Στα χακί η γηραιά ήπειρος, με το ΝΑΤΟ να αναπτύσσει όπλα για αποτροπή ρωσικής απειλής και τη Μόσχα να υπόσχεται ότι θα απαντήσει στρατιωτικά
Σε άκρως επικίνδυνα και πρωτόγνωρα μονοπάτια στη μεταπολεμική ιστορία της μπαίνει η Ευρώπη, καθώς τόσο το ΝΑΤΟ όσο και η Ρωσία τραβούν συνεχώς το σκοινί της έντασης με αφορμή τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Οι εξελίξεις στο γεωπολιτικό και στρατηγικό πλέον πεδίο αντιπαράθεσης ξεπερνούν κατά πολύ τη διαμάχη για την Ουκρανία και απειλούν να αποσταθεροποιήσουν πλήρως την ισορροπία δυνάμεων και σε στρατιωτικό πλέον επίπεδο στην ήπειρο αλλά και στην Ασία.
Η διμερής συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης Μπάιντεν και της κυβέρνησης Σολτς για ανάπτυξη αμερικανικών πυραύλων (και) μεγάλου βεληνεκούς στη Γερμανία, που έχει ρητό στόχο την αποτροπή απέναντι στη Ρωσία, αποτελεί μια από τις πολλές κινήσεις που καταμαρτυρούν ότι η μεταψυχροπολεμική περίοδος oδεύει προς όλο και μεγαλύτερη όξυνση και ο ανταγωνισμός μεταξύ της Δύσης και των υπόλοιπων πόλων που προσπαθούν να αναδειχθούν γίνεται ολοένα πιο έντονος.
Εντονες αντιδράσεις
Ενδεικτικό της αποσταθεροποίησης που προκαλείται σε μια εξαιρετικά κομβική περίοδο για την Ευρώπη, με την άνοδο της ακροδεξιάς και τις νέες ισορροπίες στα ευρωπαϊκά όργανα που θα φανούν το φθινόπωρο, όπως και στις ΗΠΑ ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου, είναι ότι οι αποφάσεις που λήφθηκαν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, οι συμφωνίες που έκλεισαν και οι ανακοινώσεις που έγιναν, όπως η άμεση παράδοση αεροσκαφών F-16 και επιπλέον μέσων αεράμυνας στην Ουκρανία, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση τόσο της Μόσχας όσο και του Πεκίνου, ενώ έφεραν απειλές και για στρατιωτική κλιμάκωση.
Πέραν της μετατροπής της Γερμανίας από το 2026 σε απέραντη βάση για αμερικανικούς πυραύλους (cruise, Tomahawk και άλλων), Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Πολωνία ανακοίνωσαν πρόγραμμα για την ανάπτυξη πυραύλων cruise βεληνεκούς άνω των 500 χλμ. με σκοπό να καλύψουν το κενό στο ευρωπαϊκό οπλοστάσιο που αποκαλύφθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Κενό που θα γεμίσει με φρέσκο χρήμα την ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων.
Παράλληλα, Ελλάδα, Βουλγαρία και Ρουμανία υπέγραψαν άλλη συμφωνία που επιτρέπει την ταχεία διασυνοριακή μετακίνηση στρατευμάτων και όπλων στην ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ, αναβαθμίζοντας περαιτέρω τον ρόλο της Αλεξανδρούπολης και εμπλέκοντας βαθύτερα τη χώρα σε μια σύγκρουση για την οποία υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το εάν μπορεί να τη «σηκώσει». Τέλος, το ΝΑΤΟ δεσμεύεται ότι θα δεχτεί το επόμενο διάστημα την Ουκρανία στους κόλπους του, θέλοντας να ολοκληρωθεί η «ευρωατλαντική ενσωμάτωση» της χώρας.
Η Μόσχα έβγαλε νύχια
Στα παραπάνω η Μόσχα απάντησε από διάφορα κανάλια, ξεκαθαρίζοντας ότι οι αποφάσεις αυτές ξεπερνούν σημαντικές κόκκινες γραμμές που έχει θέσει η ρωσική ηγεσία και φέρνουν πολύ πιο κοντά μια στρατιωτική απάντηση από πλευράς της. Με διαφορετικές δηλώσεις ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Ριαμπκόφ και ο αντιπρόεδρος του ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας Ντμίτρι Μεντβέντεφ ξεκαθάρισαν ότι θεωρούν πως απειλείται η εθνική ασφάλεια της Ρωσίας και ότι θα απαντήσουν πρώτα απ’ όλα στρατιωτικά, με στόχο, όπως δήλωσε ο παραδοσιακά πιο σκληρός από όλους τους Ρώσους αξιωματούχους Μεντβέντεφ, την εξαφάνιση τόσο της Ουκρανίας όσο και της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Η ανησυχία για μια απευθείας σύγκρουση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας είναι πλέον έκδηλη, τουλάχιστον μεταξύ των ηγετών που πατάνε σε δύο βάρκες, όπως ο ακροδεξιός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας και πλέον προεδρεύων της ΕΕ Βίκτορ Ορμπάν και ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο υπουργός Εξωτερικών Πέτερ Σαγιάρτο προειδοποίησε ότι η Ουγγαρία δεν μπορεί να υποστηρίξει τη μετατροπή του ΝΑΤΟ σε αντικινεζική συμμαχία, απαντώντας έτσι στο κοινό ανακοινωθέν των ηγετών του ΝΑΤΟ στο οποίο εξέφραζαν τη «βαθιά ανησυχία» τους για τη «στρατηγική» συμμαχία της Ρωσίας και της Κίνας και κατήγγειλαν την «πολιτική και υλική υποστήριξη» που παρέχει το Πεκίνο στη Μόσχα στον πόλεμο στην Ουκρανία, απαιτώντας «να σταματήσει». Από την πλευρά του ο Ερντογάν σημείωσε ότι θεωρεί ανησυχητική την προοπτική «απευθείας σύγκρουσης ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και στη Ρωσία».