Αποχαιρετισμός σε έναν αμετανόητα μεσογειακό ηθοποιό, που άφησε το στίγμα του ακόμη και στον πιο μικρό του ρόλο.
Ηταν ο Ελληνας Απόλλωνας που έκανε διεθνή καριέρα κατορθώνοντας το σχεδόν αδύνατο: να κατακτήσει το παγκόσμιο σινεμά. Οχι μόνο με την εντυπωσιακή αγαλμάτινη ομορφιά του, που σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα του ξένου Τύπου της εποχής «ξεπερνούσε αυτή του Αλέν Ντελόν», αλλά και με το ταλέντο του. Γιατί χωρίς αυτό ο Σπύρος Φωκάς δεν θα μπορούσε να σπάσει τα κινηματογραφικά στεγανά του δυσπρόσιτου Χόλιγουντ ούτε να τον επιλέξει ο απαιτητικός και τελειομανής Λουκίνο Βισκόντι για την ταινία «Ο Ρόκο και τα αδέρφια του» το 1960, όπου έπαιξε δίπλα στην Κατίνα Παξινού και βέβαια στον Ντελόν και στην Κλαούντια Καρντινάλε.
Τι ήταν όμως αυτό που ξεχώριζε τον Ελληνα ζεν πρεμιέ ανάμεσα σε τόσους όμορφους και ταλαντούχους ηθοποιούς που είχαν όνειρο ζωής να συνεργαστούν με σκηνοθέτες-μύθους και με τρανταχτά ονόματα και δεν τα κατάφεραν όπως τα κατάφερε εκείνος δίπλα στη Λάιζα Μινέλι και την Ινγκριντ Μπέργκμαν στην ταινία του Βινσέντε Μινέλι «Οταν η γυναίκα θέλει» το 1976 ή δίπλα στον Μάικλ Ντάγκλας, την Κάθλιν Τέρνερ και τον Ντάνι ντε Βίτο στο «Διαμάντι του Νείλου» το 1985, την ταινία που του άνοιξε τον δρόμο στο Χόλιγουντ; Σίγουρα η αποφασιστικότητα να κυνηγήσει το όνειρό του ξεφεύγοντας από τα στενά όρια της χώρας μας, με πρώτο πρωταγωνιστικό ρόλο το 1960 στην ταινία «Ο θάνατος ενός φίλου» του σκηνοθέτη Φραντσέσκο Ρόσι, για τον οποίο τιμήθηκε με το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο.
Οπωσδήποτε το σμιλεμένο μελαχρινό του πρόσωπό με τις γωνίες και το βαθύ διαπεραστικό βλέμμα ήταν σημαντικό διαβατήριο για τον μεταπολεμικό ιταλικό νεορεαλισμό. Αλλά και η μετακόμισή του στη Ρώμη, όπου έζησε και εργάστηκε τη δεκαετία του ’60, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του, χαρίζοντάς του έναν ευρωπαϊκό αέρα και σπουδαίες εμπειρίες στα χρυσά χρόνια της Τσινετσιτά.
Ο Σπύρος Ανδρουτσόπουλος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στην Πάτρα το 1937 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Μεγάλο κομμάτι της πρώτης του νιότης το πέρασε μες στις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες γιατί το αδιαπραγμάτευτο όνειρό του από μικρός ήταν να γίνει ηθοποιός. Το έσκαγε συνεχώς από το σχολείο του στην Καλλιθέα για να πάει σινεμά και παρά τις παραινέσεις της μητέρας του να διαλέξει ένα «κανονικό» επάγγελμα, εκείνος αρνιόταν να συμβιβαστεί έχοντας στο μυαλό του μόνο τη μεγάλη οθόνη.
Μόλις αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Κώστα Μιχαηλίδη έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στην ταινία του Ανδρέα Λαμπρινού «Ματωμένο ηλιοβασίλεμα», η οποία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών το 1959 και τον έφερε σε επαφή με τις πρώτες διεθνείς γνωριμίες. Γυρνώντας από εκεί εξάλλου επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ιταλία.
Ο Σπύρος Φωκάς είχε όμως και ένα περίεργο μείγμα θάρρους και πίστης στον εαυτό του. Δεν μασούσε τα λόγια του ούτε «κώλωνε» μπροστά σε σταρ, όπως για παράδειγμα εμπρός στον Σιλβέστερ Σταλόνε ο οποίος τον περιέγραψε ως «παράξενο» όταν συναντήθηκαν για την ταινία «Ράμπο ΙΙΙ» το 1988.
Επαιξε σε πολλά ταμπλό
Ηταν ένας ηθοποιός με λιτό κώδικα, χωρίς στόμφο και υπερβολές, απόλυτα ταιριαστό με τη δωρική, αρρενωπή παρουσία του. Γι’ αυτό και σε οποιαδήποτε ταινία κι αν συμμετείχε, ακόμη και με μικρό ρόλο, δεν μπορούσες να τον ξεχάσεις. Ο Σπύρος Φωκάς έπαιξε σε πολλά ταμπλό σε μια καριέρα με λαμπρούς σταθμούς αλλά και συχνά ανορθόδοξη. Επαιξε σε ταινίες μεγάλων μετρ, σε ελαφρότερες ταινίες δράσης, δίπλα σε διεθνή «μεγαθήρια» ή σε Ελληνες πρωταγωνιστές, σε σίριαλ της ιταλικής RAI ή στην ελληνική τηλεόραση («Της αγάπης μαχαιριά», «Δύο ξένοι» κ.ά.). Στο βάθος, όμως, παρέμεινε ένας αμετανόητα μεσογειακός ηθοποιός που δεν αγάπησε ποτέ το Χόλιγουντ. Στην καρδιά του υπήρξε πάντα Ελληνας και Ευρωπαίος.
Ακόμη και τα χρόνια που έπαιζε στα διεθνή πλατό ο Φωκάς δεν ξεχνούσε την Ελλάδα. Γυρνούσε πίσω για να πάρει ντόπιες ανάσες αλλά και για να παίξει στο ελληνικό ασπρόμαυρο σινεμά και οι επιλογές του τον δικαίωσαν. Χωρίς να έχει ταυτιστεί με έναν εμβληματικό ρόλο αλλά περιζήτητος λόγω του διεθνούς ονόματός του, άφησε το σημάδι του στον «Εγωισμό» του Δαλιανίδη με τη Ζωή Λάσκαρη και την Τζένη Ρουσσέα, στη «Στεφανία» πάλι με τη Ζωή Λάσκαρη αλλά και στην «Ντάμα σπαθί» του Γιώργου Σκαλενάκη με την Ελενα Ναθαναήλ, την οποία υπεραγαπούσε. Τη δεκαετία του ’80 ξεχώρισε στις ταινίες «Σόνια» του μεγάλου Τάκη Κανελλόπουλου, στην «Αναμέτρηση» του Γιώργου Καρυπίδη και την «Παρεξήγηση» του Δημήτρη Σταύρακα.