Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι απλώς μια κυβέρνηση που βάζει πάνω από το περιβάλλον τα συμφέροντα των λίγων και ισχυρών. Δεν είναι μόνο μια κυβέρνηση που επέλεξε μια βίαιη, προσχηματική, κοινωνικά επώδυνη και οικονομικά αποτυχημένη απολιγνιτοποίηση με στόχο να προσδέσει για χρόνια την παραγωγή ενέργειας στο φυσικό αέριο: πανάκριβο, εισαγόμενο, ορυκτό καύσιμο. Μια επιλογή που οδηγεί αφενός στη δημιουργία νέων τζακιών, αφετέρου εκθέτει τη χώρα μη διασφαλίζοντας την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, ενώ την ίδια στιγμή οι κοινωνικές επιπτώσεις (ανεργία, ερημοποίηση) είναι τεράστιες.
Ούτε είναι μόνο μια κυβέρνηση που επέλεξε να καταθέσει τον χειρότερο εθνικό κλιματικό νόμο στην Ευρώπη – ένα νόμο που πάσχει, σύμφωνα με την κριτική των περιβαλλοντικών οργανώσεων, από διπλό έλλειμμα: έλλειμμα φιλοδοξίας καθώς οι στόχοι του υπολείπονται σημαντικά από τον στόχο της Συμφωνίας του Παρισιού για περιορισμό της υπερθέρμανσης στον 1,5 βαθμό Κελσίου και έλλειμμα εφαρμογής καθώς δεν προβλέπει τις απαραίτητες δραστικές πολιτικές για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Ούτε, τέλος, είναι μόνο μια κυβέρνηση που επέλεξε συνειδητά να ξεθεμελιώσει ή να παγώσει όλο το περιβαλλοντικό έργο που είχε κάνει η κυβέρνηση Τσίπρα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση των ενεργειακών κοινοτήτων, αυτό τον κρίσιμο θεσμό-κλειδί για αποκεντρωμένη παραγωγή καθαρής ενέργειας με ΑΠΕ, με τη συμμετοχή της ΤΑ, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των πολιτών, αντιμετωπίζοντας παράλληλα τα ολιγοπωλιακά συμφέροντα και τη διαπλοκή.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αλλά και ένα ακόμη, εξόχως καθοριστικό: επιλέγει πολλές φορές να λειτουργήσει στα όρια της ευρωπαϊκής και εθνικής νομιμότητας σε βάρος του περιβάλλοντος και του δημόσιου συμφέροντος. Δημιουργώντας έτσι τις συνθήκες για να τεθεί εν αμφιβόλω το κράτος δικαίου. Από τον αντιπεριβαλλοντικό νόμο 4685 του 2020, που, υπό τον παραπλανητικό τίτλο «Εκσυγχρονισμός της Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας», ξηλώνει τη νομική προστασία της φύσης, παραβιάζοντας την ευρωπαϊκή και εθνική (σε επίπεδο συντάγματος) περιβαλλοντική νομοθεσία, έως επιμέρους αποφάσεις, όπως για παράδειγμα την πρόσφατη αιφνιδιαστική τροπολογία της κυβέρνησης για το ξεπούλημα της ΔΕΠΑ Υποδομών άνευ όρων, παρακάμπτοντας τη ΡΑΕ και αδιαφορώντας για τη διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων, ο στόχος είναι κοινός. Πρόκειται για την αντιμετώπιση του κράτους δικαίου και των ασφαλιστικών δικλίδων που επιβάλλει ως εμποδίων στην αντιμετώπιση του περιβάλλοντος με όρους εμπορεύματος και όχι κοινωνικού αγαθού.
Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, εξηγεί το μένος της κυβέρνησης κατά των φορέων διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών του δικτύου Natura 2000: δεν είναι τυχαίο ότι τον Δεκέμβριο του 2021 κατάργησε επτά φορείς με ΦΕΚ που εκδόθηκε στις 23/12 μόλις έκλεισε η Βουλή. Μια σημαντική οπισθοδρόμηση σε βάρος του περιβάλλοντος, για την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ έχει δεσμευτεί ότι αυτή η απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα είναι μία από τις πρώτες αποφάσεις που θα ακυρωθούν από την επόμενη προοδευτική κυβέρνηση, η οποία και θα αποκαταστήσει τη λειτουργία των 36 φορέων προστατευόμενων περιοχών της Ελλάδα με μόνιμο προσωπικό και σταθερή χρηματοδότηση.
Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη το περιβάλλον, όπως άλλωστε και η παιδεία, η υγεία, η ενέργεια, δεν είναι κοινωνικό αλλά αγοραίο αγαθό, που μπορεί να γίνει αντικείμενο επενδύσεων από funds και μετόχους σε ένα πλαίσιο όπου το πάνω χέρι το έχουν οι αγορές. Αυτός είναι ο σκληρός πυρήνας της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, ο οποίος επαίρεται για την… περιβαλλοντική του ευαισθησία. Μια ευαισθησία που (περι)ορίζεται σε μια πράσινη μετάβαση για τις αγορές, για τους λίγους και ισχυρούς, για επενδυτές που αντιμετωπίζουν το πράσινο ως εμπόδιο, για εκείνους που το πορτοφόλι τους αντέχει να αγοράσει ένα πανάκριβο ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο. Μια πράσινη ευαισθησία αλλεργική στη βιώσιμη ανάπτυξη με όρους περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Μια fake πράσινη ευαισθησία.