Σπύρος Πετρουλάκης: Ο συγγραφέας του «Σασμού» μιλάει στο Docville

Ο συγγραφέας Σπύρος Πετρουλάκης

Ο συγγραφέας του «Σασμού», Σπύρος Πετρουλάκης, μιλάει για το πώς έφτασε στη συγγραφή βιβλίων, για τις βεντέτες και την Κρήτη.

 

Ο Σπύρος Πετρουλάκης δεν ήταν πάντα συγγραφέας. Εχει υπάρξει δάσκαλος τάε κβον ντο µε δική του σχολή και στη συνέχεια την προσωπική του εργολαβική εταιρεία. Είναι ένας άνθρωπος ζυµωµένος µε τη ζωή· την έχει βιώσει από την καλή και από την ανάποδη. Προφανώς το ταλέντο του στη συγγραφή ήταν κάπου εκεί κρυµµένο και χρειάστηκε να συναντηθεί µε τη σύντροφό του τη Μέµη, η οποία ενίσχυσε την πίστη στον εαυτό του και του έδωσε την ώθηση που χρειαζόταν. Ο συγγραφέας των οκτώ µυθιστορηµάτων και των επτά παιδικών βιβλίων έφτασε στο σηµείο να είναι ο άνθρωπος πίσω από τη σειρά µε τη µεγαλύτερη τηλεθέαση αυτήν τη στιγµή στην ελληνική τηλεόραση.

Πώς εµπνευστήκατε την ιστορία του «Σασµού»;

Τελειώνοντας το βιβλίο µου «Αµαλία», ένα σκληρό θρίλερ µε σατανιστές, ήταν αρκετοί αυτοί που επέµεναν: «Κρητικός είσαι, γράψε κάτι για την Κρήτη». Θεωρούσα όµως ότι άλλοι, καλοί συγγραφείς ήδη είχαν πλάσει ιστορίες για τις βεντέτες και τον κόσµο της Κρήτης. Σκέφτηκα λοιπόν να γράψω για κάτι που δεν είχε µιλήσει κανένας, για τον σασµό. Για το πώς λύνονται οι βεντέτες – γιατί λύνονται· έχω δει ανθρώπους να δίνουν την ψυχή τους για να φτιάξουν καταστάσεις ή ακόµη και να τις προλάβουν προτού ανάψει η φωτιά, γιατί µετά δύσκολα θα σβήσει.

Τι είναι ουσιαστικά ο σασµός;

Σε µια από τις παρουσιάσεις του βιβλίου µου στην Κρήτη συνάντησα έναν ορεσίβιο Κρητικό µε µούσι µέχρι κάτω, σκαµµένο πρόσωπο από τον ήλιο, χέρια ροζιασµένα… κάθε παλάµη του και µια ιστορία. Τον έβλεπες και τρόµαζες. Και µου είπε αυτός ο άνθρωπος: «Εγώ ταιριάζω τα πράγµατα. Παίρνω το κακό, το στύβω, βγάζω δυο σταγόνες καλό και από αυτές χρησιµοποιώ». Μου περιέγραψε την ιστορία δυο συγχωριανών που τσακώθηκαν για έναν τρόχαλο, µια ξερολιθιά στα χωράφια τους, γιατί δεν πάταγε πάνω στο σύνορο. Ήταν έτοιµοι να ξεκινήσουν το κακό. «Μείωνα και τις λέξεις: “Είστε µε τα καλά σας; Θα σκοτωθείτε για το τροχαλάκι µε τέσσερα κοπέλια ο καθένας σας;”. Τους το έριχνα και στον εγωισµό: “Τι θα λένε οι γειτόνοι, ότι σκοτωθήκατε για τις πέτρες;”». Στο τέλος τους έβαλε µε τις πέτρες αυτές να φτιάξουν µια εκκλησία και για πληρωµή στον άγιο αντί για νερό να βάλουν το γάλα των προβάτων τους. Και δεν έχουν πια σύνορο το τρόχαλο γιατί έκαναν τον σασµό – έγιναν ένα τα χωράφια τους. Η δουλειά του σάστη, του µεσίτη, είναι να µοιράσει το καρπούζι στη µέση και εάν περισσεύει ένα κουκούτσι, να το κόψει κι αυτό στη µέση. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους που πρεσβεύουν το καλό δεν έχει γράψει κανείς. Ηθελα µέσα από το κακό να µιλήσω για το καλό.

Πώς προέκυψε η µεταφορά του βιβλίου σε τηλεοπτική σειρά;

Πριν από δύο χρόνια ήµουν σε παρουσίαση του βιβλίου στη Λευκωσία. Στο βάθος της αίθουσας ήταν ένας τύπος όρθιος, µε καπαρντίνα και τζόκεϊ κατεβασµένο στα µάτια του. Εχω κεράσει ρακές, λέω και µε το ούτι τραγούδια. Φεύγει ο κόσµος, έρχεται και µου λέει: «Κώστας Κωστόπουλος, σκηνοθέτης, θέλω να κάνω σειρά το βιβλίο σου». Σκέφτοµαι «καλά, µου κάνει πλάκα… θα βγει κανείς µε καµιά κάµερα». Τρεις µέρες µετά στην Αθήνα µε πήρε να βρεθούµε και πολύ σύντοµα µου κανόνισε ραντεβού µε τον παραγωγό Γιάννη Καραγιάννη στο Στούντιο Κάππα. ∆ώσαµε τα χέρια και η ιστορία λέει ότι ο «Σασµός» αγαπήθηκε πολύ. Πριν από λίγες µέρες που έγιναν γυρίσµατα στην Κρήτη ο κόσµος καθόταν και τα παρακολουθούσε για επτά οκτώ συνεχόµενες ώρες.

ΣΑΣΜΟΣ ΣΕΙΡΑ ΣΠΥΡΟΣ ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ
Οι ηθοποιοί της σειράς Σασμός

 

Είχατε λόγο στην επιλογή των ηθοποιών της σειράς “Σασμός”;

Ζήτησαν την άποψή µου. Οταν µε ρώτησαν ποια σκεφτόµουν ότι θα ήταν ιδανική να ενσαρκώσει τη µάνα, τους είπα την Τζοµπανάκη. Εδώ να σηµειώσω ότι στο βιβλίο η µάνα δεν έχει όνοµα, είναι η Μάνα. Και τον Ορφέα Αυγουστίδη είχα φανταστεί για τον Αστέρη.

Θα σας διηγηθώ όµως µια ιδιαίτερη ιστορία που σχετίζεται µε τον ∆ηµήτρη Ήµελλο. Ο παραγωγός τον πολιορκούσε χρόνια για να παίξει σε κάποια σειρά. Εκείνος ήταν ανένδοτος. Ελεγε ότι είναι ταγµένος στο θέατρο. Οταν του είπαν να υποδυθεί έναν αστυνοµικό σε καθηµερινό σίριαλ αρνήθηκε και πάλι. Τότε ο σκηνοθέτης του πρότεινε να διαβάσει το βιβλίο. Υστερα από λίγο καλεί τον Καραγιάννη και του λέει: «Με παγιδέψατε»! Tι είχε συµβεί; Στο βιβλίο όταν ο Φραγκιαδάκης παίρνει τη σύνταξη πηγαίνει σε µια πανέµορφη ερηµική παραλία στο Ρέθυµνο, την Τριόπετρα, την οποία δεν επισκέπτονται πολλοί. Ο Ήµελλος τα τελευταία δέκα χρόνια πηγαίνει εκεί τα καλοκαίρια για ένα µήνα και κάνει ελεύθερο κάµπινγκ. Σταθήκαµε τυχεροί λοιπόν. Και ήταν από τους πρώτους ηθοποιούς µε τον ∆ηµήτρη Λάλο και τη Μαρία Πρωτόπαπα που έκλεισαν συµφωνία για τη σειρά.

Αλήθεια, έχουν γίνει σημαντικές αλλαγές στη σειρά σε σχέση µε το βιβλίο σας;

Ναι, γιατί ο θεατής θέλει να κοιτάζει µέσα από την κλειδαρότρυπα, ο αναγνώστης όχι. Έχουν προστεθεί χιλιάδες λέξεις που πηγάζουν από τη φαντασία των σεναριογράφων. Το βιβλίο κανονικά θα έβγαζε επτά-οκτώ επεισόδια. Αυτό πάντως που µε ενδιέφερε ήταν να υπάρχει µια ποιότητα και εφόσον επιλέχθηκαν οι συγκεκριµένοι ηθοποιοί δεν θα µπορούσα να θέλω τίποτε άλλο. Είναι όλοι τους εξαιρετικοί και µε αυτήν τη συγκεκριµένη οµάδα, εάν µπορώ να χρησιµοποιήσω αυτήν τη λέξη, θεωρώ ότι είναι «κορυφή».

Να πάμε στην αρχή… Πώς ξεκίνησε η ιστορία σας µε τη συγγραφή;

Όταν έφυγε η οικογένειά µου για την Πελοπόννησο, στο σπίτι όπου έµεναν τα παιδιά µου ζούσε και το ξαδερφάκι τους που έπασχε από βαριάς µορφής αυτισµό. Τα παιδιά µου ήταν µικρά και φοβήθηκαν – η βία που ασκούσε στον εαυτό του τους προκαλούσε φόβο. Για να ηρεµήσουν και να τον αποδεχτούν δηµιούργησα µια ιστορία µε τον δράκο Μπουρµπουλήθρα που οι άνθρωποι τον φοβούνταν αλλά τελικά αποδέχτηκαν τη διαφορετικότητά του. Η αλήθεια είναι ότι βοήθησε πολύ τα παιδιά µου. Αυτή ήταν η πρώτη ιστορία µου. ∆εν ήταν καν γραµµένη, στα λόγια την έλεγα.

Ποια είναι η σχέση σας με την Κρήτη;

∆εν γεννήθηκα Κρητικός, έγινα Κρητικός. Ο πατέρας µου κατάγεται από εκεί, εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα. Έζησα ωστόσο κοντά στα 30 χρόνια στο νησί. Πήγα στο Ρέθυµνο και άνοιξα το δικό µου γυµναστήριο, έγινα προπονητής τάε κβον ντο. Οι µαθητές µου µε προσκαλούσαν στα σπίτια τους στο χωριό – έτσι ανοίγει η καρδιά του Κρητικού. Εκεί έχουν την κρεβατίνα, τα κρασιά, τις ρακές τους, θα σφάξει η µάνα την όρνιθα να κάνει πιλάφι. Συγγενείς και παρέες δεν είχα, σαν µετεωρίτης ήµουν, οπότε πήγαινα µαζί τους. Έτσι διδάχτηκα τι είναι Κρήτη και κυρίως Κρητικός. Κρατούσα τις συµπεριφορές, τα βλέµµατα, το πώς για παράδειγµα δεν κοιτάζουν τη γυναίκα του διπλανού τους στα µάτια. Εµαθα φράσεις που δεν χρησιµοποιούνται πια. Όπως η Μαρία Τζοµπανάκη που είπε σε ένα επεισόδιο «γίναµε χουµά κουτάλια» (άνω κάτω)· είναι Κρητικιά και ξέρει. Η Κρήτη είναι διαφορετικός πλανήτης.

Είναι από τους ελλαδικούς τόπους που βρίσκονται κοντά στην αρχαϊκότητα…

Φυσικά, δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στον τόπο κυριαρχεί η γυναικοκρατία. Το ξέρει ο Κρητικός και το δέχεται. Η µάνα κάνει κουµάντο. Είναι αυτό που κάνει η Καλλιόπη στη σειρά. Ο εγωισµός ωστόσο των αντρών δεν τους αφήνει να το παραδεχτούν, ενώ όλοι γνωρίζουν ό,τι συµβαίνει στου καθενός το σπίτι. Η γυναίκα είναι η µάνα µας.

Όµως δεν είναι όλα ειδυλλιακά: οι βεντέτες συνεχίζονται, ενώ η παραβατικότητα προσθέτει στην αντρική υπεραξία.

Όταν πήγα στην Κρήτη το 1988 τρόµαξα. Ήµουν µικρός, δεν είχα κανένα στήριγµα. Ανοιξα το γυµναστήριο και µου έρχονταν οι µαθητές µε τα όπλα. Στα µπαρ σε σηµάδευαν για πλάκα και δεν ήξερες εάν θα ρίξουν ή όχι. Και σε παρουσίαση βιβλίου έχει έρθει ένας µε όπλο, αλλά µέσα σε βαλιτσάκι. Η κατάσταση λοιπόν ήταν εκτός ορίων, µε δολοφονίες, βεντέτες που είχαν πάρει φωτιά, µεγάλη ένταση. Ο Σηµίτης το 1996 έστειλε τα ΕΚΑΜ: έµπαιναν στα σπίτια και έριχναν ξύλο. Έµειναν σχεδόν ένα χρόνο, θεσπίστηκαν οι ειδικοί φρουροί και τα ΟΠΕΚ.

Σταδιακά κάπως έπαψαν αυτές οι καταστάσεις. Ο φόβος έκανε αυτό που δεν µπορούσε η κοινωνία. Γιατί η κοινωνία αντιδρούσε, δεν ήταν όλοι µε τα πιστόλια, µε τα µαύρα πουκάµισα και τους τσαµπουκάδες. Υπήρχε κίνηµα κατά του «πέτσακα» –έτσι λέµε ειρωνικά τον σκληρό άντρα–, κατά της οπλοκατοχής, ενάντια στις µπαλοθιές και τις «κούπες». Ο Βασίλης Σκουλάς σε ένα γλέντι είχε πει ότι εάν υπάρξουν µπαλοθιές θα φύγει, και το έκανε – αυτό το περιστατικό µεταφέραµε και στο σίριαλ. Άνθρωποι µε κύρος άρχισαν να λένε «φτάνει πια». Πλέον στις πόλεις τα παιδιά δεν κουβαλούν όπλο στα σχολεία αλλά µουσικά όργανα.

INF0

Το μυθιστόρημα «Σασμός» του Σπύρου Πετρουλάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας