεί µόλις τον Αύγουστο του 2007 – πλήρωσαν οι Μοραΐτες της Θεσσαλονίκης, θέλοντας διά του επιφανούς συντοπίτη τους να συντηρήσουν φαντασιακά µια τοπική ταυτότητα που όλο και ξεµάκραινε. Αλλά όχι, αυτός σίγουρα δεν ήταν ο στρατηγός της Βουλής ούτε ο πολέµαρχος της Τρίπολης. Βρόµικος και παθιασµένος, µε χέρια ανοιχτά και αχαλίνωτο το µεταλλικό του άτι, καταµεσής του πουθενά, αυτός ο τσόπερ καβαλάρης κάλπαζε άγρια προς µια ελευθερία ατοµική – αυτός ήταν σίγουρα ο δικός τους Κολοκοτρώνης. Ηρθαν από µακριά για να τον δουν. Κι έµειναν κάµποσο εκεί προτού χαθούν ξανά στη στροφή του δρόµου. Ασφαλώς και ήµουν µαζί τους…
Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.