Οταν είδα το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη πριν από είκοσι χρόνια βγήκα από το σινεμά αναζητώντας «τζούρες» αέρα. Ο πόλεμος της αγίας ελληνικής οικογένειας, της μικροαστικής οικογένειας της διπλανής πόρτας, στους τέσσερις τοίχους μού είχε ανακατέψει το στομάχι. Η γροθιά είχε πέσει. Και ήταν γερή. Θυμάμαι περπατούσα στoν δρόμο, κοίταζα τριγύρω τις πολυκατοικίες και αναρωτιόμουν σε πόσα διαμερίσματα άραγε ζουν το «Σπιρτόκουτο» στο πετσί τους. Μπινελίκι, πατριαρχία, σεξισμός, ερωτικές σχέσεις που ξεκίνησαν καψούρες και κατάντησαν μίσος. Απέχθεια ο ένας για τον άλλο. Αηδία για το μέσα μας, το είναι μας. Υπαρξισμός και μηδενισμός μαζί, όλα ένα πακέτο, στη δυσλειτουργία μιας οικογένειας με την οποία ανταλλάσσουμε καλημέρες κάποια στιγμή της ζωής μας. Ο πάτερ φαμίλιας, η μάνα, ο γιος, η κόρη. Η τραγωδία του μικροαστού πατέρα που θέλει να τελειώνει με την καφετέρια, να πάει ένα βήμα παρακάτω, να ανοίξει κυριλάτο μαγαζί με πιάνο στον Κορυδαλλό. Και τα νεύρα είναι τσίτα γιατί έχει και φρικτή ζέστη και δεν δουλεύει και ο ανεμιστήρας («φτιάξ’ το το μπουρδέλο», η πιο γνωστή ατάκα της ταινίας). Πέρασαν 20 χρόνια. Και οι περισσότεροι έχουμε air condition. Μόνο που πλέον δεν μπορούμε να πληρώσουμε τον λογαριασμό του ρεύματος. Και τα νεύρα έχουν χτυπήσει και πάλι κόκκινο.
Ξεμείναμε από σύννεφα
Είκοσι χρόνια μετά βλέποντας το «Σπιρτόκουτο» στη νέα του εκδοχή, του μιούζικαλ, η συνθήκη έχει αλλάξει. Δεν αναρωτιόμαστε πόσα σπίτια-σπιρτόκουτα περιμένουν μια σπίθα για να μπει μπουρλότο. Ξέρουμε πλέον ότι συμβαίνει. Η δημόσια συζήτηση έχει ανοίξει και είναι πιο δυνατή από ποτέ. «Χρειάστηκαν» κάμποσες γυναικοκτονίες, χρειάστηκε μια γενναία καταγγελία από τον χώρο του αθλητισμού που όταν πέρασε πια στον χώρο του πολιτισμού με το #ΜeToo εξελίχθηκε σε τσουνάμι. Δεν πέφτουμε από τα σύννεφα. Πέσαμε τόσες φορές που ξεμείναμε και από σύννεφα. Ναι, πριν από 20 χρόνια στο «Σπιρτόκουτο» ακούγαμε την Ελένη Κοκκίδου, τη Μαρία, να λέει στον Ερρίκο Λίτση, τον Μήτσο: «Και τι θα γίνει τώρα; Θα με σκoτώσεις;». Από τότε πολλοί «Μήτσοι» σκότωσαν πολλές «Μαρίες». Το είδαμε και στις ειδήσεις.
Μπινελίκι μετά μουσικής
Το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη είναι πολύ σπουδαία ταινία. Για όσα λέει. Και για τον τρόπο που τα λέει, που τα «χώνει». Ο Οικονομίδης άλλωστε είναι ένας σκηνοθέτης που έχει καταφέρει να κάνει σινεμά με ταυτότητα. Και ένα «ξέμπαρκο» καρέ να δεις από ταινία του καταλαβαίνεις ότι είναι δικό του. Η είδηση ότι αυτή η ταινία θα γινόταν μιούζικαλ στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σόκαρε. «Σπιρτόκουτο» και μιούζικαλ στην ίδια φράση; Μόνο η λέξη παρωδία έρχεται στο μυαλό. Πώς να μουσικοποιήσεις το μπινελίκι, τις βρισιές; Να όμως που δυο νέοι καλλιτέχνες με τεράστιο ταλέντο τόλμησαν –ναι, τόλμησαν– να καταθέσουν μια φρέσκια πρόταση σε ένα… τοτέμ της σύγχρονης κουλτούρας. Ο Γιάννης Νιάρρος και ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος συνυπογράφουν τη μουσική, ο Λιβιτσάνος διευθύνει και την ορχήστρα επί σκηνής, ενώ ο Νιάρρος έκανε τη σκηνοθεσία και έγραψε τους στίχους. Ο Οικονομίδης είναι υπεύθυνος για το λιμπρέτο –δεν θα γινόταν κι αλλιώς– μαζί με τον Δώρη Αυγερινόπουλο. Είναι μουσικά ευφυές, ευφάνταστο και εμπνευσμένο. Πανέξυπνο και κοφτερό, με στίχους-λεπίδες που θα σε κόψουν ή έστω θα σε γρατζουνίσουν. Τα αστεία ή τα δράματα είναι καμουφλαρισμένα και πίσω από τη μουσική. Διαφορετικό μουσικό είδος «κουμπώνει» σε κάθε χαρακτήρα – καταπληκτικό το κρεσέντο σεξισμού σε τραπ και πόσο πιο σαρκαστικό να το κάνεις; Ολα χωράνε: από κλασική μουσική, όπερα και τζαζ μέχρι σκυλάδικο της παλιάς «ωραίας» εποχής του ΠΑΣΟΚ και ηπειρώτικο μοιρολόι. Γλέντι και θρήνος μαζί. Ελλάδα… Και εκεί που τραντάζεσαι από το γέλιο σού ρίχνει μια σφαλιάρα και σε πετάει στο πάτωμα. Γιατί μην ξεχνιόμαστε. Εχουμε πόλεμο. Σε τέσσερις τοίχους. Στο σπίτι μας. Τον νου μας.
Ο κορυφαίος του χορού
Πριν από λίγες ημέρες ο Γιάννης Οικονομίδης μου έλεγε ότι ο Ερρίκος Λίτσης είναι για το «Σπιρτόκουτο» ό,τι είναι ο Ρόμπερτ ντε Νίρο για τον «Ταξιτζή» του Μάρτιν Σκορσέζε. Δομικό ταυτοτικό στοιχείο. Κι αυτό δεν αλλάζει. Υπό το βάρος της ερμηνείας του Λίτση ο Γιάννης Αναστασάκης στήνει μια νέα περσόνα του πάτερ φαμίλια, είναι ο κορυφαίος του χορού σύγχρονης τραγωδίας. Συγκλονιστικός δε όταν ψελλίζει σμπαραλιασμένος «Στης πικροδάφνης τον ανθό έγειρα ν’ αποκοιμηθώ…».
Και να σκεφτεί κανείς ότι ως χώρα δεν έχουμε παράδοση στο μιούζικαλ. Την εποχή που στην Αμερική έκαναν μιούζικαλ ο Μπίλι Ουάιλντερ («Μερικοί το προτιμούν καυτό»), ο Τζορτζ Κιούκορ («Ωραία μου κυρία») και στην Ευρώπη ο Ζακ Ντεμί («Ομπρέλες του Χερβούργου») στην Ελλάδα παρακολουθούσαμε τις ανάλαφρες ταινίες της Φίνος Φιλμ, τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη («Θαλασσιές χάντρες», «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Κορίτσια για φίλημα» κ.λπ.).
Πέρυσι ανέβηκε ως μιούζικαλ η ταινία «Φτηνά τσιγάρα» του Ρένου Χαραλαμπίδη, ορόσημο κι αυτή της ποπ κουλτούρας – για άλλους λόγους. Αυτή βέβαια δεν ξεκινούσε από το μηδέν. Είχε άσο στο μανίκι τις ωραίες μουσικές του Παναγιώτη Καλατζόπουλου. Σε λίγο καιρό θα δούμε μια άλλη ταινία, σημαντική στο queer είδος, όχι σε μιούζικαλ αλλά στη λυρική εκδοχή της, καθώς θα ανέβει ως όπερα η «Στρέλλα» του Πάνου Χ. Κούτρα στην Εναλλακτική Λυρική Σκηνή. Νέα τάση; Μη βιαζόμαστε για συμπεράσματα.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι το μιούζικαλ «Σπιρτόκουτο» αποτελεί ό,τι πιο ενδιαφέρον, ανατρεπτικό και τολμηρό είδαμε τα τελευταία χρόνια σε παράσταση. Αν η ταινία ήταν τότε γροθιά στο υπογάστριο, τώρα το μιούζικαλ μας βγάζει και τη γλώσσα. Σε μια εποχή πολιτικής ορθότητας και ακραίας κορεκτίλας χρειαζόμαστε την καλλιτεχνική αυθάδεια. Και να που το μιούζικαλ μπορεί να έχει «βρομιά» και αλητεία, αλλά και μια γλώσσα… να!