Στα γενέθλια του Έρικ Μπέρντον

Ο Ερικ Μπέρντον με τον σκηνοθέτη Ουίλι Σίπελ στο σπίτι του στην Κηφισιά, στη γιορτή για τα ογδοηκοστά τρίτα γενέθλιά του

Ο  Έρικ Μπέρντον γεννήθηκε ακριβώς δεκατρία εικοσιτετράωρα πριν από τον άλλο Μέγιστο, τον Μπομπ Ντίλαν. Διέσχισε όλες τις ραδιενεργές ζώνες της μουσικής βιομηχανίας και του rock’n’roll τρόπου ζωής και βγήκε –ακόμη βγαίνει– σώος και αβλαβής στη σκηνή που είναι το παλλόμενο σύμπαν της τέχνης.

«Διάλεξα εγώ τη ζωή που έζησα ή εκείνη διάλεξε εμένα; Ολοι μπορεί να θέσουν αυτό το ερώτημα στον εαυτό τους και να μην μπορούν να πάρουν μια συγκεκριμένη απάντηση. Στη δική μου περίπτωση, μπορώ. Η ζωή με επέλεξε. (Και κατέληξα σ’ αυτό με κάθε ειλικρίνεια – είμαι απλώς ένα ακόμα κεφάλαιο σε μια παλιά οικογενειακή ιστορία». Ιδού η εναρκτήρια φράση του επιλόγου στο βιβλίο «Χωρίς παρεξήγηση» (μτφρ. Χρυσούλα Ζευγολατάκου, εκδ. Ηλέκτρα). «Ξύπνα με, λοιπόν, πρωί πρωί, βάλε με στο λεωφορείο και πήγαινέ με στη σκηνή – γιατί δεν σκοπεύω να κρεμάσω τα rock’n’roll παπούτσια μου». Αυτή είναι η τελευταία φράση της εισαγωγής στο βιβλίο που υπογράφει ο Έρικ Μπέρντον (όπως ο ίδιος θέλει να προφέρεται το όνομά του κι ας τον έχουμε συνηθίσει εμείς ως Ερικ Μπάρτον) στις 4 Ιουλίου του 2003.

Το βιβλίο, μια από τις πλέον έντιμες και σκληρές αυτοβιογραφίες, κυκλοφόρησε πριν από είκοσι έτη. Το Σάββατο, 11 Μαΐου, συναχθήκαμε ύστερα από πρόσκληση της έξοχης συζύγου του, της Μαριάννας Προεστού, στο ενδιαίτημά τους για να γιορτάσουμε τα ογδοηκοστά τρίτα γενέθλια του «Epic Eric», όπως μου αρέσει να τον προσφωνώ.

Ο Ερικ γεννήθηκε ακριβώς δεκατρία εικοσιτετράωρα πριν από τον άλλο Μέγιστο, τον Μπομπ Ντίλαν. Διέσχισε όλες τις ραδιενεργές ζώνες της μουσικής βιομηχανίας και του rock’n’roll τρόπου ζωής και βγήκε –ακόμη βγαίνει– σώος και αβλαβής στη σκηνή που είναι το παλλόμενο σύμπαν της τέχνης. Ανήκει στον τετιμημένο ουλαμό αυτών που δεν το βάζουν κάτω ποτέ, που κοιτάζουν τις αντιξοότητες στα μάτια, που γνωρίζουν καλά ότι όποιος σπέρνει θύελλες θερίζει καταιγίδες. Και τι ήταν το ροκ της γηραιάς Αλβιώνος και η λεγόμενη βρετανική εισβολή (η πάλλουσα και πανίσχυρη British invasion), αν όχι μια σαρωτική και τόσο δημιουργική θύελλα;

«Τώρα όλα μου είναι οδυνηρά ξεκάθαρα: ο εφιάλτης του rock’n’roll ονείρου είναι η βιομηχανία – το χρήμα. Οι Beatles καταληστεύτηκαν, ακόμα και άνθρωποι με μυαλό όπως ο Μικ Τζάγκερ και οι Stones έχασαν πολλά χρήματα από δικαιώματα στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ο δρόμος του rock’n’roll είναι γεμάτος λευκούς σταυρούς που ορίζουν τις απώλειες, κάποιες φορές τις ανθρώπινες, αλλά πιο συχνά τις οικονομικές» γράφει ο Ερικ.

Ανεβήκαμε από την Κυψέλη στην Κηφισιά, στου Ερικ και στης Μαριάννας την υπέροχη κατοικία, με ένα τζιπ. Οδηγούσε η Ερα Μουλάκη, φίλη εδώ και 22 χρόνια, ψυχολόγος και συγγραφέας. Στα ηχεία σε όλη τη διαδρομή ακούγαμε σε λούπα, ξανά και ξανά, το λατρεμένο «Spill the wine», το πρώτο σινγκλ του Ερικ με τους δυναμικούς War, που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1970, πριν από 54 χρόνια, και παραμένει ακόμη φρέσκο και δυνατό. Δεν ακούσαμε το τεράστιο χιτ του Ερικ με τους Animals, «The house of the rising sun» (εξήντα ετών εκτέλεση κι ακόμη παίζεται και ακούγεται στα σπίτια μας) – εμμένοντας εσκεμμένα στο «Spill the wine».

Καταφύγαμε ως καπνιστές στον κήπο. Μαζί μας και ο φίλος, σκηνοθέτης πολλών μουσικών ντοκιμαντέρ, ανάμεσά τους αυτά για τον Νικ Κέιβ και τον Μπλίξα Μπάργκελντ, Ούλι Σίπελ – Uli M Schueppel, όπως υπογράφει· η Θεοδώρα, επιστήθια φίλη του ζεύγους Μπέρντον και θυγατέρα του αείμνηστου Νίκου Νικολαΐδη· η πιστή μου φίλη Χλόη Ακριθάκη, θυγατέρα του θρυλικού Ακρίθακα, και η Εφη Παπαζαχαρίου, που έχει συμβάλει πολύ στην καλή διαμονή του Ερικ στην Αθήνα, καθώς και στην κυκλοφορία του βιβλίου του.

Η αφιέρωση του rock’n’roll καλλιτέχνη στον Γιώργο-Ικαρο Μπαμπασάκη, στο βιβλίο «Χωρίς παρεξήγηση», που περιλαμβάνει τις αναμνήσεις του από το 1962 και μετά και φτάνει έως τις μέρες μας

Η κατοικία γέμισε κόσμο, όλοι πρόσωπα οικεία, ζεστά, φιλικά, όμορφα. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί, μουσικοί, κάποια από τα στελέχη της σειράς «Η παραλία» (την οποία παρακολουθώ εμμονικά κι ας θορυβούνται ορισμένοι φίλοι μου), όπως ο συνθέτης Alex Sid, του οποίου το τραγούδι «Don’t ever leave» έχει ερμηνεύσει ειδικά για τη σειρά ο Ερικ. Είναι υπέροχο να περιβάλλεσαι από τέτοιους ανθρώπους. Εμείς παραμείναμε στον κήπο. Κάποια στιγμή φωτογράφισα τον Ούλι καθώς είχε γονατίσει, θα έλεγες ευλαβικά, και συνομιλούσε εκεί έξω με τον Ερικ.

Από την αρχή της γνωριμίας μας, την περασμένη άνοιξη, ο Ερικ Μπέρντον με εντυπωσίασε με τη σοφή απλότητά του, με τον συνδυασμό αδρότητας και αβρότητας που τον διέπει, με την αέναη αγάπη για την ποίηση, με τις εμπεριστατωμένες γνώσεις του σχετικά με την ιστορία του 20ού αιώνα (ώρες ολόκληρες συζητήσαμε για πτυχές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και για την πυρηνική απειλή). Αγαπάει πολύ τους Ινδιάνους, λατρεύει τα εικαστικά – άλλωστε ζωγραφίζει συστηματικά ο ίδιος.

Είναι λαμπρός και κραταιός διάκονος της τέχνης. Το πάλεψε και εξακολουθεί να το παλεύει, γερά. Εχει πολλά να προσφέρει ακόμη. Χαίρομαι γιατί σε κάποια από τις συναντήσεις μας είχα την έμπνευση να του δωρίσω μια δίγλωσση έκδοση των ποιημάτων του άλλου μαχητή, του Ουόλτ Ουίτμαν. Και από εδώ happy birthday, Epic Eric!

 

FaceControl

Με την Ερα Μουλάκη γνωριζόμαστε πάνω από δύο δεκαετίες, και τον Αύγουστο του 2002 παρατήσαμε τα πάντα σύξυλα και πήγαμε στο Παρίσι για να προσκυνήσουμε το άυλο μνήμα του Γκι Ντεμπόρ (το σημείο όπου οι οικείοι του σκόρπισαν τις στάχτες του στον Σηκουάνα) και να εορτάσουμε τα 50 χρόνια του βιβλιοπωλείου Shakespeare and Company. Εκτοτε συνομιλούμε, ανταλλάσσουμε συμβολικά δώρα (βιβλία, σημειωματάρια, στυλογράφους, μολύβια). Σέβομαι την εργασία της ως ψυχοθεραπεύτριας (ιδίως στον καιρό των εγκλεισμών στήριξε λυτρωτικά πολύ κόσμο, ακόμη κι εμένα), απολαμβάνω τις συγγραφικές της δραστηριότητες (άρθρα περί ψυχολογίας αλλά και εικονογραφημένα παιδικά βιβλία) και χαίρομαι για το πόσο αγαπάει τις τέχνες, τον κινηματογράφο και τη μουσική.