Στα ίχνη των ιπποτών από τη Δύση με οδηγούς τους Νίκολας Τσίθαμ, Νίκο Καζαντζάκη και Φώτη Κόντογλου.
Τον χειµώνα του 1204 ένας νεαρός ευγενής από την Καµπανία, ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος (Geoffroy de Villehardouin), παρασύρθηκε από τρικυµία και κατέφυγε στο λιµάνι της Μεθώνης, στη νότια Πελοπόννησο. Με την ελπίδα να συναντήσει τους σταυροφόρους προσπαθούσε να πλεύσει προς την Κωνσταντινούπολη από την Παλαιστίνη όπου είχε πάει για προσκύνηµα. «Είχε ακούσει για την άλωση της πόλης και η σφοδρή επιθυµία του να λάβει µερίδιο από τα λάφυρα της κατάκτησης γινόταν ακόµη σφοδρότερη, καθώς γνώριζε ότι ο συνονόµατος θείος του ήταν ένας από τους εξέχοντες ηγέτες εκείνου του εγχειρήµατος» γράφει ο διπλωµάτης Νίκολας Τσίθαµ (1910-2002) στο βιβλίο του «Μεσαιωνική Ελλάδα. Η άγνωστη εποχή της φραγκοκρατίας» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ∆ιόπτρα, σε µετάφραση του Νίκου Σκοπλάκη.
Μια κακοτυχία για τον νεαρό ευγενή που σκεφτόταν την επιστροφή στον τόπο του στάθηκε η αφορµή για να ριζώσει µια ξακουστή φράγκικη φαµίλια στον Μοριά, να θεµελιώσει ένα πριγκιπάτο, να οργανώσει φεουδαρχική διοίκηση στην Ανατολή, να έρθει σε επαφή µε το πνεύµα των ντόπιων (ελληνικό ή όχι, αυτή είναι µια υπόθεση που τροφοδότησε τη διαµάχη Φαλµεράιερ – Παπαρρηγόπουλου). «Οπως γράφει η γαλλική εκδοχή από το “Χρονικό του Μορέως”, “Ο µισίρι [αφέντης] Ζεφρουά [ο Βιλλεαρδουίνος] έθεσε τους Φράγκους υπό τις διαταγές του και πάνω στο άλογό του διέτρεχε τη χώρα και κατακτούσε τους Γραικούς”» σηµειώνει ο Τσίθαµ.
Οι κατάφρακτοι Βιλεαρδουίνοι στον Μοριά
Μια χούφτα ήταν οι ιππότες και οι τζαγρατόρες που οδήγησε ο Καµπανίτης ευγενής. «Κίνησαν οι δυο αντρειωµένοι φίλοι, ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος κι ο Γουλιέλµος ο Σαµπλίτης µε εκατό καβαλαραίους και λίγους πεζούς, να κυριέψουν την Πελοπόννησο. Φορούσαν σιδερένιες πανοπλίες και ζωγραφισµένα σκουτάρια, κρατούσαν γιγάντια κοντάρια, χλιµίντριζαν τα φραγκικά άλογά τους, όπως λέει ο ποιητής, κι οι ελληνικές φοράδες καµάρωναν. […] Οι εκατό σιδερόφραχτοι καβαλαραίοι σκόρπισαν τον τρόµο, κι έβγαιναν οι χωριάτες µε θυµιατά και µ’ εικονίσµατα, µε τους παπάδες µπροστά, να προσκυνήσουν. Γονάτιζαν απάνω στο χώµα, σταύρωναν τα χέρια, κι ένα µονάχα ζητούσαν: να τους αφήσουν τη θρησκεία, να µην τους κάνουν Φράγκους. Κι οι πολεµιστές, που δεν νοιαζόντουσαν καθόλου από ποιο δρόµο θα µπεις στην ουράνια βασιλεία κι ένα µονάχα λαχτάριζαν, την επίγεια σίγουρη κορόνα, γελούσαν κι άφηναν την Εκκλησία λεύτερη, και τους παπάδες, κι όλα τα ουράνια φέουδα. Και µοιραζόντουσαν τη γης, έπαιρναν τις πολιτείες, έχτιζαν κάστρα» εξιστορεί ο Νίκος Καζαντζάκης στο «Ταξιδεύοντας. Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήµ, Κύπρος, ο Μοριάς» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ∆ιόπτρα, οι οποίες έχουν εξασφαλίσει τα δικαιώµατα των έργων του µεγάλου Κρητικού).
Τεµάχισε ο Βιλεαρδουίνος την Πελοπόννησο σε τιµάρια, µοίρασε φέουδα. «Παρουσίασε τις προτάσεις σε ένα παρλαµέντο εξεχόντων Φράγκων στην Ανδραβίδα ή όπως την αποκαλούσαν οι Φράγκοι Αντρεβίλ. […] Οι σπουδαιότεροι πυλώνες αυτού του οικοδοµήµατος ήταν οι δώδεκα βαρονίες, χωρίς να υπολογίζονται τα τιµάρια που είχαν δοθεί στον Ντε λα Ρος» σηµειώνει ο Νίκολας Τσίθαµ. Στέριωσαν την εξουσία τους οι δυτικοφερµένοι στον Μοριά χάρη στην ευελιξία και στο ανοιχτό πνεύµα του Γοδεφρείδου («ίσως ο επιτηδειότερος όλων των Φράγκων ηγεµόνων της Ανατολής» καταπώς αναφέρει ο Παπαρρηγόπουλος στη µνηµειώδη ιστορία του). Στέριωσαν στον νέο τόπο τους και «οι ξανθοί δράκοι ένιωθαν σιγά σιγά τα ήπατά τους να κόβουνται. Εσµιξαν µε τις γυναίκες, ξέχασαν την πατρίδα. Εκαµαν παιδιά, τους Γασµούλους. Τα παιδιά ακολουθούσαν τις µάνες, µιλούσαν τη µητρική γλώσσα, γίνηκαν Ελληνες. Το φράγκικο αίµα µέσα στα βρέφη υποχωρεί. Επεφτε απάνω του το δριµύτατο, µε τις µυστηριώδεις χηµικές αντιδράσεις ελληνικό αίµα, και ντο φράγκικο χάνουνταν» έγραφε στο «Ταξιδεύοντας… ο Μοριάς» ο Νίκος Καζαντζάκης (υποκύπτοντας στην έλξη των θεωριών του αίµατος, της φυλής και της ράτσας που ευδοκιµούσαν στον µεσοπόλεµο). Χρόνους πολλούς µετά ξεθύµανε το φραγκικό στοιχείο – άλλοι αφοµοιώθηκαν και άλλοι γύρισαν στους τόπους τους. Και άφησαν πίσω τους σκόρπιες λέξεις που ανακατεύτηκαν µε τις ντοπιολαλιές, µνήµες από τους δυσκολοκατάβλητους σιδερόφρακτους ιππότες, τους τροβαδούρους που εξυµνούσαν την αρετή, την παλικαριά και τον έρωτα και δυναµάρια, κάστρα µοναδικής φρουριακής αρχιτεκτονικής. «Ο τόπος µας είναι γεµάτος κάστρα και πύργους. Περνάς από ερηµιές, από ντερβένια άγρια και βλέπεις απάνου στα βουνά και στους γκρεµνούς χτισµένα τειχιά νεροφαγωµένα που στέκουνται βουβά κι αµίλητα» προλόγιζε τον «Καστρολόγο» του (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Α. Κολλάρου, 1987) ο Φώτης Κόντογλου.
Στα µέρη που η ψυχή αντριεύει
«Τα κάστρα εξασκούν µυστηριώδη γοητεία στην ψυχή του ανθρώπου. Οταν µέσα από τον κάµπο ορθώνεται ξάφνου στο βάθος του ορίζοντα ένα απότοµο βουνό και στην κορφή του ξεχωρίζεις µιαν κορόνα από µισογκρεµισµένα µουράγια και πύργους και πολεµίστρες, η ψυχή σου τινάζεται κι αντριεύει. Θαρρείς και ζώνει τ’ άρµατα κι είναι έτοιµη να πάρει –και να εκτελέσει τώρα– µεγάλες απόφασες» (Ν. Καζαντζάκης, «Ταξιδεύοντας… ο Μοριάς»).
Πρώτη στάση στο κάστρο του Μυστρά, αυτό που το 1259 ο δεύτερος Γουλιέλµος Βιλλεαουρδίνος µετά τη µάχη της Πελαγονίας και τη σύλληψή του παρέδωσε στον Μιχαήλ των Παλαιολόγων για να κερδίσει την ελευθερία του. Παρέδωσε το κόσµηµα των φράγκικων κάστρων σε αυτούς που τα επόµενα χρόνια θα όριζαν τις τύχες των υπολειµµάτων της Ανατολικής Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας και σε µια κίνηση της Ιστορίας, ανεξάρτητη από τους ορισµούς των αρχόντων, ο Μυστράς πρόσφερε γόνιµο έδαφος για να καρπίσει ο σπόρος της βυζαντινής αναγέννησης των γραµµάτων και των τεχνών. Εκεί το 1249 ο «πρίγκιπας Γουλιάµος […] ώρισε και εµαζώχθησαν µαστόροι και υπουργοί, και έφεραν πάσαν ύλην και ασβέστην και πέτρες, ξύλα και άλλην υπηρεσίαν του κτίσµατος και µαζί άρχισαν και έκτισαν το κάστρον και το ετελείωσαν και το εξέφληαν υψηλόν και ευµορφότατον, και το ωνόµασε Μιζηθράν, διότι ο τόπος εκείνος έτζι ελέγετο Μιζηθράς και Ελληνικά λέγεται Σπάρτα» («Καστρολόγος»).
Στους πρόποδες του Πάρνωνα και σε υψόµετρο 400 µέτρων βρίσκεται σκαρφαλωµένο το κάστρο του Γερακιού: «…µισέρ Γκιουν τον ελέγασι ντε Νιβηλέ το επίκλην· έξη Φίε του εδόθησαν να έχει εις την Τζακωνίαν, κάστρον έχτισεν εκεί, το ωνόµασε Γεράκιν». Αυτό ίσως έγινε γύρω στο 1250 – ο Γκι ντε Νιβελέ που ανέλαβε τη βαρονία του Γερακιού ή ο γιος του Ιωάννης έχτισε άπαρτο κάστρο που κι αυτό παραδόθηκε στους Βυζαντινούς για να απελευθερωθεί ο κακότυχος Βιλεαρδουίνος.
«Τη µέρα που πήγα απάνω στο κάστρο πήρε έξαφνα ένα µπουρίνι, π’ αχολόγησε ο κόσµος από τ’ αστροπελέκια. […] Αλλά σε λίγη ώρα ξάνοιξε ο καιρός και µοσχοβολήσανε οι σκοίνοι, τα φασκόµηλα, τα πουρνάρια, κι ο αγαισµένος ο απήγανος […] Το σαπικοκάραβο µέσα στο οποίο φώλιαζε µια φορά ο µισέρ Νιβηλές, αναστέναζε και κάθε πέτρα αγκοµαχούσε και σφύριζε η κάθε τρύπα. Τ’ όνοµά του τώσβησε η αλησµονιά, κι ας ήτανε από τους πιο άξιους καπεταναίους […] Κάνω το σταυρό µου και λέγω “Αιωνία η µνήµη!” για αυτουνούς τους σκληρόψυχους ανθρώπους, που τους έρριξε το κακό το ριζικό τους σε τούτα τα µέρη, µακριά από τον τόπο τους, να πεθάνουνε ανάµεσα σ’ άλλης φυλής ανθρώπους, µέσα στ’ άγρια τα βουνά που κάθουνται τσοµπάνηδες λεροφορεµένοι» («Καστρολόγος»).
Η Μεσσηνία ήταν ο τόπος των Βενετσιάνων. ∆υνάµωσαν τις οχυρώσεις σε Μεθώνη και Κορώνη («Μέσα στη θαλασσα µεγάλος πύργος. Στα 1204 αφέντευε σε δαύτη ο κουρσάρος Λέοντας Βετεράνος, που τον διώξανε οι Φράγκοι και πιάσθηκε και σταυρώθηκε στην Κέρκυρα», «Καστρολόγος») για να ασφαλίσουν τα εµπορικά τους περάσµατα.
Ανεβαίνοντας στην Αρκαδία στο σηµείο όπου πιθανολογείται ότι βρισκόταν η αρχαία πόλη Βρένθη, στη δεξιά όχθη του Αλφειού, αναπτύσσονται σε βραχώδες εξόγκωµα ο οικισµός και το κάστρο της Καρύταινας. Πρώτος βαρόνος της περιοχής ορίστηκε ο Ούγος ντε Μπριγέρ – το κάστρο, αναφέρει το «Χρονικό του Μορέως», έχτισε ο γιος του στα µέσα του 13ου αιώνα. «Κι όταν αντικρίσαµε πάνω από το λόφο το ξακουστό κάστρο της Καρύταινας, νιώσαµε πως σήµερα, σε τέτοιο ανήσυχο φωτισµό και µε τέτοιες σύγχρονες έγνοιες, το κάστρο τούτο το άγριο, το πολεµικό, το απότοµο, διατυπώνει πιστότερα από κάθε ελληνικό ναό το τοπίο γύρα µας και µέσα µας» («Ταξιδεύοντας… ο Μοριάς»).
Επόµενος σταθµός µας η Ηλεία, στο περιλάλητο κάστρο στο Χλεµούτσι. «Σπουδαίο κάστρο, πολύ γερό και ξακουσµένο κοντά την Ανδραβίδα. Τρία χρόνια τόχτιζε ο Γουλιέλµος Βιλλαρδουίνος. Γης έρηµη και χέρσα το ζώνει µε κάτι µικρά χαµοβούνια. Είναι θεµελιωµένο απάνω σε βράχο και στέκεται παραξένα απάνω σ’ ένα έρηµο ψήλωµα» («Καστρολόγος»).
Κατάσπαρτος είναι ο Μοριάς από θρυλικά ή ταπεινά δυναµάρια. Φύγανε οι Φράγκοι, σβήσανε οι Βυζαντινοί, ξεριζωθήκανε οι Οθωµανοί, αλλά αφήσανε πίσω τους ίχνη από το πολεµικό πέρασµά τους. Και ιστορίες που κάθε γενιά προσθέτει τη δική της αφήγηση. Και έτσι φτιάχνονται οι µύθοι που κυκλώνουν τους πέτρινους όγκους στ’ Ανάπλι, στη Μονεµβασιά, στο Ρίο, το Αράκλοβο, το Νιόκαστρο και όπου αλλού του ανθρώπου η γνώση ρίχτηκε σε σκοπούς πολεµικούς. Και είναι πιο εύκολο να ιστορείς τον πόλεµο από το να τον κάνεις.
INFO
Τα βιβλία «Μεσαιωνική Ελλάδα. Η άγνωστη εποχή της φραγκοκρατίας» και «Ταξιδεύοντας. Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήµ, Κύπρος, ο Μοριάς» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα