Στα μπαχαράδικα της Ευριπίδου: Κανέλα και γαρίφαλο εναντίον Airbnb

Στην οδό Ευριπίδου, εκεί όπου η Ανατολή συνομιλεί με τη Δύση, τα καταστήματα μπαχαρικών αντιστέκονται στην τουριστικοποίηση της γειτονιάς.

Κλείστε τα μάτια και μεταφερθείτε στο κυριακάτικο τραπέζι των παιδικών σας χρόνων. Εκεί όπου συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια γύρω από το κοκκινιστό γιουβέτσι. Τώρα, σας παρακαλώ, ανοίξτε τα μάτια σας. Καλωσορίσατε στα μπαχαράδικα της οδού Ευριπίδου, εκεί όπου οι μνήμες μοσχοβολούν κανέλα και γαρίφαλο. Μια ακόμη γειτονιά που αγωνίζεται να διατηρήσει την ταυτότητά της κόντρα στον εξευγενισμό του ιστορικού κέντρου.

Από τη δεκαετία του 1950 έως εκείνη του 1980 στην οδό Ευριπίδου άνθισε το χονδρεμπόριο τροφίμων και σιγά σιγά ο παράλληλος δρόμος της Κεντρικής Δημοτικής Αγοράς έγινε συνώνυμο της γεύσης. Τις τελευταίες δεκαετίες το αμιγώς ελληνικό χρώμα άλλαξε, καθώς τα καταστήματα «τρέχουν» και επιχειρηματίες από την Κίνα και απασχολούν εργαζόμενους από χώρες της βόρειας Αφρικής, την Αλβανία, το Πακιστάν, την Ινδία και το Μπαγκλαντές. Γνωστή για τα μπαχαράδικά της η οδός Ευριπίδου αποτελεί ίσως την πιο πολύχρωμη, μυρωδάτη και γεμάτη νοστιμιές συνοικία της Αθήνας.

«Φυλάμε Θερμοπύλες»

Ο Ανέστης Νικολαΐδης από το 1990 διατηρεί ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα της περιοχής. Είναι πρόεδρος του Συνεταιρισμού Εμπόρων Μπαχαρικών και μαζί με τον γιο του, Αλέξανδρο, προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή την επιχείρηση. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά, φυλάνε Θερμοπύλες σε μια εποχή που όλα ξεπουλιούνται: «Η μορφή της αγοράς έχει αλλάξει. Οταν βγήκαν στη σύνταξη οι παλιοί έμποροι, τα παιδιά τους δεν θέλησαν να ακολουθήσουν την οικογενειακή παράδοση και να γίνουν “μπαχαράδες”. Το ίδιο συνέβη και όταν έφυγαν από τα χωριά οι νέοι και η αγροτιά ερήμωσε. Αγόρασαν τα περισσότερα κτίρια Κινέζοι και πλέον εκείνοι κάνουν κουμάντο. Κινδυνεύει να γίνει όλη η Ευριπίδου Τσαϊνατάουν. Δεν μας ενοχλούν οι Κινέζοι, αλλά μας πονά που η πολιτεία δεν νοιάζεται να σώσει τις γειτονιές μας. Εχουν αγοράσει τα πάντα και στο τέλος θα αγοράσουν και εμάς. Θα γίνουμε τουριστική ζώνη και η συνοικία της Ευριπίδου θα χαθεί» λέει.

«Αγόρασαν τα περισσότερα κτίρια Κινέζοι και πλέον εκείνοι κάνουν κουμάντο. Κινδυνεύει να γίνει όλη η Ευριπίδου Τσαϊνατάουν. Δεν μας ενοχλούν οι Κινέζοι, αλλά μας πονά που η πολιτεία δεν νοιάζεται να σώσει τις γειτονιές μας», λέει ο Ανέστης Νικολαΐδης

Ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης δουλεύει σε ένα κατάστημα κινητής τηλεφωνίας και παράλληλα βοηθάει τον πατέρα του στο μαγαζί. Θέλει πολύ να αφοσιωθεί στην επιχείρηση, αλλά φοβάται πως τα επόμενα χρόνια θα γίνουν σαρωτικές αλλαγές: «Οι περισσότεροι συνομήλικοί μου δεν θέλουν να “σκλαβωθούν” σε ένα μαγαζί, εγώ όμως δεν το βλέπω έτσι. Για μένα το μπαχαράδικο είναι κομμάτι της ζωής μου, γι’ αυτό φοβάμαι μη γίνουν όλα Αirbnb και εμείς ξένοι στην ίδια μας την πόλη. Κινδυνεύουμε να γίνουμε τουρίστες στον τόπο μας».

«Αν δεν σ’ αρέσει, φύγε»

Ο Χασάν Ναγκμούλ, λίγα μέτρα πιο πέρα, είναι ο νεότερος έμπορος μπαχαρικών στην περιοχή. Εδώ και πέντε χρόνια δουλεύει καθημερινά για να καταφέρει να κερδίσει τον κόσμο. Τα πρώτα τρία χρόνια δεν έβγαζε κέρδος. Εριχνε τις τιμές μέχρι να τον μάθουν οι πελάτες και να τον εμπιστευτούν.

«Στο Μπανγκλαντές δούλευα στο παζάρι. Μόλις τελείωνα το σχολείο πήγαινα με ένα καρότσι και πουλούσα μπαχαρικά. Οι άλλοι έμποροι είναι καλοί και κάποιοι στην αρχή με βοήθησαν κιόλας, αλλά για να με μάθει ο κόσμος έπρεπε να πουλάω πιο φτηνά. Εμενα στο μαγαζί γιατί δεν μπορούσα να πληρώνω δύο ενοίκια. Πριν από δύο χρόνια ο ιδιοκτήτης μού τριπλασίασε το ενοίκιο. Του είπα πως δεν μπορώ να πληρώσω. Μου απάντησε πως “αν δεν σου αρέσει, φύγε, θα βρω αμέσως αγοραστές”. Αμα φύγω όμως, θα χάσω τους πελάτες μου» εξηγεί.

«Ο ρατσισμός δεν έχει πατρίδα ούτε χρώμα ούτε θεό. Και εδώ και στο Μπανγκλαντές, αν δεν έχεις χρήματα, σε θεωρούν σκουπίδι. Και οι Ελληνες που είναι άσπροι και πιστεύουν στον Θεό σας φοβούνται πως μια ημέρα θα τους βγάλουν έξω από τα μαγαζιά τους για να τα νοικιάσουν σε τουρίστες» τονίζει ο Χασάν Ναγκμούλ

Η γυναίκα και η νεογέννητη κόρη του Χασάν βρίσκονται στο Μπανγκλαντές. Προσπαθεί να τους φέρει στην Ελλάδα, αλλά υπάρχει πρόβλημα με τα χαρτιά. Στέκομαι σε αυτό που μου εκμυστηρεύεται. Παλιά ήταν ο ξένος, τώρα και οι Ελληνες είναι ξένοι στον τόπο τους, καθώς θέλουν να τους πετάξουν έξω από τα μαγαζιά τους. Οπως λέει: «Ο ρατσισμός δεν έχει πατρίδα ούτε χρώμα ούτε Θεό. Και εδώ και στο Μπανγκλαντές, αν δεν έχεις χρήματα, σε θεωρούν σκουπίδι. Και οι Ελληνες που είναι άσπροι και πιστεύουν στον Θεό σας φοβούνται πως μια ημέρα θα τους βγάλουν έξω από τα μαγαζιά τους για να τα νοικιάσουν σε τουρίστες».

«Είναι η πατρίδα μας»

Στην καρδιά της Ευριπίδου βρίσκεται ένα από τα παλιότερα μπαχαράδικα της πόλης. Η ταμπέλα του γράφει πως το μαγαζί υπάρχει από το 1922. Ο Γρηγόρης Μιράν ανήκει στην τρίτη γενιά της οικογένειας, που ασχολείται με τα μπαχαρικά πατώντας πάνω στα βήματα του παππού και του πατέρα του. «Ο παππούς μου μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έφυγε από την Καππαδοκία και ήρθε στην Ελλάδα. Στην αρχή το μαγαζί ήταν ένα δωμάτιο όπου παρασκεύαζε μόνος του παστουρμά και σουτζούκι. Τον έβλεπαν οι κάτοικοι και δεν ήξεραν αν είναι Τούρκος ή Ελληνας – Αρμένιος ήταν. Ξέρεις τι λέμε εμείς εδώ; Πως η Ευριπίδου είναι η πατρίδα μας και τα μπαχαρικά η μαγιά μας. Δεν θέλουμε να γίνουμε απρόσωποι και να χάσουμε ο ένας τον άλλον» υπογραμμίζει.

«Ξέρεις τι λέμε εμείς εδώ; Πως η Ευριπίδου είναι η πατρίδα μας και τα μπαχαρικά η μαγιά μας. Δεν θέλουμε να γίνουμε απρόσωποι και να χάσουμε ο ένας τον άλλον», υπογραμμίζει ο Γρηγόρης Μιράν

Ο Γρηγόρης μού δείχνει με περηφάνια τη φωτογραφία του παππού του και μου αναλύει τα μυστικά του παστουρμά: «Υπάρχει ένα βότανο που άμα το ξεράνεις και το τρίψεις σου δίνει το τσιμένι, το βασικό μπαχαρικό που χρησιμοποιούμε στον παστουρμά. Αυτό γίνεται μια κόκκινη αλοιφή που αν προσθέσεις κύμινο, σκόρδο, αλάτι, πάπρικα και μερικά ακόμα, που δεν θα σου πω, σου παστώνουν τον καλύτερο παστουρμά. Τον κρεμάς να στεγνώσει και ανάλογα με την υγρασία έχεις και το αποτέλεσμα. Εκτός από καμήλα και βουβάλι, φτιάχνουμε παστουρμά και με ερυθρό τόνο, που θεωρείται γκουρμεδιά. Νέα ήθη και έθιμα και εμείς αναγκαστικά ακολουθούμε».

«Το κράτος μάς πολεμάει»

Κρατάω στα χέρια μου την κάρτα του Γιώργου Μπερτσάτου και τα χέρια μου μυρίζουν κάρι. Το μαγαζί του είναι από τα πιο διάσημα της περιοχής και ο ίδιος με καμάρι μού ανακοινώνει πως σε λίγο με τη γυναίκα του θα υποδεχτούν την τέταρτη γενιά εμπόρων και αυτό είναι κάτι που δεν το αλλάζει με όλο τον πλούτο του κόσμου. Για εκείνον η ανασφάλεια των εμπόρων ξεκίνησε πριν από 25 χρόνια. Οπως λέει: «Το 2000 άρχισε σταδιακά η υποβάθμιση της περιοχής, με αποτέλεσμα να έχουμε αύξηση της εγκληματικότητας. Οι άνθρωποι πούλησαν τα σπίτια και τα μαγαζιά τους και αυτά με τη σειρά τους έγιναν ξενοδοχεία. Δεν μας ενοχλούν οι τουρίστες, κάθε άλλο. Ολοι οι άνθρωποι είναι ευπρόσδεκτοι. Το θέμα είναι όμως ότι το κράτος ανάλογα με την περιοχή ακολούθησε διαφορετική πολιτική. Αλλες περιοχές αναβαθμίστηκαν και άλλες έγιναν τουριστικές συνοικίες. Οι “μπαχαράδες” και όλοι οι έμποροι εδώ έχουμε μεγαλώσει σε αυτές τις γειτονιές. Ερχεται κόσμος από μακριά για να ψωνίσει και να μας συμβουλευτεί. Δεν μπορούν να μας πετάξουν από τις γειτονιές μας».

«Στην Ευριπίδου δεν μας κρατάει το κέρδος αλλά οι μνήμες. Εγώ εδώ μέσα μεγάλωσα και πριν από εμένα ο πατέρας μου και αύριο το δικό μου το παιδί. Ας αφήσουν την πόλη μας ήσυχη», λέει ο Γιώργος Μπερτσάτος

Οταν η κουβέντα πηγαίνει στον ρόλο του κράτους, ακολουθεί μια αμήχανη σιωπή που γρήγορα γίνεται καταγγελία: «Θέλεις να σου πω πώς νιώθω το κράτος; Βιαστή μου το νιώθω. Δεν νοιάζεται για εμάς. Δουλεύουμε πολύ σκληρά και μας παίρνει τα μισά χρήματά μας. Η τροφή είναι και αυτή στοιχείο πολιτισμού. Εχω σταθερούς πελάτες που ξέρω ακριβώς πώς τρώνε το φαγητό τους. Αν το θέλουν αλμυρό ή πικάντικο. Ερχονται και μας ζητούν μείγματα για τα μαγαζιά τους και εμείς προσπαθούμε να τους βοηθήσουμε. Στην Ευριπίδου δεν μας κρατάει το κέρδος, αλλά οι μνήμες. Εγώ εδώ μέσα μεγάλωσα και πριν από εμένα ο πατέρας μου και αύριο το δικό μου το παιδί. Ας αφήσουν την πόλη μας ήσυχη».

«Τα ριάλιτι βοήθησαν»

Η πρώτη ερώτηση που κάνω στον Μάριο Χατζηγεωργίου είναι για ποιο λόγο να έρθει ένας πελάτης στην Ευριπίδου να αγοράσει μπαχαρικά και να μην πάει σε ένα σουπερμάρκετ, όπου ενδεχομένως να βρει και καλύτερες τιμές. «Πρώτα απ’ όλα δεν ισχύει ότι τα μεγάλα εμπορικά πουλάνε πιο φτηνά. Δεύτερον, δεν έχουν την ποικιλία που μπορείς να βρεις σε ένα μπαχαράδικο. Κι εγώ να μην έχω ένα υλικό, αμέσως θα στείλω τον πελάτη σε άλλο μαγαζί. Κοίτα γύρω σου και δες πόσα μπαχαρικά υπάρχουν. Εχουμε και βότανα που βοηθούν σε διάφορες παθήσεις» αναφέρει και συνεχίζει συγκινημένος: «Υπάρχει όμως και κάτι που είναι το πιο σημαντικό από όλα: η επαφή με τον πελάτη. Εδώ με τον καιρό γνωριζόμαστε όλοι. Σε ξέρω και με ξέρεις. Ξέρω πως στις γιορτές θα έρθεις να πάρεις τα μπαχαρικά για τα γλυκά σου».

«Δεν είμαστε άγνωστοι εδώ αλλά οικογένεια. Και αυτό δεν μπορεί να μας το πάρει καμιά δήθεν ανάπτυξη», τονίζει ο Μάριος Χατζηγεωργίου

Τον ρωτώ ποιες ηλικίες επισκέπτονται το μαγαζί και απαντά πως την τελευταία δεκαετία όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι μαθαίνουν για τα μπαχαράδικα της οδού Ευριπίδου. «Από τότε που ξεκίνησαν τα ριάλιτι μαγειρικής η αγορά τροφίμου πήρε τα πάνω της. Ερχονται νέα παιδιά και μας ζητούν να τους προτείνουμε συνταγές. Θέλει ο άλλος να κάνει ένα δείπνο στην κοπέλα του για παράδειγμα. Θα του πούμε δυο πράγματα για το φαγητό. Δεν είμαστε άγνωστοι εδώ, αλλά οικογένεια. Και αυτό δεν μπορεί να μας το πάρει καμιά δήθεν ανάπτυξη».

Οσους εμπόρους μπαχαρικών κι αν ρώτησα για το πιο πολύτιμο υλικό τους η απάντηση που πήρα ήταν κοινή. Ο κρόκος Κοζάνης παραμένει ένας θησαυρός της φύσης που τον γνωρίζουν σε όλο τον κόσμο. Κι όταν τους ρώτησα αν θα μπορούσαν να κάνουν άλλη δουλειά, χωρίς δεύτερη σκέψη μού έδειξαν τα τσουβάλια με τα μπαχαρικά γελώντας.

Από τα βάθη του χρόνου

Λένε πως η βασίλισσα Κλεοπάτρα, με τη βοήθεια ενός πρακτικού γιατρού, έλιωνε ψιμύθιο φτιάχνοντας μια υγρή μάσκα που έβαζε στο πρόσωπό της για να ασπρίσει. Η αυτοκράτειρα Ποππαία, σύζυγος του Νέρωνα, ανακάτευε πιπεριά με φλούδες από κρεμμύδι χρωματίζοντας τα χείλη της που –εκτός του ροδαλού χρώματος που αποκτούσαν– φούσκωναν κιόλας λόγω της καψαϊκίνης που περιείχε το μείγμα. Ηδη από το 3500 π.Χ. οι αρχαίοι Αιγύπτιοι καρύκευαν την τροφή τους. Με τα χρόνια το εμπόριο μπαχαρικών που είχε αφετηρία την Ανατολή εξαπλώθηκε στην ανατολική Μεσόγειο και την Ευρώπη. Κίνα, Ινδονησία, Συρία, Αίγυπτος, Τουρκία, Μέση Ανατολή και μαζί τους μια μικρή συνοικία, η οδός Ευριπίδου ντύνουν με χρώματα κι αρώματα τις στιγμές της ζωής μας.