Ανατροπές πριν από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ όπου η Ελλάδα μάλλον θα πληρώσει ακριβά τα λάθη του Μαξίμου.
Αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να ανοίξει εκ νέου το θέμα της λεγόμενης «θετικής ατζέντας» στις ευρωτουρκικές σχέσεις στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, την ερχόμενη Πέμπτη και Παρασκευή, βρίσκεται η ελληνική διπλωματία. Δεν αποκλείεται μάλιστα, όσο κι αν ακούγεται ακραίο με τα σημερινά δεδομένα, η κίνηση αυτή να είναι εν γνώσει του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου, στο πλαίσιο της διαδικασίας όπου η μια μεριά μετράει τις προθέσεις της άλλης και πάντα σε μια προσπάθεια να διαφυλαχτεί η νατοϊκή συμμαχία μετά και τις αναβαθμισμένες πλέον ρωσοτουρκικές σχέσεις σε Συρία και Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Παιχνίδι Βερολίνου – Αγκυρας
Ολα αυτά μάλιστα την ώρα που η ελληνική διπλωματία τις τελευταίες ημέρες είχε κληθεί να αντιμετωπίσει το έτσι κι αλλιώς αρνητικό για τη χώρα μας σενάριο οι Βρυξέλλες να τσουλήσουν για μια ακόμη φορά παρακάτω (χρονικά) το «τενεκεδάκι» των όποιων κυρώσεων στην Τουρκία ή την αναφορά σε αυτές, με πρόσχημα και πάλι την αλλαγή στον Λευκό Οίκο.
Το κλίμα άλλαξε στις Βρυξέλλες για δύο λόγους: ο πρώτος ήταν η στροφή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος λίγο πριν από τη Σύνοδο Κορυφής απέσυρε στο λιμάνι της Αττάλειας το ερευνητικό του πλοίο που έτσι κι αλλιώς έπρεπε να ανεφοδιαστεί και θυμήθηκε, ρητορικά τουλάχιστον, την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας του, την περίφημη μεσογειακή διάσκεψη και την πενταμερή για το κυπριακό. Ο δεύτερος ήταν οι πρόθυμοι (από καιρό) στο Βερολίνο, το οποίο ως γνωστόν επιβάλλει τις επιθυμίες του στις Βρυξέλλες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στους διαδρόμους των Βρυξελλών ακόμη κι όταν μιλάνε για «κυρώσεις» αναφέρονται σχεδόν αποκλειστικά στο θέμα των Βαρωσίων και της παραβίασης των δύο αποφάσεων του ΟΗΕ και μόνο σε επίπεδο προσώπων.
Μοιραία η εμπλοκή Μαξίμου
Ο πρόεδρος πάντως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου την περασμένη Πέμπτη ανέφερε ότι «η αξιολόγησή μας (για την Τουρκία) είναι αρνητική», και «είμαστε έτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε τα μέσα που διαθέτουμε» χωρίς φυσικά να διευκρινίσει ποια, πόσα και ποιας έντασης είναι τα μέσα αυτά.
Η σημερινή δύσκολη κατάσταση, την οποία είναι εξαιρετικά πιθανό να αντιμετωπίσει η χώρα μας σε λίγες μέρες, είναι απόρροια και των λαθών όχι της ελληνικής διπλωματίας, αλλά των αποφάσεων σε ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο.
Πρώτον, το γεγονός ότι εμπιστεύτηκε στο Βερολίνο τον ρόλο του διαμεσολαβητή, κάτι που θα απέφευγε κανείς ρίχνοντας μόνο μια απλή ματιά στα μεγέθη των εμπορικών σχέσεων των δύο χωρών. Αντ’ αυτού η Αθήνα, την ώρα που ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας έδινε τη μάχη των κυρώσεων, αποδείχτηκε ότι συνομιλούσε μυστικά με την Τουρκία στο Βερολίνο.
Δεύτερον, η λανθασμένη αλλαγή του ελληνοκυπριακού δόγματος. Με την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία η Ελλάδα αντιμετώπισε την Κύπρο ως τρίτη χώρα και είναι προφανές πως ό,τι ισχύει για τις παραβιάσεις της δικής της ΑΟΖ ισχύει και για τις δικές μας. Τα σύννεφα στις σχέσεις Αθήνας – Λευκωσίας είχαν κάνει την εμφάνισή τους από την πρώτη στιγμή της εκλογής Μητσοτάκη και ήταν μάλιστα μια από τις αιτίες (η άλλη ήταν η διάσκεψη του Βερολίνου) που είχαν οδηγήσει στην απόφαση να «μπει στο ψυγείο» ο Δημήτρης Μητρόπουλος.
Τρίτον, τα ήξεις αφήξεις με τις γαλλικές φρεγάτες και τον Εμανουέλ Μακρόν. Παρά την προσπάθεια να σωθούν τα προσχήματα με τα αεροσκάφη Rafale, το ναυάγιο της αγοράς των γαλλικών πολεμικών πλοίων και η μη αποδοχή της πρότασης του Γάλλου προέδρου για αυξημένη σχέση μεταξύ των δύο χωρών ειδικά στον στρατιωτικό τομέα (προφανώς λόγω γερμανικών αντιδράσεων) «κρύωσαν» τη Γαλλία, η οποία από τότε έχει υποβαθμίσει τη ρητορική της έναντι της παραβίασης της δυνητικά ελληνικής ΑΟΖ στη ΝΑ Μεσόγειο.
Την ίδια ώρα έντονη ανησυχία προκαλεί στην Αθήνα το δημοσίευμα της αραβόφωνης εφημερίδας «Al-Monitor», η οποία επικεντρώνεται σε θέματα Μέσης Ανατολής, σύμφωνα με το οποίο ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας Χακάν Φιντάν είχε μυστικές συνομιλίες με Ισραηλινούς αξιωματούχους, σε μια πρωτοβουλία για εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χώρων.
Από την πλευρά του ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, μιλώντας στους «New York Times», αναφέρθηκε στην Τουρκία λέγοντας πως αν επιτραπεί στην Τεχεράνη να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, αυτό μπορεί να οδηγήσει και χώρες όπως η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος να πράξουν το ίδιο. Μια δήλωση που κάλλιστα ερμηνεύεται ως απόδειξη του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ για τη γειτονική χώρα.
Δεμένη στο γερμανικό άρμα
Κοντολογίς η Αθήνα όλο το προηγούμενο διάστημα, αντί να ποντάρει και να ενισχύσει τις σχέσεις της με τις χώρες που ήταν πρόθυμες –για τους δικούς τους προφανώς λόγους– να ενισχύσουν έναν δυνητικά αντιτουρκικό άξονα εντός του οποίου θα μπορούσε να επωφεληθεί η χώρα μας, συνέχισε να ακολουθεί το γερμανικό άρμα. Το Βερολίνο όμως κατά πολλούς δεν διαθέτει κανέναν ευρύτερο γεωπολιτικό σχεδιασμό στην περιοχή μας ούτε φυσικά τα στρατιωτικά μέσα να τον υποστηρίξει. Κινείται αποκλειστικά με βάση δικά του συμφέροντα, πρωτίστως οικονομικά και δευτερευόντως εσωτερικού πολιτικού ενδιαφέροντος, όπως για παράδειγμα το προσφυγικό και η συμφωνία Ευρώπης – Τουρκίας του 2016.
Το ερώτημα πλέον είναι εάν η Αθήνα είναι διατεθειμένη να ασκήσει ακόμη και βέτο στο κείμενο συμπερασμάτων την προσεχή Παρασκευή. Εδώ απάντηση δεν υπάρχει, αν και ορισμένες πληροφορίες θέλουν τους Ελληνες διπλωμάτες στις Βρυξέλλες αυτή την εβδομάδα να διερευνούσαν τις ευρωπαϊκές προθέσεις σε αυτό το ενδεχόμενο. Οι κακές γλώσσες λένε ότι το ΥΠΕΞ είναι πιο ζεστό σε κάτι τέτοιο, ωστόσο το Μαξίμου αντιδρά, για λόγους που μόνο οι ένοικοί του γνωρίζουν.