Μια βόλτα στο στούντιο Polytropon του συνθέτη Γιώργου Καζαντζή, από το οποίο έχει περάσει όλη η «σχολή της Θεσσαλονίκης».
Ο Γιώργος Καζαντζής είναι γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός και αυτή την εποχή δραστηριοποιείται σε μια μονοκατοικία στην Καλαμαριά, η οποία αποτελεί συνέχεια ενός παραπήγματος μέσα στο οποίο γεννήθηκε «με μαμή κατ’ οίκον». Μέχρι την εφηβεία βίωσε τη φτώχεια, καθώς μια περιουσία που υπήρχε απ’ τους γονείς του παρέμενε αναξιοποίητη. «Οι γονείς μου ήταν αμόρφωτοι άνθρωποι και δεν ξέρανε ότι είχε μια δυναμική. Μπόρεσα και αξιοποίησα τη συγκεκριμένη περιουσία λόγω και της ιδιότητάς μου ως μηχανικού». Ετσι κατάφερε να φτιάξει το στούντιό του και το σπίτι όπου ζει σήμερα. Πλέον το στούντιο όπως και τη δισκογραφική εταιρεία Polytropon διαχειρίζεται επαγγελματικά ο γιος του Θάνος, ο οποίος είναι επίσης μουσικός.
H δισκογραφική
Η ανάγκη δημιουργίας μιας δισκογραφικής ήρθε λίγο μετά, με πενιχρά μέσα στην αρχή. «Κάναμε αρκετές παραγωγές με την πολύτιμη βοήθεια του συνθέτη Κώστα Αθυρίδη στο δισκογραφικό κομμάτι. Οταν εκείνος αποχώρησε ανέλαβε ο γιος μου, ο οποίος δεν ήθελε τη δισκογραφική και δώσαμε ομηρικές μάχες. Πλέον έχει αλλάξει γνώμη γιατί υπάρχει συνεχές οικονομικό feedback απ’ την εταιρεία». Δίκιο είχε ο Καζαντζής, αφού στον κατάλογό τους συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων οι «Μέλισσες» με τη Φωτεινή Βελεσιώτου και τα «Ανείπωτα» με τον Δημήτρη Ζερβουδάκη, τραγούδια διαχρονικά, που δεν έχουν πάψει να ακούγονται.
Αν και το Polytropon ποτέ δεν σταμάτησε να υφίσταται, πλέον δεν μπορεί να στηρίξει δικές τους παραγωγές – «επιχείρηση, πάντως, δεν γίναμε ποτέ» ομολογεί ο Καζαντζής, σαν να καμαρώνει γι’ αυτό. Αναφέρεται στο πλαίσιο της εποχής με τα ερεθίσματα που γεννούν μουσική: «Τα ισχυρά ερεθίσματα μπορούν να γεννήσουν ισχυρές δημιουργίες. Οι μεγάλοι, ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις, είχαν μέσα στα βιώματά τους τα δεινά που πέρασε ο τόπος μας. Αυτά τα βιώματα εξέφρασαν. Η δική μου γενιά έζησε τα απόνερα της όλης ιστορίας, ακόμη κι εμείς που ζούσαμε σ’ ένα περιβάλλον, στην Καλαμαριά, κι όταν έβρεχε κόλλαγαν οι μπότες μας στη λάσπη. Εξω χιόνιζε, εμείς χαιρόμασταν σαν παιδιά κι η μάνα μου μας έλεγε: “Ο μπαμπάς δεν θα μπορεί να πάει για δουλειά και δεν θα ’χουμε να φάμε, άρα μη χαίρεστε”. Τα λέω σήμερα στον γιο μου και στην κόρη μου και με κοιτάνε περίεργα. Ε λοιπόν, όλα αυτά εκφράζω μέσα απ’ τη μουσική μου. Γι’ αυτό πιστεύω ότι αν και οι νέες γενιές είναι πιο προχωρημένες τεχνολογικά, δείχνουν να στερούνται μοτιβικά. Θεωρώ ότι κάθε εποχή επηρεάζει το υλικό της έμπνευσης του δημιουργού. Αν ο δημιουργός είναι ευαίσθητος και με ανοιχτές κεραίες, θα βρει δεινά να εκφράσει». Τη στιγμή εκείνη χτύπησε το κινητό μου. Ηταν η Λένα Πλάτωνος, που σαν της είπα ότι βρίσκομαι με τον Καζαντζή ζήτησε να του μιλήσει για να του εκφράσει την εκτίμησή της.
«Ο νάρκισσος εαυτός»
Με αφορμή αυτό το τηλεφώνημα, ακούω τον Καζαντζή να μου λέει: «Η ματαιοδοξία υπάρχει σε κάθε άνθρωπο, όχι μόνο στους καλλιτέχνες. Εμένα μ’ ακολουθεί όσο κι αν φαίνομαι μετριόφρων ή μετριοπαθής. Ο νάρκισσος εαυτός καιροφυλακτεί, σ’ την έχει στημένη. Αν πω “ποιος είμαι και τι έχω γράψει ο Θεός’’, εκείνη τη στιγμή υπογράφω και τον καλλιτεχνικό μου θάνατο. Ο δημιουργός πρέπει να νιώθει τον τρόμο της γύμνιας του μπροστά στο χάος της δημιουργίας. Να του λέει το ταλέντο του: “Ποιος νομίζεις πως είσαι; Τίποτε δεν είσαι! Για ξαναγύρνα απ’ την αρχή”! Αυτό είναι και το ταλέντο στην τελική».
Λίγο προτού περάσουμε στη βεράντα του με θέα τον Θερμαϊκό, ακούμε τα ολοκαίνουργια, ανέκδοτα ακόμη τραγούδια του, σε στίχους Ισαάκ Σούση και Ναντίνας Κυριαζή, με τις φωνές της Νατάσσας Μποφίλιου, του Λάκη Παπαδόπουλου, του Παντελή Θεοχαρίδη, της Μαρίας Παπαγεωργίου κ.ά. Τραγούδια σύγχρονα με περίτεχνες ενορχηστρώσεις και αρμονίες. Φεύγοντας από το Polytropon συνειδητοποίησα γιατί ο Γιώργος Καζαντζής θεωρείται δικαίως ένας από τους σημαντικότερους Ελληνες συνθέτες, που φυλάσσουν Θερμοπύλες στη Θεσσαλονίκη του Βελόπουλου, της Λατινοπούλου και του σκοταδισμού.